Ποιο είναι το «Ξύλινο τείχος» σήμερα, κυρία Λαμπαδαρίδου, και τι σημαίνει το δικό σας «Ξύλινο τείχος» στην εποχή μας;
Να πω πρώτα τι εσήμαινε το “Ξύλινο Τείχος” τότε. Το 480 π.Χ. Όταν ο Ξέρξης κατέβαινε στην Αθήνα, με τους μυρίους του, καίγοντας και ρημάζοντας όπου περνούσε, ύστερα από την προδοτική νίκη του στις Θερμοπύλες. Και ξέρουμε καλά πως, χωρίς την προδοσία, όχι μόνο δεν θα νικούσε τον Λεωνίδα και τους Τριακοσίους του, αλλά θα τα μάζευε ντροπιασμένος και θα έφευγε.
Σε εκείνη τη στιγμή του πανικού, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο Μαντείο των Δελφών να πάρει χρησμό. Και η Πυθία του απάντησε: “Μόνον το ξύλινο τείχος θα σώσει εσάς και τα παιδιά σας”.
Και τότε, ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές ερμηνείες, ο Θεμιστοκλής φώναξε: “Το “ξύλινο τείχος” είναι τας ναυς”. Κι ευθύς έδωσε εντολή όλοι οι Αθηναίοι να μπούνε στα πλοία του στόλου και να μεταφερθούν στη Σαλαμίνα.
Δεν ήταν εύκολο. Πολλοί αντέδρασαν. Οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στο έλεος της περσικής λαίλαπας. Όμως τόσο διορατικός ήταν ο Θεμιστοκλής που, σε εκείνη τη στιγμή της απόγνωσης, κατάφερε να σώσει όλον τον πληθυσμό της Αθήνας. Και ο Ξέρξης, όταν έφτασε εκεί, βρήκε μια πόλη εφιαλτικά άδεια. Και από την οργή του, την έκανε στάχτη.
Όσο για τον συμβολισμό του “Ξύλινου Τείχους” στην εποχή μας, θα μπορούσε ίσως να σκεφτεί κανείς μια άνωθεν σωτηρία, να μοιάζει με τον φωτισμό της συνείδησης εκείνων που μπορούν ακόμα να αναχαιτίσουν αυτή “την αιώνια εμμονή της αδικίας και του κακού” όπως θα έλεγε ο T.S.Eliot.
Η ιστορία κρατά τα κλειδιά του μέλλοντός μας και του παρόντος μας;
Πολύ λίγοι σήμερα ασχολούνται με την ιστορία. Ζούμε ένα τεράστιο σε μεγέθυνση παρόν, έτσι που να χωράει μέσα του όλη την παγκόσμια φρίκη, να την αναπαράγει σε επιμέρους δρώμενα, να την χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία του τρόμου. Και ελάχιστοι ίσως σκέφτονται πως, ναι, είναι η ιστορία αυτή που έχει από παλιά διαμορφώσει το παρόν που ζούμε, και είναι αυτή που διαμορφώνει αμείλικτη το μέλλον μας.
Και εμείς γιατί δεν μαθαίνουμε ποτέ από τα σφάλματά μας;
Το έχω πει κι άλλες φορές αυτό. Και πάλι θα το πω γιατί είναι μια αλήθεια που πονάει. Γιατί τα λάθη της ιστορίας δεν διδάσκουν. Μόνο η συνείδηση διδάσκει.
Γιατί επιλέξατε ο αφηγητής σας να είναι ένα παιδί και μάλιστα από την Λήμνο;
Μ’ αρέσει να αρχίζω ένα μυθιστόρημα από την αθωότητα. Γιατί ο άνθρωπος είναι αθώος, είναι ο αθώος, ως τη στιγμή που θα συναντήσει στον δρόμο του τη μοίρα και θα πρέπει να αναμετρηθεί μαζί της. Είναι η “αρχή” της τραγωδίας αυτό. Και πιστεύω πια πως η ανθρώπινη πορεία, η περιπέτεια του πάνω στη γη, είναι μια τραγωδία όποιον δρόμο και αν πήρε για να συναντηθεί με το πεπρωμένο του.
Κι ακόμα, μ’ αρέσει αυτή η αθωότητα να ξεκινάει από τη Λήμνο, έτσι όπως κι εγώ ξεκίνησα κάποια στιγμή. Αλλά και γιατί έχω ανάγκη να ακουμπώ τη σκέψη μου στα χρυσαφένια τοπία της όταν γράφω. Με ξεκουράζει αυτό το ορφικό της τοπίο το σεληνιακό.
