Ήκω γαρ ιερός ευσεβής τε και φέρων
όνησιν…
Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ, 287
γιατί ιερός εδώ ήρθα και ευσεβής και φέρνω το καλό…
Η ιερότητα και η ευσέβεια αποτελούσαν από την αρχαιότητα μια διαλεκτική αναγωγής στον θεϊκό νόμο ή, αλλιώς, στον άρρητο εσωτερικό νόμο που ορίζει το καλό.
Όμως εγώ θέλω να θέσω το ιερό ως βίωση και ως αγωνία στην αναζήτηση μιας υπερβατικής γνώσης. Το ιερό που κείται βαθιά στο άδυτο της ψυχής, πιο βαθιά κι από την ωμή ανάγκη για επιβίωση. Και με την έννοια αυτή, «έρχομαι ιερός» σημαίνει, έχω μέσα μου το «ιερό», έχω μέσα μου το θεό. Μόνο που η βίωση του «ιερού» είναι ταυτόχρονα και αγωνία. Γιατί η ανάγκη για την ανίχνευση του υπερβατικού, αυτός ο ακοίμητος πόθος του ανθρώπου για τη γνώση του θείου αλλά και συνάμα η λατρευτική έκφραση, το δέος έναντι του αγνώστου, ένα δέος συνδεδεμένο άρρηκτα με το εφήμερο του βίου, αποτελούσαν πάντα το πεδίο της αγωνίας και της αναζήτησής του.
Από τούτη τη σύμφυτη ανάγκη της αναγνώρισης μιας θεϊκής ύπαρξης, γεννήθηκαν όχι μόνο οι ανά τους αιώνες θρησκευτικές δοξασίες αλλά και η φιλοσοφία, η τέχνη, η ιερότητα της τελετουργίας που έδωσε ο άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή για να την ανυψώσει ως το θεϊκό επίπεδο, να της προσδώσει τη μεγαλοπρέπεια μιας μεταφυσικής αντίληψης.
Ήταν η ερημία της ύπαρξής του που γεννούσε την ανάγκη μιας θεϊκής δύναμης να εναποθέσει τους φόβους του. Η ερημία της ύπαρξής του μέσα σ’ έναν κόσμο άλογο και άπορο, που τον εξουσίαζε πάντα το μυστήριο και το υπερφυσικό. Και στράφηκε πρώτα μέσα του να βρει το κρυμμένο ιερό, τη «λάμψη» όπως θα έλεγε ο Ελύτης. Να βρει το Άρρητο και το Άδηλο, να του δώσει μορφή και υπόσταση. Είναι η προσωπική σχέση του ανθρώπου με αυτό που τον υπερβαίνει. Με αυτό που καθορίζει το πεπρωμένο της ζωής του. Μια σχέση που έγινε λατρευτική. Έγινε πηγή σοφίας, για να ανιχνεύσει το Άγνωστο που τον περιβάλλει.
«Ανεβήκαμε / διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ», λέει ο Ελύτης, που ολόκληρη η ποιητική του έργου του είναι αρθρωμένη πάνω στην αγωνία της υπέρβασης ή αλλιώς, της αναγνώρισης του θείου. «Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ / μια λάμψη έστω / κυριολεκτικά πουλήθηκα», λέει. Και αλλού: «Η επαύριο της ζωής μας θα ’ναι πάλι ζωή», λόγος που περιέχει την χριστιανική φιλοσοφία. Κι αν πάμε στον ποιητικό λόγο της αρχαιότητας, «και εγώ νυν ειμί φυγάς θεόθεν και αλήτης», είπε ο κοσμολόγος Εμπεδοκλής, όταν «αλήτης» είχε την έννοια του περιπλανώμενου εγκόσμια.
Η αναζήτηση της υπερβατικής γνώσης λοιπόν είναι μαζί και αγωνία. Μια αγωνία που κύλησε στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό και από τη βαθιά αρχαιότητα, η τελετουργία της καθημερινής ζωής συνδεόταν πάντα με τη θρησκευτική δοξασία. Η τελετουργία ήταν μια έκφραση ιερατική που διαμόρφωσε τις συνήθειες της ζωής, τα απλά καθημερινά δρώμενα. Και έτσι, στο πέρασμα των αιώνων, η καθημερινή ζωή συνδέθηκε τόσο άρρηκτα με το υπερφυσικό ή το θείο, με τη θρησκευτική δοξασία ή τη μεταφυσική αντίληψη, με την ποιητική της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που απετέλεσε σημείο αναφοράς στη διαμόρφωση της συνείδησης του κόσμου. Άλλωστε, αν αναζητήσει κανείς να ερμηνεύσει τα λαογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν, θα αναγνωρίσει τον βαθύ δεσμό της καθημερινής ζωής με την θεϊκή παρέμβαση.
