Ο αόρατος σχεδιασμός – Μυητικό ταξίδι αυτογνωσίας
Κρατώ στα χέρια μου ένα από τα ωραιότερα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος ρέει, με παρασύρει στη δίνη του χρόνου, που διασχίζει την ιστορία και δεν διστάζει να φτάσει ως την άβυσσο. Το ξύλινο τείχος μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη σε τείχος από χρυσάφι, δανείζεται το χρώμα και το συμβολισμό του ήλιου.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ακολουθεί όλους τους κανόνες του είδους, ενώ το εγγράφει σε μια ορφική κοσμοθεωρία: πολεμιστές που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για τα πάτρια εδάφη μεταμορφώνονται σε ηλιακούς ήρωες, σε θνητούς θεούς. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει την πρόκληση ενός αληθινού μύθου με έναν πρωτότυπο συνδυασμό ιστορικής έρευνας και εμπνευσμένης γραφής, με περιπλάνηση που ξεκινά από τη Λήμνο για να φτάσει στο ιστορικό παρελθόν, περνώντας μέσα από τα άδυτα του χρόνου, με το τότε και το τώρα να συναντιούνται, για να συνθέσουν ένα χρόνο απειλητικό. Πριν από μια δεκαετία μας προσκάλεσε να είμαστε μάρτυρες της Άλωσης, με το μνημειώδες έργο της Πήραν την Πόλη, πήραν την. Το νέο μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη ακόμη δύο χιλιετίες πιο βαθιά στην ιστορία και συγκεκριμένα: στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές. Δύο νίκες και μία ήττα, αλλά για την ήττα αυτή ο Montaigne έγραψε ότι όλες οι νίκες φθονούν τη λάμψη της. Αφηγητής και εδώ ένας Λήμνιος, ο Αλκαμένης, συμπατριώτης της συγγραφέως, ο οποίος τη βοηθά, χάρη στην κοινή καταγωγή, να ταυτιστεί με την αρχαία ιστορία, να τη ζήσει «από τα βάθη μιας αιώνια άγρυπνης στιγμής», αλλά και να δεχθεί τα συναισθήματά της, για να ζωντανέψει τα γεγονότα έτσι ώστε να αφορούν στον σημερινό άνθρωπο. Και σε αυτό το μυθιστόρημα, ένας εκλεκτός της Μοίρας, ο οποίος, μολονότι δεν είναι εξωτερικά σημαδεμένος, όπως ο Πορφύριος της Πόλης, έχει, από μικρό παιδί, το ψυχικό σθένος ημίθεου, ενώ σώζεται πολλές φορές από βέβαιο θάνατο, γιατί πρέπει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του: να αφηγηθεί το βίο όσων ξεπερνούν το ατομικό εγώ τους για το συλλογικό συμφέρον. «Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται για να θεωθούν», είχε πει ο παιδαγωγός του.
Η συναισθηματική φόρτιση, προφανής ήδη στον τίτλο τού Πήραν την Πόλη, πήραν την, δίνει εδώ τη θέση της σε ένα μυητικό ταξίδι αυτογνωσίας, που οδηγεί συμβολικά στο Νεκυομαντείο, μυητική εικόνα με την οποία κλείνει η αφήγηση. Ο Άδης είναι διαρκώς παρών στην, κατά τα άλλα, μελετημένη σε βάθος ρεαλιστική γραφή, είτε με οιωνούς είτε με όνειρα, όπως η εικόνα της μητέρας του ήρωα που εμφανίζεται «σέρνοντας πίσω της μια λουρίδα Άδη». Όταν ξυπνήσει «αλαφιασμένος», θα αισθάνεται για αρκετή ώρα το άρωμά της, γιατί δεν την είδε μονάχα στο όνειρό του: τον είχε η ίδια επισκεφθεί στον ύπνο του. Το σώμα ζει τα όνειρα της ψυχής, γνωρίζει και προφητεύει. Οι θεοί είναι ορατοί στα πρόσωπα και στις πράξεις κάποιων θνητών, που αποδεικνύονται ίσοι, ή και ανώτεροί τους, καθώς είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν «αυτό που οι θεοί δεν μπορούν», δηλαδή τη ζωή τους. Στην απαράμιλλη ποιητική πρόζα της Λαμπαδαρίδου, η θνητότητα ανάγεται σε αρετή, σε ένα πρώτο σκαλοπάτι για τη θέωση.