Κι ύστερα, η Λήμνος είχε παίξει έναν πολύ σημαντικό αλλά και τιμητικό ρόλο στους περσικούς πολέμους. Τότε, το 480 π.Χ. ήταν υποδουλωμένη στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και ο Ξέρξης την υποχρέωσε να συμμετέχει στην εκστρατεία με μία τριήρη. Και συμμετείχε με την τριήρη Ανεμόεσσα της οποίας τριήραρχος ήταν κάποιος Αντίδωρος, παιδικός φίλος του ήρωά μου του Αλκαμένη. Και γράφει ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του: “Αντίδωρος ο Λήμνιος μόνος αυτομολέει…”
Αυτομόλησε από τον περσικό στόλο και πήγε στον στόλο του Θεμιστοκλή, δίδοντας και πολύτιμες πληροφορίες. Και περιγράφει πώς έγινε νύχτα η αυτομόληση και πώς, όταν είδαν οι Αθηναίοι την περσική τριήρη να έρχεται προς αυτούς, την υποδέχτηκαν με πανηγυρισμούς.
Και φυσικά αυτό το σημαντικό συμβάν εγώ το εκμεταλλεύτηκα στον μύθο που έπλασα, έτσι να γίνει πιο ελκυστικός, αλλά και ιστορικά αληθινός. Γιατί στη μάχη της Σαλαμίνας όπου η Ανεμόεσσα πολέμησε με τον ελληνικό στόλο, ο Λήμνιος ήρωάς μου, ο Αλκαμένης, που παιδί τον είχαν πάρει αιχμάλωτο τα περσικά πλοία, τώρα βρίσκει τον παιδικό του φίλο τον τριήραρχο Αντίδωρο αλλά και τον δίδυμο αδερφό του τον Θόα που τον είχε χάσει.
Γι’ αυτό λέω πως το Ξύλινο Τείχος δίνει τη ζωή. Κομμάτια ζωής που βασίζονται πάνω σε αλήθειες ιστορικές. Όπως η Ιππολύτη, που την πήραν κι αυτή παιδί μαζί με τον Αλκαμένη τα περσικά πλοία από τη Λήμνο και υπάρχει σε όλο το βιβλίο μια αγάπη των παιδιών ένας έρωτας παράλληλα με τις πολεμικές συγκρούσεις.
Πριν από ένα χρόνο, κυρία Λαμπαδαρίδου, επανακυκλοφόρησε το ιστορικό μυθιστόρημά σας «Πήραν την Πόλη, πήραν την…», διαιωνίζοντας «την αιώνια κραυγή του Ελληνισμού για τις απώλειες που υφίσταται διαχρονικά», και φέτος συμβαίνουν όλα αυτά με την Τουρκία. Πόσο τυχαία είναι τα τυχαία γεγονότα στη ζωή μας;
Έγραφε σε ένα γράμμα του, στον Εμπειρίκο, ο Οδυσσέας Ελύτης πως: αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά εμείς ξέρουμε ότι είναι μηνύματα από το άγνωστο”.
Πόσο είναι αλήθεια αυτό άραγε. Μπορεί και να μην το μάθουμε ποτέ.
Όσο για τις σχέσεις μας με τη γείτονα χώρα, θέλω μόνο να ευχηθώ να υπάρξει γαλήνη.
Όλα τα άλλα πονούν κύριε Κιούση.
«Όπως έχω ήδη πει, εκείνο που µε ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα µένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύµα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος.» Γι’ αυτό καταφεύγετε ειδικά αυτή την εποχή και πάλι στην Ιστορία;
Ιστορικά μυθιστορήματα έγραφα σε όλη μου τη συγγραφική διαδρομή. Αν και σήμερα πιστεύω πως όποιο είδος μυθιστορήματος και αν γράψει κανείς είναι ιστορικό, με την έννοια ότι εκφράζει την ιστορική στιγμή στην οποία εκτυλίσσεται. Είτε κοινωνικό είναι το μυθιστόρημα, είτε υπαρξιακό ή και μεταφυσικό, λειτουργεί μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι. Και, εφόσον ο συγγραφέας είναι γνήσιος και διορατικός, θα δώσει, με τη δική του ευφυϊα ο καθένας, αυτό το “ιστορικό γίγνεσθαι”. Και αυτό το συνειδητοποίησα όταν έγραφα το μυθιστόρημά μου “Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι”. ‘Ενα μυθιστόρημα που γράφτηκε για την κρίση, πάνω στα χρόνια της κρίσης. Κι ωστόσο το θεωρώ ιστορικό.
‘Όσο για αυτά που μένουν έξω από την ιστορία, “το πάθος και το θαύμα και ο όρκος της ψυχής” δεν αρκούν για να στηθεί το ιστορικό μυθιστόρημα. Χρειάζεται η διορατική η ενορατική ματιά του συγγραφέα. Η ικανότητα που πρέπει να έχει ώστε, την αφηρημένη έκταση της ιστορίας να την κάνει ζωή. Να την φέρει μέσα στον παρόντα χρόνο. Μέσα στα ενδιαφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου. Όχι μόνο ως μνήμες. Αλλά, ως ζωή.