Σήμερα μιλάμε για τον Λήμνιο. Για το πώς βίωσε την θρησκευτική του αντίληψη, πώς την διαμόρφωσε λατρευτικά και πώς διαμορφώθηκε από αυτήν. Σίγουρα μια τέτοια εργασία απαιτεί μεγάλη έρευνα και εξειδικευμένη γνώση. Θα μιλήσω για την προσωπική μου εμπειρία, ως Λήμνια, και για τη δική μου αντίληψη περί του ιερού.
Πιστεύω πως ο Λήμνιος, από την αρχέγονη διαδρομή του, ανέπτυξε ιδιαίτερα την αντίληψη του ιερού. Και τα στοιχεία που σώθηκαν ως τις μέρες μας φανερώνουν την υψηλή βίωση του θεϊκού δέους. Περικλεή ιερά από την βαθιά αρχαιότητα, ναοί μαρμάρινοι αφιερωμένοι στους θεούς, στη θεά Άρτεμη, στον Ήφαιστο, στην Λήμνια Θεά, χτισμένοι στα ομορφότερα σημεία του νησιού, μαρτυρούν την άνθηση της λατρευτικής έκφρασης. Κι ύστερα, στα χριστιανικά χρόνια, πανέμορφες εκκλησιές, κάθε οικισμός ή χωριό και μια μεγαλοπρεπής εκκλησιά, για να μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζουν την ευσέβειά τους και να καταθέτουν την πίστη τους.
Όμως δεν είναι μόνο οι επιβλητικές εκκλησιές με τους τρούλους και τα ψηλά καμπαναριά, αρχιτεκτονικά θαύματα που απέδωσαν όλη την ιερότητα και την ευσέβεια του Λήμνιου, αλλά και τα αναρίθμητα εξωκκλήσια τα πανέμορφα, πάνω από τριακόσια, που καθημερινά αναπαλαιώνονται, κυρίως από μεμονωμένα άτομα ευσεβή, όπως είναι το
πέτρινο εκκλησάκι του Αγίου …. , στυλωμένο από τα ερείπιά του, ταπεινό και κατανυκτικό, όπου κάθε χρόνο ανάβω το κεράκι μου. Και όπως είναι το εκκλησάκι του Αγίου Σώζου, αυτό στην πλαγιά του Λεύκου, που από παιδί το είχα συνδέσει με τη θαυματουργή παρουσία του Αγίου.
Και ανιχνεύοντας την ευσέβεια του Λήμνιου, πρέπει να σημειώσουμε και την άνθηση του μοναχισμού σε παλαιότερες εποχές. Υπήρχαν μοναστήρια σημαντικά, όπως του Αλεξόπυργου και της Χλόης, καθώς και πλούσια μετόχια που ανήκαν σε μονές του Αγίου Όρους. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Λήμνιος έζησε την εγκοσμιότητά του πλάι στο Άγιο Όρος, για την ακρίβεια, στη σκιά του Αγίου ΄Ορους, αφού, όπως απέδειξε ο Πλίνιος, μια φορά το χρόνο, στο θερινό ηλιοστάσιο, η σκιά του Άθου αγγίζει, σύμφωνα με τον στίχο του Σοφοκλή, «τα νώτα της Λημνίας βοός». Και η γειτνίαση αυτή επόμενο ήταν να επηρεάσει το θρησκευτική αντίληψη των κατοίκων. Πολλοί Άγιοι που μόναζαν στον Άθω ήρθαν στη Λήμνο και χάραξαν το πέρασμά τους με αγιότητα. Ένας από αυτούς είναι ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ο ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας, που είχε το χάρισμα της διόρασης, ένα χάρισμα που ήταν μαζί και μαρτύριο γιατί έβλεπε τα μελλούμενα. Όμως και μέχρι σήμερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους συμμετέχουν, με τον δικό τους διακριτικό τρόπο, στον εγκόσμιο βίο μας. Αξίζει να αναφέρω το παρακάτω συμβάν. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου στην Αθήνα μια φοιτήτρια και μου έφερε μια πανέμορφη εικόνα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, σκαλισμένη με χρυσό και ασήμι, εικόνα υψηλής τέχνης και ευλάβειας. Ήταν δώρο, είπε, από τον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας, επειδή σε δύο μυθιστορήματά μου, την «Δοξανιώ» και τον «Νικηφόρο Φωκά», έγραψα για τον Άγιο Αθανάσιο, για τον πονεμένο ασκητικό του βίο.
