Τα τζιτζίκια ακόμα στα φυλλώματα
Και τα νερά μιλητικά κάτω απ’ το σώμα μου
Με αρώμτα νύχτας ερωτικής
Μνήμη γυμνή του κόσμου
Έτσι θα φύγω φορτωμένη Ιουνίους
Και όπως εικόνισμα που επαλαιώθηκε
Και μυρίζει ρούχο Αγίου
Θ’ απλώσω τα μέλη μου
Κατεαγμένα
Ν’ αναδυθούν από μέσα τους ένας ένας
Οι αιώνες της Σίβυλλας
Κι όλες οι άγνωστες επιγραφές να ευωδιάσουν
Χλωρές
Περιέχουσες το Αδύνατο
Σαν τη σταγόνα το αίμα που περιέχει
Την άβυσσο με τους επτά αγγέλους
Τους χλωρούς
Και τη φωνή τη μία την αγγέλλουσα.
Έτσι θα πορευτώ αγγέλλουσα
Ως να σωθεί η σταγόνα το αίμα μου
Η αναμμένη σε ασημένιο κηροπήγιο
Κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
Να μαίνεται η καταιγίδα
Συρμές προφητειών πάνω στο σώμα μου
Παλιρροώντας σε ερείπια άγνωστα
Που η ήλιος ο κρυπτός τα κατακαίει.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η νύχτα
Αναρριχώμενη
Και το δωμάτιό μου πλέει έναστρο
Ιριδωμένο από το Αόρατο
Γέρνω να κοιμηθώ μέσ’ στον παράδεισο
Και τα όνειρά μου φωσφορίζουν
Κομμάτια μνήμη άγνωστη
αφ’ όταν
Ο Πλάτωνας μου υπέγραφε ταυτότητα
Με βούλα από γαλάζιο τ’ ουρανού
Και με φτερούγα Αγγέλου για το δρόμο
Και να με τώρα σαν σπίτι παλαιό
Που τρίζουν τα πατώματα
Κι απ’ το παράθυρο της καταιγίδας
Μυρίζω το ασήμι του Αγγέλου μου
Που περιμένει ξάγρυπνος στα γείσα.
Ελαφριά σαν σπίτι που κοιμήθηκε
Μ’ όλες τις βρύσες του ανοιχτές
Λούζομαι την πανσέληνο
Κι ακούω τη νύχτα τα φαντάσματα
Που με κατοικούν κι αιώνες τώρα
Ανεβοκατεβαίνουν τον ύπνο μου
Γεμάτα ναυάγια και παλιούς παραδείσους.