Παντοδύναμη θεά που δικαιώνει τις θυσίες των βροτών, η Μνημοσύνη. Όπως στις Χίλιες και μία νύχτες η αφήγηση σώζει τον αφηγητή από βέβαιο θάνατο. Εξάλλου, ο ήρωας ζει για να αφηγείται, να καταγράφει, να θυμάται και ύστερα από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Και ξέρει ότι θα θυμάται, γιατί θα ξεγελάσει τον Άδη και δεν θα πιει από το νερό της Λήθης. Η μνήμη σηματοδοτεί μια παρακαταθήκη: «δεν μπορώ να πεθάνω χωρίς να αφήσω σε κάποιον τη μνήμη μου», λέει, και μοιάζει να κληροδοτεί τις εμπειρίες του, μετουσιωμένες σε αναμνήσεις, «κτήμα ες αεί», στη συγγραφέα. Και όταν ο χρόνος γίνεται απειλητικός και ετοιμάζεται να καταβροχθίσει την Ιστορία, ο ήρωας αντιπαραθέτει στο χρόνο τη μνήμη, την αφήγηση, τη γραφή, με ένα παντοδύναμο εγώ, που συγκλονίζει: «Είμαι εγώ το θραύσμα της αιωνιότητας και περιέχω ολόκληρο το χρόνο».
Στη Σαλαμίνα, ο αφηγητής ταυτίζεται με την Ιστορία, τόσο που ο ίδιος χάνεται, διαλύεται μέσα στο χορό των στιγμών και των γεγονότων: «Αισθάνομαι τόσο ζωντανός, τόσο παρών, που λέω, τούτη η στιγμή ανεξίτηλη θα μείνει, θα χαραχτεί ατόφια στα σπλάχνα του χρόνου». Και στις Θερμοπύλες, αν και ήταν ακόμα είλωτας, έβλεπε τη μάχη σαν μια ιεροτελεστία, και όταν χρησιμοποίησε, άθελά του, τη λέξη εγώ, ένιωσε πως επρόκειτο για ένα εγώ συλλογικό, σπαρτιατικό, ένα εγώ, κομμάτι από ένα τεράστιο και αέναο εμείς.
Ο χρόνος τρέχει, συνδέει υπογείως τον 5ο π.Χ. αιώνα με το σήμερα. Τα θαύματα της Αρχαιότητας είναι ολόιδια με τα δικά μας. Μια Αθηναία μάνα θρηνεί όπως η Παναγία στην ορθόδοξη παράδοση. Η ελληνική συνείδηση παραμένει αναλλοίωτη, εφόσον όλα συμβαίνουν σαν να υπήρχε πάντοτε «ένας αόρατος σχεδιασμός», όπως έλεγε ο Πορφύριος. Και ο Αλκαμένης αναρωτιέται: «Πόσο μπορεί να είναι έτοιμα τα γεγονότα σε κάποιες άλλες διαστάσεις του χρόνου, έτοιμα και απαρασάλευτα από την αθέατη εντολή που έλαβαν: να υπάρξουν στην ώρα τη διορισμένη;»
Εντούτοις, αν και πάνω από όλα βρίσκονται οι θεοί και η Μοίρα, αν και κάθε λεπτομέρεια, όσο ασήμαντη και αν φαίνεται, είναι καταγεγραμμένη από πριν, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας –που δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα– πιο ψηλά από όλους ορθώνεται ένας άνθρωπος, ο Θεμιστοκλής. Η μεγαλοφυΐα του ανατρέπει τη λογική που θέλει τους πολλούς να νικούν τους λίγους, και δημιουργεί τη νέα μοίρα της πατρίδας: στη Σαλαμίνα, ο συλλογικός Δαβίδ κερδίζει τον Γολιάθ, χάρη στη στρατηγική ενός χαρισματικού ατόμου.