Όμως εκτός από τον Άγιο Αθανάσιο, κι άλλοι Άγιοι πέρασαν από τη Λήμνο, δίδαξαν ή ασκήτεψαν, άφησαν τα σημάδια από την ιερότητα της ζωής τους. Ο πατήρ Φώτιος ο Λήμνιος, ηγούμενος σήμερα στη μονή … του Αγίου Όρους, φιλοτέχνησε μια εικόνα με δεκατέσσερις Λήμνιους Αγίους, όπως τους ονομάζει. Δεν είναι Λήμνιοι, όμως έζησαν στη Λήμνο. Και είναι εκπληκτικά τα θαύματα της Αγίας Αναστασίας που μαρτυρούνται από τους κατοίκους. Γνωστά επίσης και σημαντικά είναι και τα θαύματα του Αγίου Σώζου που, επίσης, δεν είναι Λήμνιος, λατρεύεται όμως μέχρι σήμερα ως ο πολιούχος του νησιού.
Πριν κλείσω το κεφάλαιο αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ λίγο ακόμα στη σχέση της Λήμνου με το Άγιο Όρος. Ήδη ιδρύθηκε και θα λειτουργήσει ως μοναστήρι ένα μετόχι της μονής Κουτλουμουσίου, στην περιοχή του Μούδρου, αφιερωμένο στον Άγιο Ραφαήλ. Έτυχε να παρευρεθώ σε μια κατανυκτική λειτουργία με εκπροσώπους της μονής και με πλήθος πιστών από όλη την περιοχή, που με προσωπική εργασία και συμμετοχή βοηθούσαν στην τελείωση του έργου.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί το πώς διείσδυσε η παλιά λατρεία μέσα στην καινούρια, την χριστιανική, χωρίς καθόλου να διαταραχθεί η θρησκευτική προσήλωση. Όταν έγραφα για τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, είχα ζητήσει από τον τότε ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας να μου στείλει κάποια στοιχεία. Μέσα σ’ αυτά βρήκα ότι το μεγαλοπρεπές αυτό μοναστήρι, το πρώτο του Αγίους Όρους, που χτίστηκε με δωρεές του Νικηφόρου Φωκά, θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια του ναού της θεάς Άρτεμης, στους Ακροθώους. Και ο Άγιος Αθανάσιος σεβάστηκε τον ερειπωμένο ναό. Πήρε τη μαρμάρινη πλάκα από το ιερό όπου ήταν χαραγμένη επιγραφή προς την Αρτέμιδα και την εντοίχισε στο ξυλόγλυπτο τέμπλο της Μεγίστης Λαύρας, ένα λείψανο άλλου καιρού, άλλης λατρείας, που δεν δίστασε να του δώσει μια θέση μνήμης μέσα στη μεγαλοσύνη του δικού του Θεού.
Επίσης, όταν έγραφα το μυθιστόρημά μου «Πήραν την Πόλη, πήραν την», είχα μαζέψει άπειρα στοιχεία για να διασταυρώσω τις αλήθειες. Τότε βρήκα ότι η Αγια Σοφιά θεμελιώθηκε πάνω στο ναό του Απόλλωνα και ότι τους τέσσερις πράσινους κίονες, που κοσμούν τον εσωτερικό της χώρο, τους πήραν από το Ιερό της Αρτέμιδος από την Έφεσο και τους τοποθέτησαν ατόφιους.
