Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Ποθου είναι πολυγραφότατη συγγραφλεας. Θεραπεύει δε και πολλά είδη λόγου: ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, παιδικό βιβλίο, δοκίμιο, θέατρο. Ακόμη και μετάφραση.
Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί. Η ίδια έχει χρησιμοποιήσει εκτεταμένα τον ραδιοφωνικό λόγο. Με άλλα λόγι, η Μαρία Λαμπαδαρίδου είναι αστείρευτη πηγή. Πράγματι, άνοιξε μέσα της μια υπαρξιακή ρωγμή από την οποία ρέει ακατάπαυστα ο λόγος της. Η πηγή αυτή είναι τόσο αληθινή, και κατά το ελάχιστο δεν είναι πεποιημένη, ώστε να προχωρεί στη λογοτεχνική της έκφραση με μια βεβαιότητα ενστιγματική. Η ίδια γνωρίζει οίκοθεν πού να πατήσει με ασφάλεια. Γι’ αυτό ο λόγος της όσο είναι έντεχνος, άλλο τόσο είναι και φυσικός. Πράγμα που σημαίνει πως η γνωριμία της με το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου συνιστά γνωριμία με ένα δεδομένο της υπάρξεως. Και τούτο δηλώνει πως η μ. λ. π. ζει ευθέως αό την αλήθεια της.
Μαρτυρία υπαρξιακής αλήθειας είναι και το τελευταίο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, που τιτλοφορείται με τον σημαδιακό τίτλο “Μυστικό Πέρασμα”. Εδώ βλέπουμε όλα τα χαρακτηριστικά του λόγου της κ. Λαμπαδαρίδου, αλλά τώρα πιο οργανωμένα και πιο αποσαφηνισμένα γλωσσικώς. Άμα τρίψεις τους στίχους των ποιημάτων της, θα γεμίσει ο τόπος από λαμπερές και εύηχες και χρωματιστές και σπάνιες λέξεις, σαν να έπεσε στο έδαφος ο κατάστερος ουρανός.
‘Οπως συμβαίνει με όλους τους υπαρξιακούς ποιητές, υπάρχει μια εμμονή σε έναν ορμαθό λέξεων που λειτουργούν ως σύμβολα. Θα σημειώσουμε τούτες τις προτιμώμενες λέξεις, οι οποίες αποτελούν τις αδαμάντινες στήλες, που ορίζουν τα χιλιόμετρα της ποιητικής της ποιρείας. Χρόνος (καιρός, χιλιετίες, αιωνιότητα), άστρο, αίμα, γαλάζιο, οσμή, σώμα, όνειρο, ροή, σελήνη (φεγγάρι, πανσέληνος) ερημιά, ασήμι, μνήμη, θάνατος, νύχτα, ύπνος, δάκρυ, άβυσσος, βυθός, νερό, θάλασσα, φως (αστραπή, λάμψη, όρθρος) ρόδο, χρησμός, ρωγμή, πληγή.
Για όποιον έχει οικειωθεί τον ποιητικό λόγο της κ. Λαμπαδαρίδου, τούτες οι λέξεις δεν είναι οι απαθείς του λεξικού. Είναι οι εμπαθείς της ποιητικής ψυχής. Και τούτο σημαίνει πως ο κόσμος στον οποίο παραπέμπουν είναι εξίσου εμπαθής και ροϊκός και τελών υπό την έσχατη κρίση.
