Η Ελένη Γκίκα έχει διαμορφώσει ένα δικό της ποιητικό σύμπαν, για να εκφράσει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Και την ποιητική γραφή της την μεταφέρει και στα πεζογραφήματά της. Γιατί η ποίηση είναι πρώτα λειτουργία σκέψης και ζωής, και ύστερα λόγος. Έτσι, διαβάζοντας τα μυθιστορήματά της, βιώνει και ο αναγνώστης την προσωπική του κάθαρση, γιατί συμμετέχει με τα προσωπικά του τραύματα και με τις δικές του αγωνίες.
Και στα προηγούμενα μυθιστορήματά της, αλλά και στο καινούριο «Υγρός Χρόνος», που πρόσφατα κυκλοφόρησε, υπάρχει η ίδια ελλειπτική, ποιητική γραφή. Τα πρόσωπά της, ροϊκά, σχεδόν αβέβαια, σαν ημιτελή, περιφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο την κατακερματισμένη ψυχικότητά τους, πρόσωπα εύθραυστα, που καλούν τον αναγνώστη να συμπληρώσει τον ελλιπή λόγο τους, να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές τους, να βιώσει τον απόλυτο ανεκπλήρωτο έρωτά τους που χάθηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας. Ο Άγγελος του «Υγρού Χρόνου», αυτός ο εύθραυστος πρίγκιπας ο μοναχικός και υποθηκευμένος, πιστεύω πως περισσότερο πνίγηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας παρά στη θάλασσα του αστυνομικού ρεπορτάζ.
Η γραφή της αναλυτική, αυτοσαρκαστική τις περισσότερες φορές, καταλυτική, αυτό-απορριπτική, ξεκινά από τα πιο απλά καθημερινά πράγματα, από τις ασήμαντες κινήσεις της συνήθειας, για να φτάσει στις μεγάλες αλήθειες, στα μεγάλα πάθη, στο μέγα μυστήριο της ζωής και του θανάτου, στην ανεξήγητη σαγήνη που περιρρέει το μυστήριο αυτό. Μια γραφή που κατέχει τον απόλυτο έλεγχο και πατά σε στέρεο ρεαλισμό – κι ας είναι γραφή αφαιρετική – πατά σε πραγματικότητα ανελέητη που μας δίνεται με δυο τρεις πινελιές μόνο.
Το μυθιστόρημά της «Υγρός Χρόνος» είναι το τρίτο βιβλίο μιας τριλογίας πένθους. Ένας άνδρας πνίγεται στη θάλασσα, και η Μάνια, δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, καλείται να καλύψει το συμβάν. Αυτός είναι ο φαινομενικός άξονας του βιβλίου. Γιατί υπάρχει και μια αμφισβήτηση εκεί, αν είναι αληθινός ο πνιγμός, αν είναι ο συγκεκριμένος άνδρας, ΄Αγγελος – Αχιλλέας Κομνηνός, ετών 52, ιατρός.
Όλα αμφισβητούνται, στο μυθιστόρημα, κι όλα είναι έτοιμα να αυτοαναιρεθούν, εκτός από τη μεγάλη την απόλυτη αγάπη που μας αποκαλύπτεται σταδιακά και αποσπασματικά μέσα από τον λόγο καταξιωμένων διεθνώς ποιητών και συγγραφέων, σαν να είναι η αγάπη αυτή η προέκτασή τους.
Η Μάνια, μια γυναίκα «γεμάτη μανία και πάθος. Που δεν το δείχνει αλλά το φοβάται. Που δεν θέλει να είναι αυτή που θα αφηγηθεί», αλλά αφηγείται. Θα μας παγιδέψει στα δίχτυα αυτού του μεγάλου, του θανάσιμου έρωτα, σκιαγραφώντας πρόσωπα και καταστάσεις πότε με σαρκασμό και βιαιότητα και πότε με τρυφερούς τόνους ενός αβάσταχτου σπαραγμού.