Στη Λήμνο έγιναν παρόμοιες διεισδύσεις. Δεν δίστασαν καθόλου οι Λήμνιοι να χτίσουν τις εκκλησιές τους χρησιμοποιώντας κίονες και λαξεμένα μάρμαρα από τους αρχαίους ναούς. Υπάρχει μια πανέμορφη και κάπως εγκαταλελειμμένη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Υπάτιο, τον Άη Πατ, όπως τον λένε, που στους φθαρμένους τοίχους της βλέπεις ακόμα τα μάρμαρα με τις επιγραφές της παλιάς λατρείας. Και από προφορικές μαρτυρίες έμαθα πως αυτό έγινε σε πολλές εκκλησιές. Έπαιρναν κολόνες και μάρμαρα και τα κουβαλούσαν με άμαξες. Όμως, θα σκεφτούμε κι εμείς όπως ο Άγιος Αθανάσιος, πως στη μεγαλοσύνη του χριστιανικού Θεού μπορεί να υπάρξει μια θέση μνήμης για την καταργημένη λατρεία – αν και εδώ πήραν τα μάρμαρα για να τα χρησιμοποιήσουν μόνο. Όπως και να ’ναι, εγώ προτίμησα να μιλήσω για το «ιερό», ως προσωπική βίωση της έκφρασης του θείου, για να αποφύγω τη διαχωριστική της λατρείας. Γιατί, όπως είπα, θεωρώ πως η αναζήτηση του θείου ή η έκφραση της πίστης είναι μαζί και αγωνία. Και ως αγωνία ανήκει στον άνθρωπο όλων των καιρών. «Κράζω προς σε και δεν μοι αποκρίνεσαι, άκουσον, δέομαι», λέει ο Ιώβ. Που σημαίνει, ακόμα και στην πιο απόλυτη πίστη, μπορεί να υπάρχει κόκκος υπαρξιακής αγωνίας ή ανάγκη επιβεβαίωσης.
Η διείσδυση της παλιάς λατρείας στην καινούρια δεν έγινε μόνο με το κτίσιμο των ναών. Πλήθος από κατάλοιπα ιεροτελεστιών της αρχαιότητας διείσδυσαν στους χριστιανικούς χρόνους. Όμως και αυτό απαιτεί τεράστια έρευνα και εξειδικευμένη γνώση. Θα μείνω και πάλι στην προσωπική μου εμπειρία και γνώση. «Εκ γαίας βλαστών γαία πάλιν γέγονα» είπε στην αρχαιότητα ο άνθρωπος, εκφράζοντας τη ματαιότητα μπρος στον θάνατο. «Χους ει και εις χουν απελεύσει», λέει ο χριστιανός. Και έρχομαι στις τελετουργίες ή, όπως είπα, στα τελετουργικά δρώμενα της καθημερινής ζωής.
Άπειρες παραδόσεις του Λημνιακού λαού έχουν την αφετηρία τους σε τελετουργίες της αρχαιότητας. Μέλι και κρασί και καρπούς της γης χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος της αρχαιότητας στις «χοές» του για να τιμήσει τον νεκρό. Βρασμένο σιτάρι και ρόδι χρησιμοποιεί ο χριστιανός – το ρόδι σύμβολο του θανάτου από τον Αϊδιο θεό του Άδη.
Όταν γινόταν η εξόρυξη της Λημνίας Γης, στην αρχαιότητα, στις 5 Μαϊου, λατρευτική ημέρα ίσως της θεάς Άρτεμης, οι άνθρωποι, έχοντας συνδέσει το δώρο αυτό της φύσης με τη θεϊκή παρέμβαση, ετοίμαζαν μεγαλοπρεπή τελετή. Η εξόρυξη γινόταν με ιεροτελεστία για να αποδώσουν στους θεούς τους τιμές και ευχαριστίες, να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για το πολύτιμο δώρο. Γιατί το τελετουργικό στοιχείο συνδέεται με τη μεταφυσική. Ή, πιο σωστά, είναι μια έκφραση της μεταφυσικής αντίληψης του κόσμου. Έχοντας η ίδια γράψει τα μυθιστορήματά μου με τελετουργικά δρώμενα που απεικόνιζαν την καθημερινή ζωή του ανθρώπου, πιστεύω ακράδαντα πια πως το τελετουργικό στοιχείο αποτελεί μια προέκταση της καθημερινής ζωής, μια έκφραση της μεταφυσικής που έδωσε στην αντίληψή του για τον κόσμο.
