«Η τάξη είναι αγκύλωση»
Και «νους επελθών διεκόσμησε χάος». Θα έλεγα πως σε αυτή τη ρήση του Αναξαγώρα στηρίχθηκε ο ΄Εκτωρ Κακναβάτος για να συνθέσει την τελευταία του ποιητική συλλογή Χαοτικά Ι. Γιατί η ποίησή του μόνο στην κοσμολογία των Προσωκρατικών μπορεί να μας παραπέμψει. Μια κοσμολογία εμπλουτισμένη με όλα τα κούαρκς και τα φράκταλς και την κβαντική θεωρία. Γιατί η τελευταία αυτή ποίησή του εισχωρεί βαθιά στη φυσική και στο αόρατο που την περιρρέει. Με τον Παρμενίδη να την διατρέχει με το “μη είναι” του – αφού είναι “έξω από το σχήμα του ο χώρος – και με τον Αρχιμήδη να γεωμετρεί το ποιητικό του χάος. Μια ποίηση που παίζει την υπερρεαλιστική άρπα της πάνω στην κοσμική αταξία, ανιχνεύοντας τα σημάδια μιας “αφανούς αρμονίης”.
“Μη φυλάγεσαι από την αταξία, είναι ευφυής / Η τάξη είναι αγκύλωση Φυλάξου”, γράφει, θέτοντας σε αμφισβήτηση κάθε έλλογη και εκκοσμικευμένη θεωρία περί υπάρξεως. Και αλλού: “ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ΄ αρμόνια / σώσε…” λέει, ζητώντας μιαν εξισωτική απόδειξη της ύπαρξης. Γιατί στο ποιητικό βάθος της αγωνίας του το χάος είναι ομοούσιο της ύπαρξης. Ομοούσιο της “άγριας νοημοσύνης” που υπάρχει πέρα από τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης.
Μόνον ένας ποιητικός νους με αυτή την μαθηματική παιδεία και με αυτή την υπερρεαλιστική ενορατική διείσδυση στο γίγνεσθαι των φαινομένων θα μπορούσε να συζεύξει τη γεωμετρία των συμπαντικών κόσμων με την αγωνία των υπαρξιακών ερωτημάτων. Και αυτό με εικόνες ποιητικές τόσο λαμπερές και ζωντανές, που θαρρείς πως τώρα μόλις εκκολάφθηκαν από το εξεγερμένο χάος, πως τώρα μόλις έστησαν ένα πάνω στο άλλο τα οστά τους. Εικόνες δυνατές ενός ποιητικού υπερρεαλισμού που έχει την ανάσα και την κίνηση από αρχέγονες κοσμογονικές μεταμορφώσεις. ΄Αλλωστε ολόκληρη την ποίηση του ΄Εκτορα Κακναβάτου την περιρρέει αυτό το κοσμογονικό ρίγος, η ανάσα από αρχέγονους στεναγμούς της ύλης, από “αλαλητό φωτιάς”, που με την ιδιαίτερη ποιητική ευφυϊα του κατορθώνει να επενδύσει στην υπαρξιακή του αγωνία. Παραθέτω κάποιους από τους ποιητικούς αυτούς οραματισμούς, εικόνες που, θα έλεγες, ξεκολλούν από το χάος με τις σάρκες τους νωπές ακόμα. “Άκουα κι έτριζε εντός μου από καιόμενο φεγγάρι / κι από αλαλητό φωτιάς το ξύλο. Κι αλλού: ¨Σε είδα να κυκλοφορείς με γονίδια κατακλυσμού στις τσέπες¨. Κι αλλού: ¨δεν ακούω Έκτωρ/ ακούω ορείχαλκος”. Έτσι, αφού ο ποιητής ενώνεται με τα στοιχεία της ποίησής του. Και τα στοιχεία της ποίησής του κατάγονται από το μέταλλο της κοσμογονικής νύχτας. Από τότε που “δεν είχε ακόμα η λέξη συναντήσει τα οστά της”. Τοτε που “άφηνε αίμα πίσω του ο ίσκιος σου”.
Ο Έκτωρ Κακναβάτος βιώνει με έναν δικό του τρόπο τον Χρόνο και τη Γένεση και το Χάος, αντλώντας μέσα από αυτή την ποιητική του εμβίωση εξισώσεις υπαρξιακών απαντήσεων. Είναι ο χρόνος που χάνεται “σ΄ αρχιπέλαγα βαρύτητας” και είναι ο Χρόνος το “εξωμήτριο του Χάους”. Εδώ, σε αυτόν τον στίχο υπάρχει η μη νόμιμη – ή και τερατομορφική – γένεση του κόσμου από το Χάος που μας οδηγεί σε μια νέα μυθολογία τυχαιότητας με τα “κουαρκς του πρωτόνιου” καί με τον “άγλωσσο αχό” της κβαντικής μοίρας των πραγμάτων.
Είναι που πρέπει να δεις την ποίηση του Κακναβάτου κάτω από το πρίσμα μιας κοσμογονίας, να τη δεις με τις αναλογίες μιας αναρχίας των κοσμικών στοιχείων, για να μπορέσεις να βρεις τα σημάδια που αφήνει ο μαθηματικός νους του, σαν αποτύπωμα, πάνω στον ποιητικό του πηλό.
Από την πρώτη του ποίηση ίσαμε ετούτη την τελευταία, επικεντρώνει τον ποιητικό πυρήνα του στην ίδια αγωνία: Να εξουσιάσει με τον λόγο του το αγεωμέτρητο χάος, να το εκπορθήσει, να το βιώσει, να βρει τις μεταφυσικές αναλογίες των πραγμάτων. Αυτή την οδυνώμενη γνώση αναζητά. Και ο λόγος του γίνεται ολοένα και πιο αναρχικός, πιο αγωνιώδης.
Κι ας γίνεται, ορισμένες στιγμές, η ποίησή του πιο ερμητική. Ας γίνεται ο υπερρεαλισμός του πιο απρόσιτος, πιο αναποκάλυπτος. Λίγο να σκύψεις πιο πολύ, λίγο να βρεις τους μαγικούς κωδικούς της ποίησης, θα φτάσεις στη μαγεία και στο ρίγος, που αναδίνει ο οραματισμός του ποιητή. Στην αποκάλυψη της υπαρξιακής του μυθολογίας.
Καθημερινή 8 Δεκεμβρίου 1998
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: «Η τάξη είναι αγκύλωση»