Δεν μπορούμε να πούμε υπαρξιακή την Μαρια Λαμπαδαρίδου παρά κατά το ήμισυ. Διότι το δεύτερο μισό το καταλαμβαίνει η κοσμολογία της. Υπάρχει το υπαρξιακό πάθος, το αίμα της πληγής, η ρωγμή της ψυχής, όμως αυτό το πάθος τις περισσότερες φορές είναι εκ του κόσμου ως τοιούτου, και εκ της θέσεώς της στον κόσμο ως τοιαύτης. Δεν προέρχεται από την ιστορία της ψυχής ή από τη σχέση της με τον Θεό. Αυτές οι σχέσεις χάνονται μέσα στο -εν τέλει- γοητευτικό μυστήριοτου κόσμου που καταλάμπεται από άστρα και φωταγωγείται από “ηλιορροές” και βυθίζεται νμέσα στο γλαυκό του απείρου. Είναι όμως φορές που ο πόνος από πόνος του κόσμου γίνεται ατόφιος πόνος της ψυχής εξαιτίας ιστορικού περιστατικού της. Τότε είναι που η σάρκα από αστρική γίνεται ανθρώπινη. Είναι ο πόνος του χαμένου παιδιού:
Δεν μπορώ πια να κρυφτώ μέσα στον ύπνο
φεγγίζω ολόκληρη
Μια μεγάλη Παρασκευή
όταν αποκαθήλωσαν την ψυχή μου
Κι η νύχτα χάραξε ένα ρόδο μοναχικό
σαν το παιδί που έφυγε
γυμνό
στον απάνω κόσμο του
και το σώμα μου γέμισε άστρα
Πρόκειται για ευτυχισμένους στίχους, μολονότι για την έσχατη δυστυχία της υπάρξεως μιλούν, μολοντότι το οδυν’ομενο σώμα εξακολουθεί να είναι κοσμολογικό, όπως θα έκανε λ.χ. ο Grunewald στη δική του Σταύρωση. Και συνεχίζει με την ίδια εκφραστική πληρότητα:
Είμαι η μάνα της Σαύρωσης εγώ
και τα μάτια μου γεμάτα αίμα
Ψάχνουν το φως
είμαι η μάνα του πικρού χωρισμού
και τα χέρια μου πληγές
Φέγγουν όλα τα μυστικά περάσματα
Να σε βρω
Στον απάνω κόσμο σου
Αναζήτηση εναγώνια των “μυστικών περασμάτων” είναι όλο το ποιητικό βιβλίο που μελετούμε. Η ψυχή υποφέρει στον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν είναι κακός. Στην Μαρία Λαμπαδαρίδου δεν υπάρχες αυτονομία του κακού, οπότε θα ποηγαίναμε σε μια καθαρά υπαρξιακή προβληματική, αλλά το κακό είναι μια ουδέτερη συνθήκη της υπάρξεως. Γι’ αυτό και η οδυνόμενη ύπαρξη μεταστοιχειώνεται σε θαμβωτικό στοιχείο του κόσμου. Όπως μας δείχνει και η συνέχεια του ποιήματος που αναφέραμε παραπάνω:
Μια Μεγάλη Παρασκευή
Κοιμήθηκα πάνω στο Σταυρό
Τούτη η σύλληψη είναι καθηλωτική, αλλά και ανακουφιστική, αφού η οδύνη απορροφήθηκε από τον κοσμικό ύπνο.
Και ο ύπνος μου γέμισε ουρανούς
Καθηλωμένους
Το αίμα μου ρέει γαλάζιους κρίνους από τότε
Αλλά έτσι έχουμε μια έσχατη κοσμική δικαίωση. Κοσμική δικαιοσύνη υπάρχει και στην αντίληψη των Προσωκρατικών, των οποίων ρήματα ολοένα ψελλίζει η κ. Λαμπαδαρίδου. δηλώνοντας έτσι συμμετοχή στο αυτό κοσμικό όραμα της τελικής αρμονίας των σφαιρών του σύμπαντος. Άρα και η περιοχή του πόνου είναι μία “σφαίρα” η οποία ενώ εκσφενδονίζεται απελπιστικά στην κοσμική άβυσσο, στο τέλος συναρμονίζεται και με τις άλλες κοσμικές σφαίρες μέσα σε ένα ευδαιμονικό, γλαυκό όνειρο. “
Ενα τέτοιο σύμπαν διαθέτει άπειρο παρελθόν. Πράγμα που το βιώνει η ψυχή ως προγεννητική μνήμη – τόπος προσφιλής στην κ. Λαμπαδαρίδου. Αλλά ένα βεβαιωμένο παρελθόν προοιωνίζεται και αντίστοιχο βεβαιωμένο μέλλον. Συνεπώς δεν υπάρχουν οι τρόμοι της υπάρξεως παρά για να επιβεβαιώσουν το αρραγές παρελθόν και το εξίσου αρράγιστο μέλλον. Άρα η ρωγμή της ψυχής δεν αναιρεί τον κόσμο, αλλά χρησιμεύει ώστε διά μέσου της να καταστεί ορατή, συνεπώς να συνειδητοποιηθεί το συμπαγές του κόσμου.