«Ταύτην την γην η ιέρεια λαμβάνουσα μετά της επιχωρίου τιμής», μας λέει ο Γαληνός για το τελετουργικό που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στην εξόρυξη της Λημνίας Γης. Στην αρχαιότητα λοιπόν, οι ιέρειες έπαιρναν με τα κάνιστρα τον κόκκινο σαν αίμα πηλό και με πομπή πήγαιναν στο Ιερό του Ηφαίστου για να ακολουθήσει η επεξεργασία σε φαρμακευτικά σκευάσματα. Στα χριστιανικά χρόνια, τις ιέρειες αντικατέστησαν οι μοναχοί. Όμως η ιεροτελεστία της εξόρυξης συνεχίστηκε. Με τη διαφορά ότι τα κάνιστρα τα σήκωναν στους ώμους τους οι μοναχοί και από προφορική μαρτυρία γνωρίζω ότι τα πήγαιναν στο ναό του Αγίου Υπατίου για να γίνει η επεξεργασία.
Αν ψάξει κανείς στη λαογραφία, στις παραδόσεις των ανθρώπων της Λήμνου, θα δει πόσο συνδεδεμένη ήταν η καθημερινή τους ζωή με την ιερότητα του θείου. Όμως και το θέμα αυτό είναι τεράστιο. Και απαιτεί εξειδικευμένη έρευνα. Γι’ αυτό προτιμώ και πάλι να μείνω στην προσωπική μου εμπειρία.
Θυμάμαι τη ζωή στο σπίτι μας από την παιδική μου ηλικία.
Το καντηλάκι πάντα αναμμένο μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας, μια τρεμάμενη φλογίτσα που στο παιδικό μου μυαλό συμβόλιζε όχι μόνο την πίστη και την ευσέβεια αλλά ήταν ένα φως οδηγός στο δρόμο της ζωής που ξανοιγόταν μπροστά μου. Και στο καθετί που γινόταν στην καθημερινή μας ζωή υπήρχε πάντα μια αναφορά στο θείο. Ακόμα θυμάμαι τα χειμωνιάτικα βράδια που ο ιεροψάλτης πατέρας μου, αντί για παραμύθια, μας διάβαζε τους ψαλμούς, αυτή τη μεγάλη ποίηση – που είναι μαζί ποίηση και σοφία και δόξα της ταπεινότητας. Έτσι διαμόρφωσα το πρόσωπό μου στα κατοπινά χρόνια και θυμόμουν πάντα τον λόγο του ψαλμωδού «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος…» Ο λόγος αυτός επηρέασε σε βάθος τη σκέψη μου.
Θυμάμαι ακόμα τον κήπο μας που ήταν γεμάτος πασχαλιές. Και τις ημέρες του Πάσχα ήταν ολάνθιστες. Μοσκοβολούσε ο τόπος Λαμπρή. Είχαμε και μια μεγάλη άσπρη τριανταφυλλιά, αναρριχητική, που έφτανε ως το παράθυρό μου. Εκείνα τα τριαντάφυλλα κάθε χρόνο τα πηγαίναμε στην εκκλησία να στολίσουμε τον Επιτάφιο μαζί με μια αγκαλιά πασχαλιές. Εμείς τα παιδιά ψέλναμε τα Εγκώμια. Ένα μήνα πριν μας προετοίμαζαν. Πηγαίναμε κάθε απόγευμα στον γυναικωνίτη της Αγίας Τριάδας και οι φωνές μας ακούγονταν ως έξω στο δρόμο. Ακόμα θυμούμαι εκείνη την πρώτη συγκίνηση που μου έδινε η ποίηση των Εγκωμίων. «Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον», έλεγα, και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα στο σπίτι μας τη ζούσαμε με αληθινή κατάνυξη. Νηστεύαμε με ευλάβεια και τη Μεγάλη Παρασκευή πίναμε μόνο νερό. Ο πατέρας έλεγε: τη Μεγάλη Παρασκευή πίνουμε μόνο νερό γιατί πενθούμε. Κι αυτό μου έμεινε σε όλη μου τη ζωή. Μέχρι σήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή πενθώ, γιατί όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα έφυγαν Πάσχα. Όμως τότε πενθούσα για τον Χριστό που τον είχαν σταυρώσει. Και πάντα ψιχάλιζε εκείνη τη μέρα, θυμούμαι, πάντα ο ουρανός ήταν μουντός, πένθιμος. Τότε ακόμα η Κτίση συμμετείχε στο γεγονός της Σταύρωσης. Γιατί ο άνθρωπος συμμετείχε. Σήμερα που ο άνθρωπος περιμένει το Πάσχα μόνο για να ετοιμάσει τη μαγειρίτσα και να ψήσει τον οβελία, όλα άλλαξαν, ακόμα και η Κτίση αποστράφηκε. Κι όταν καμιά φορά ψιχαλίζει και ο ουρανός είναι μουντός, χαίρομαι. Είναι σαν να βρίσκω κάτι ζωντανό μέσα βαθιά στο πνεύμα που αγιάζει τις ημέρες.