Σε ποια θέματα έρχεστε κι επανέρχεστε στη συγγραφική σας διαδρομή; Τι είναι εκείνο που σας καίει όλα τα χρόνια γράφοντας, κυρία Λαμπαδαρίδου;
Εάν έχετε διαβάσει και ένα βιβλίο μου μόνο, θα ξέρετε πως αυτό που με ενδιαφέρει είναι η υπαρξιακή αναζήτηση, η μεταφυσική. Με ενδιαφέρει ως αγωνία και ως εσωτερική αλήθεια. Ακόμα και σε όλα τα ιστορικά μου μυθιστορήματα υπάρχει το μεταφυσικό στοιχείο και η υπαρξιακή στιγμή του ανθρώπου. Γιατί πέρα από το όποιο ιστορικό ή κοινωνικό θέμα του βιβλίου με ενδιαφέρει ο άνθρωπος.
Το περσινό Καλοκαίρι χαρίσατε κατά κυριολεξία όλα σας τα υπάρχοντας στο νησί σας στη Λήμνο. Τώρα, οι βιβλιοθήκες σας είναι εκεί, αισθάνεστε τρόπον τινά ότι επιστρέψατε;
Ήταν μια μεγάλη μου απόφαση και αρκετά επώδυνη να στείλω όλα τα “υπάρχοντά μου”, όπως λέτε, στη Λήμνο. Αρχικά είχα σκεφτεί να στείλω τη βιβλιοθήκη μου. Όμως η γενναιοδωρία του Δημάρχου Λήμνου κυρίου Δημητρίου Μαρινάκη και του δημοτικού συμβουλίου, να μου προσφέρουν μια ολόκληρη αίθουσα, με συγκίνησε αφάνταστα. Και σήμερα λέω, ναι, επέστρεψα με την ψυχή και με τα υπάρχοντά μου στο νησί που από παιδί αγάπησα και που το είχα πάντα μαζί μου μέσα σε όλα τα βιβλία που έγραψα. Όταν έγιναν τα εγκαίνια, στις 8 Οκτωβρίου 2017, είπα αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, πως: Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είχα φύγει από τη Λήμνο.
Και πόσο σημαντικό είναι να σε τιμά και να σε αγαπά η γενέθλια πόλη;
Όπως είπα εκείνη τη σημαντική για μένα ημέρα των εγκαινίων: Το να σε τιμά ο γενέθλιος τόπος σου είναι η μέγιστη τιμή.
Αλήθεια η κρίση μας έκανε καλύτερους συγγραφείς;
Περισσότερο ενδιαφέρει αν η κρίση μας έκανε λίγο πιο σοφούς ως ανθρώπους.
Τι χάσαμε και τι βρήκαμε με την κρίση;
Βρήκαμε ίσως, σε μια γωνιά της συνείδησής μας, την αγάπη και τον πόνο της αγάπης για τον τόπο μας. Όσο για το τι χάσαμε, αυτό το ξέρει ο καθένας μόνος. Γιατί αυτά που χάσαμε δεν αφορούν μόνο στην υλική περιουσία μας αλλά και στην πνευματική.
Με τα Ιστορικά σας μυθιστορήματα, αισθάνεστε να διασώζετε τα τιμαλφή;
Μεγάλος λόγος είναι αυτός. Τα τιμαλφή της Ιστορίας μας είναι ιερά. Και τα μυθιστορήματά μου ασήμαντα για να έχουν τον ρόλο της διάσωσης. Μόνον ο Χρόνος μπορεί να τα διασώσει μέσα από εν εγρηγόρσει συνειδήσεις.
Και τι είναι εκείνο που οφείλουμε, κυρία Λαμπαδαρίδου, να προστατεύσουμε οπωσδήποτε;
Το ήθος και την ευγένεια των παραδόσεών μας να μην τα παρασύρει η ορμή της παγκοσμιοποίησης. Να μην ισοπεδώσει τα ιερά μας.
Τι έχετε να πείτε στα νέα παιδιά που φεύγουν, αναγκάζονται να φύγουν, αγωνιούν, αμφιβάλουν, φοβούνται;
Αυτά δεν χωρούν στα δύο λόγια μιας απάντησης, κύριε Κιούση. Όταν πριν λίγο καιρό πήγα στη Λήμνο, καλεσμένη από τα εκεί Γυμνάσια, έδωσα ένα κείμενο σε όλους τους μαθητές, με τίτλο: “Το μήνυμά μου προς εσένα”.
Εσείς τι φοβάστε, κυρία Λαμπαδαρίδου;
Τη λήθη.
Αλήθεια, τι είναι εκείνο που μάθατε γράφοντας; Το πιστεύετε, η ποίηση και η τέχνη είναι, εντέλει, χρησμική; Μυητική;
Εξαρτάται από τον τρόπο που λειτουργεί ο κάθε δημιουργός. Από τα φαντασιακά “υλικά” που χρησιμοποιεί και από την αντίληψη που διαθέτει. Εξαρτάται ακόμα από το ποιες είναι οι πηγές των ποιητικών οραματισμών του.
Δημοσιεύτηκε περιοδικό Ανθρώπων έργα, τον Μάιο 2018
Ο Γιώργος Κιούσξς είναι δημοσιογράφος, κρτικός λογοτεχνίας