Το πέρασμα που αναζητά στις δέκα τέσσερις πυθαγόρειες απόπειρές της είναι να περάσει από την οδυνόμενη ύπαρξη στον ευδαιμονούντα κόσμο. πράγμα που σημαίνει πως εν τέλει το όραμα της κ. Λαμπαδαρίδου είναι η ολβιότης του υπάρχειν. Βεβαίως του υπάρχειν στον κόσμο. Μόνο που ο κόσμος δεν είναι αυτός της κοινής αντίληψης. Αν υπάρχει η αγωνία στην ποίησή της είναι για να συστήσει τον κόσμο της μη κοινής αντίληψης, δηλαδή της ποιητικής και της προσωκρατικής αντίληψης. Άρα η υπέρβαση πραγματοποιείται ξεπερνώντας την κοινή αντίληψη για μια αληθινή σύλληψη του κόσμου, κοινού και ποιητικού και φιλοσοφικού. Η ποιήτριά μας αποδέχεται τον κόσμο, μόνο που τον θέλει στην αλήθεια του.
Αρκεί να βρεθούν τα “μυστικά περάσματα”.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου, όπως και ο Ελύτης, έχουν ανοιχτά τα χαρτιά τους. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις “Νύχτες του Φεγγαριού” για να γνωρίσει την ποιητική της. Από εκεί αποσπώ τούτες τις φράσεις : “Το ανθρώπινο πλάσμα βιώνει την εγκόσμια μοίρα του στη μη συνειδητή, στη μη νοητική κατάστασή της. Και αυτό έχει μέσα του μιαν απερίγραπτη οδύνη, αλλά και μια ποίηση! Είναι πηγή μιας βαθιά υπαρξιακής ποίησης”. Αυτή η μη συνειδητή και μη νοητική κατάσταση είναι για την κ. Λαμπαδαρίδου – αλλά και για κάθε δημιουργό είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι – η σκοτεινή ακόμα αλλά και απόλυτα κοσμογονική πρώτη παιδική ηλικία, η οποία ρίχνει τη σκιά της ως το χάος της προγεννητικής εποχής, που ταυτίζεται με το μυστικό του κόσμου. Από εκεί προέρχεται η κοσμική περιουσία, η ποιητική πεμπτουσία, της ποιήτριάς μας. Μια περιουσία που γι’ αυτήν δεν είναι χαμένη, όπως συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους, αλλά εξακολουθεί να έχει άμεση πρόσβαση προς τον μαγικό της κόσμο. Σ’ αυτό το κοσμικό κατώφλι τελεί συνεχώς η ποιήτριά μας φρίσσουσα από οδύνη και από θάμβος.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου, ως ποιήτρια και συγγραφέας, είναι το πιο ευαίσθητο ηχείο που διαθέτουν τα ελληνικά γράμματα. Μια αιολική άρπα, που οι χορδές της είναι τόσο λεπταίσθητες ώστε να πάλλονται από την πνοή της κοσμικής αύρας, και της πιο απαλής αύρας, η οποία προτού δυνηθεί να θροήσει τα φύλλα, ήδη καταθροεί την ακροσφαλή ψυχή της και τηην ρίχνει σε οδύνη ή σε έκσταση.
Ο Χρήστος Μαλεβίτσης είναι συγγραφέας φιλοσοφικών βιβλων
Η κριτική δημοσισέυτηκε στο περιοδικό “Νεα Εστία”, 1990,
τ. 1514/ 1 / 08 / 1990.