Και γύρω από τη Μάνια ένα σωρό άλλα γυναικεία πρόσωπα, η Σαβίνα, Λόλα, η Μόνα, η Πετρούλα Πιέτρη, που μοιάζουν υποκατάστατα δικά της, λες κι όλες μαζί αποτελούν το ένα και μοναδικό γυναικείο πρόσωπο που κομματιάστηκε σε πολλά, και μέσα από το καθένα βιώνει τον απόλυτο σπαραγμό και τον απόλυτο έρωτα, αυτόν που χάνεται μαζί με τον πνιγμένο. Ή, ίσως, αυτά τα άλλα πρόσωπα να αποτελούν τις διαφορετικές πτυχές του ενός προσώπου.
Μόνον η κυρία του σπιτιού, η χήρα, δεν είναι κομμάτι τους. Να γυαλίσουν τα ασημικά και να αστράψει το σπίτι όλο για τη δεξίωση της κηδείας, αυτό την ενδιαφέρει εκείνη.
Και μαζί με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, η Σύλβια Πλαθ και ο Τεντ Χιουζ με την εξαίσια ποίηση του δικού τους σπαραγμού. Με τον δικό της θάνατο να μετεωρίζεται στο χείλος των λέξεων. Ένας θάνατος πλανιέται στο μυθιστόρημα από σελίδα σε σελίδα περιπλεγμένος άλυτα και άρρητα με την ευλογία του έρωτα. Ένας θάνατος κάνει τις σελίδες πιο ζωντανές, κάνει τους ζωντανούς πιο ευγνώμονες για τη δωρεά της ζωής τους.
Κι ανάμεσα στις ποιητικές αυτές συρραφές που δομούν αργά και σταθερά τον κορμό του μυθιστορήματος, παρεμβάλλονται κομμάτια, σαν ημερολογιακά, του πνιγμένου, για να μας δώσουν το δικό του πρόσωπο, το δικό του μαρτύριο που τον οδήγησε στον πνιγμό. Σημειώσεις σκόρπιες σαν αφημένες στον άνεμο, με την υπογραφή ο Κανένας.
Ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζακ Πρεβέρ, ο Σεμπρούν, ο Μπόχρες, ο Γιάλομ, και αμέτρητοι άλλοι κοσμούν με τη σοφία τους και την ποίησή τους το μυθιστόρημα. Όμως τα επιλεγμένα κείμενά τους αποκτούν μια οργανική σημασία, γιατί τα δύο πρόσωπα που αποτελούν τον άξονα του έρωτα και του θανάτου μέσω αυτών των κειμένων επικοινωνούσαν, σαν να ήταν η ζωή τους μια προέκταση εκείνων.
«Όταν διαβάζω Ρεμπώ, θα σε θυμάμαι», λέει εκείνη, Ή «θα σε θυμάμαι σαν Ρεμπώ». Κι αυτό μας δίνει την εικόνα ενός άντρα χαμένου στις αδυναμίες του, στην ευφυία του, στα πάθη του, στην αυτοκαταστροφή του.
«Σ’ αγαπώ, όπως και να ’ναι… ακόμα κι αν ο εαυτός μου χαθεί, αν η αγάπη χαθεί, αν η ζωή χαθεί…», γράφει εκείνος στο ανεπίδοτο γράμμα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι γράμματα ανεπίδοτα. Και κάπου ταυτίζονται τα πρόσωπα του βιβλίου με τους παγκόσμια γνωστούς συγγραφείς. Ο Άγγελος πνίγηκε με τις τσέπες του γεμάτες πέτρες, αφού έτσι πνίγηκε και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ο πνιγμός του Άγγελου ήταν αυτοκτονία, αφού έτσι πέθανε η Σύλβια Πλαθ.
Το μυθιστόρημα τελειώνει τη στιγμή που εκείνη κρατά στα χέρια της τις «υγρές σελίδες» του ημερολογίου του, και είναι σίγουρη πως : «Στον υγρό χρόνο του θα είναι καλά».
Καθημερινή, 28 Οκτωβρίου 2008
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Γραφή αυτοσαρκαστική