Μια μέρα το παιδί μου ξύπνησε ανήσυχο και μου λέει: “δώσε μου γρήγορα το τρένο”. Πήρα όλα τα τρένα που είχε στο δωμάτιό του και του τα έδωσα. Όμως εκείνο τα αποδοκίμασε, “όχι, είπε, όχι αυτά. Δώσε μου το τρένο”. Τότε κατάλαβα. Ήταν μια σειρά από άδεια σπιρτόκουτα κολλημένα, που τα κράτησε στο χέρι του με ευλάβεια γιατί αυτά ήταν η δική του ιερή πραμτατικότητα.
Μπορεί και να είχε ταξιδέψει μ’ αυτό το τρένο, γιατί ήταν σίγουρο πως εκείνη τη στιγμή ζούσε την ευτυχία ενός μαγικά βιωμένου χρόνου. Προσπάθησα να το καταλάβω αυτό, να βρω ποια ήταν η ευτυχία που ζούσε ταξιδεύοντας με τούτο το ποιητικό υπερρεαλιστικό τρένο, αλλά ο χώρος και ο χρόνος όπου λειτουργούσε ήταν σε μιαν άλλη παράλληλο από τη δική μου αίσθηση της πραγματικότητας. Ο χρόνος και ο χώρος στον οποίο λειτουργούσε ήταν από το υλικό του μαγικού στοιχείου, από το θεϊκό υλικό της φαντασίας του, που μόνον αυτό μετατρέπει το θαύμα σε ουσία ζωής, μετατρέπει τη ζωή σε ουσία δημιουργίας.
Τότε είδα πως υπήρχε εκεί, δίπλα μου, μέσα σε μιαν απέραντη, ευτυχισμένη μοναξιά, σ’ ένα μαγικό κόσμο δικό του, όπου με τίποτα δεν μπορούσα να εισχωρήσω.
Το να μιλήσει κανείς “περιγραφικά”, με τη βοήθεια της αναλυτικής σκέψης, για το πώς το παιχνίδι αποτελεί έκφραση ζωής, οδηγεί, πιστεύω, σε ερμηνείες επιστημονικές και αδιάσειστες, δεν μπορεί όμως ποτέ να έχει “συμμετοχή” σε ό,τι πραγματικά συμβαίνει στη μαγική εκείνη ηλικία. Γιατί ο χρόνος της ωριμότητας, όσο παράφορα και αν έχει δεθεί με τη μνήμη εκείνη, είναι επιλήσμων. Κι ένα μεγάλο μέρος από τη δύναμη της μαγείας μένει πάντοτε έξω.
Πιστεύω πως μόνον ο ποιητής και το παιδί μπορούν να λειτουργούν μέσα στο θαύμα. Μόνον ο ποιητής και το παιδί είναι οι αιώνιοι εραστές εκείνου που δεν φαίνεται, εκείνου που γ ί ν ε τ α ι με μόνη την εντολή του νου, σαν τη ρήση του Αναξαγόρα: “Τον μεν νουν κινούντα, την δε ύλην γενομένην”. Ο μεν νους κινεί η δε ύλη γίνεται.
Ο ποιητής με το λόγο του και το παιδί με το παιχνίδι. Απόδραση από την τραυματική πραγματικότητα με τη δημιουργία. Υπαρξιακή ανάγκη για τον ποιητή, λειτουργία ζωής για το παιδί. Ο κόσμος τού είναι γνωστικά ξένος, γι’ αυτό και τραυματικός. Να τον κατακτήσει θέλει, να τον μιμηθεί, έτσι που ο αριστοτελικός ορισμός “μίμησις πράξεως” να μεταβάλεται σε “μίμηση ζωής”.
Πιστεύω πως η παιδική ηλικία είναι ολόκληρη μια ποίηση. Η ποίηση έχει μιαν ευτυχία μέσα της, ακόμα κι όταν μιλά για τραυματικά πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει και στο παιδί. Ζει την ευτυχία ενός παραδείσου, ακόμα κι αν η ζωή του είναι τραυματική. Γιατί εκείνο έχει τη δύναμη να υπερβαίνει το τραυματικό, να πλάθει με τη φαντασία του έναν κόσμο στα μέτρα του, έναν κόσμο αντιμέτωπο με κείνον τον άλλον, τον πραγματικό, που την κατάκτησή του αναζητά με μοναδικό όπλο του το παιχνίδι. Μ’ αυτό θα τον μιμηθεί και θα τον ανιχνεύσει γνωστικά.
Και είναι θαυμαστό το πώς με το αλάνθαστο αισθητήριό του το παιδί απορρίπτει το ακριβό παιχνίδι που η κοινωνία της αφθονίας του προσφέρει εξαπατώντας τη φαντασία του, για να προτιμήσει το άδειο “σπιρτόκουτο” που έφτιαξε το ίδιο. Γιατί το παιδί, σ’ όποια γωνιά του κόσμου κι αν βρίσκεται, λειτουργεί με το ίδιο μαγικό κι ευτυχισμένο ένστικτο που είναι η έκφραση της δικής του ζωής και αποτελεί την αιώνια σχέση του ανθρώπου με τη γνώση του κόσμου, θυμίζοντάς μας τη ρήση του Ηράκλειτου: “Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων”. Η ζωή είναι παιδί που παίζει με πεσσούς.
Μόνον ο Ηράκλειτος θα μπορούσε να παρομοιάσει τη ζωή με παιχνίδι παιδιού, αφού μέσα στην αγνωσία του ο άνθρωπος πάνω στη γη υπάρχει σε μιαν αθωότητα τραγικά ανυπέρβατη.
Μου ζητήθηκε από τον παγκόσμιο Οργανισμό “Σώστε τα παιδιά”, Save the Children, και δημοσιεύτηκε στο ομώνυμο περιοδικό τον Μάρτιο 1989.