Η Λαμπαδαρίδου αφηγείται και περιγράφει, αλλά όλες οι περιγραφές έχουν λειτουργική και συμβολική ισχύ: λ.χ., οι αναφορές στις στολές και στους οπλισμούς των Ελλήνων και των Περσών προβλέπουν το μέλλον. Ο ρυθμός γίνεται ιδιαίτερα γοργός με ένα εξαίσιο μείγμα πλάγιου και ελεύθερου πλάγιου λόγου. Οι λέξεις ενδύονται συχνά με την πρωταρχική, την προφητική τους σημασία: ο ήλιος, το φως είναι πάντα οιωνοί για τη νίκη. Όταν ο αφηγητής συναντά τον Ηράκλειτο στην Έφεσο, δείχνει ότι έχει τη γνώση του μέλλοντος, ξέρει ότι βρίσκεται πλάι σε ένα μεγάλο φιλόσοφο που θα απασχολήσει την ανθρωπότητα, ξέρει ότι ο «σκοτεινός» φιλόσοφος θα κρύψει το βιβλίο του στο ναό της Αρτέμιδος, για να είναι προσιτό μόνο στους μυημένους στα μυστικά της φύσης, τους Ηρακλείτειους.
Η Λαμπαδαρίδου περιγράφει σαν να είναι η ίδια παρούσα. «Δυο ή δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά να το θυμούμαι», λέει στον εαυτό της και στο alter ego της, τον αναγνώστη της, διά στόματος Αλκαμένη. Και σε λίγο: «Είμαι στην άλλη άκρη του χρόνου εγώ». Όταν ο αφηγητής συστήνεται στον αναγνώστη, λέει: «Εγώ, ο Αλκαμένης, ο γιος του Λυκία των Ευνηιδών, από τη Λήμνο». Ενώ όταν αντικρίζει για πρώτη φορά τον τρίχρονο γιο του, τον ακούει να αυτοπαρουσιάζεται: «Θόας, γιος του Αλκαμένη και της Ιππολύτης, Αθηναίος», και σχολιάζει: «Πρώτη φορά το όνομα της μάνας στην ταυτότητα του παιδιού, συλλογίζομαι. Άλλοι κόσμοι ξημερώνουν». Η αρχαιότητα συναντά τα τέλη του 20ού αιώνα. Στη Σαλαμίνα, όταν ο Αλκαμένης ανακοινώνει με δέος: «Μια τριήρης έρχεται βιαστική μέσα στο σκοτάδι», ο αναγνώστης σηκώνει το βλέμμα του από τη σελίδα να δει την τριήρη, που μοιάζει να ξέφυγε από τα βάθη των αιώνων.
Η αφήγηση κλείνει επτά χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, με τη διδασκαλία των Περσών. Ανάμεσα στους θεατές: ο νεαρός Σοφοκλής και ο μικρός Ευριπίδης. Η αγάπη της Λαμπαδαρίδου για την αρχαία τραγωδία επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά, όπως η αγάπη της για την ελληνική γλώσσα. Αρχαίες ελληνικές εκφράσεις παρεμβαίνουν στη γραφή της, με τρόπο αυθόρμητο, αβίαστο. Σαν να θέλει να μας πει πως η αρχαία ελληνική ήταν η πρωταρχική μας γλώσσα και την αφήσαμε να ξεχαστεί. Το μυθιστόρημα είναι συχνά ένας ύμνος στην Αθήνα που θυμίζει την ποιητική περιγραφή που συνοδεύει στον ιερό τάφο του τον σοφόκλειο Οιδίποδα, αλλά και ύμνος στη Λήμνο, κυρίως ύμνος στη Σπάρτη, τόπο αρετής, με την ομηρική σημασία της λέξης.
Το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου μας προσκαλεί να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία μας. Επιστροφή στην ένδοξη Αρχαιότητα, επιστροφή στον Ορφέα και στον Αχέροντα. Ταξίδι ιστορικό και μυητικό, με πλοία και με όνειρα, γραφή με λέξεις και αίμα. Εποποιία του ελληνικού χωροχρόνου και της μνήμης. Αυτό το ξύλινο τείχος είναι χτισμένο από τα ίδια διαχρονικά υλικά με την ελληνική ψυχή.
Το Βήμα της Κυριακής, 11 Ιουνίου 2006
Θέματα Λογοτεχνίας τεύχος 39 (2008)