Η νύχτα της Λαμπρής αποτελούσε μια ανεπανάληπτη ευφροσύνη. Στις έντεκα χτυπούσε η καμπάνα. Μια καμπάνα πελώρια που, έλεγαν, την είχε δωρίσει ο Κουντουριώτης στη Λήμνο και ήταν φερμένη από τους τόπους τους ιερούς τους τουρκοπατημένους. Είχε στο μέταλλό της, έλεγαν, και λίγο χρυσό, γι’ αυτό ο ήχος της ήταν μελωδικός. Τι έγινε αυτό το πολύτιμο κειμήλιο; Κανείς δεν ξέρει, χάθηκε. Λοιπόν, χτυπούσε στις έντεκα. Κι εμείς, έτοιμοι από τις εννιά περιμέναμε, ακούγοντας ιστορίες. Ο πατέρας διηγιόταν κάθε χρόνο τις ίδιες ιστορίες για τα μοναστήρια της Μικρασίας, όπου παιδόπουλο ξαγρυπνούσε σε άλλους καιρούς. Τις ίδιες ιστορίες. Και κάθε χρόνο τις βρίσκαμε συναρπαστικές.
Η καμπάνα μας έβρισκε στο προαύλιο του ναού. Ο πατέρας τη νύχτα εκείνη έβαζε όλα τα δυνατά του να ψάλλει δοξαστικά, να δώσει με τη φωνή του το μήνυμα της Ανάστασης. Σήμερα λέω πως εκείνη η θερμή φωνή ερχόταν κατευθείαν από την καρδιά της Μικρασίας, από όπου έφυγε παιδόπουλο μαζί με χιλιάδες άλλους κατατρεγμένους που ρίζωσαν στα χώματα της Λήμνου.
Μετά το Χριστός Ανέστη, που το έψελναν στο προαύλιο, πάνω σε μια ειδική εξέδρα φτιαγμένη για τη νύχτα εκείνη, μπορούσαμε να φάμε και κανένα κουλούρι, μια και η μοσκοβολιά μας είχε παιδέψει τόσες μέρες νηστείας. Τρώγαμε το κουλούρι να στυλωθούμε κιόλας, γιατί εμείς δεν φεύγαμε ποτέ ευθύς. Ο πατέρας έλεγε: Τα ωραία γράμματα είναι στο τέλος. Πρέπει να μείνετε να τα ακούσετε, μόνον τότε θα καταλάβετε το νόημα του Πάσχα. Τα μάτια μου σφάλιζαν, θυμούμαι, έγερνα πάνω στο στασίδι, δίπλα στη μάνα, που ήξερε απέξω όλους τους ψαλμούς, μάλαζα με τα δάχτυλα το αναμμένο κερί που κρατούσα, όμως εκεί, περίμενα τον ωραίο ψαλμό που θα μου έδινε το νόημα του Πάσχα. «Ει τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. Ει τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. Ει τις μετά την έκτην έφθασεν, μηδέν αμφιβαλλέτω. Αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον ειργασάμενον από της πρώτης. Και τον ύστερον ελεεί, και τον πρώτον θεραπεύει». Ευχή που σε πολλές σκέψεις με είχε βάλει αργότερα, όταν έπρεπε να δουλέψω σκληρά αλλά και να μετρηθώ ίσα μ’ εκείνον που δεν δούλεψε. Όμως αυτό ήταν το πνεύμα του Πάσχα: Η χωρίς όρους αγάπη.
Τελειώνοντας το κείμενο αυτό για τον τόμο που γενναιόδωρα και με πολλή αγάπη αφιερώνει ο Γιώργος Κωνσταντέλης στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Λήμνο, θεωρώ δίκαιο να πω τούτο: Μπορεί να μην ξέρω πώς σμιλεύτηκε η θρησκευτική συνείδηση ή ταυτότητα του Λήμνιου στη συλλογική της έννοια. Ξέρω όμως, ως Λήμνια, πώς διαμορφώθηκε η δική μου. Γι’ αυτό και έγραψα για τα προσωπικά μου βιώματα. Κι ίσως, με μια αναγωγική θεώρηση και σε συνάρτηση με όσα γράφτηκαν, να έδωσα μια ελάχιστη εικόνα για το πώς διαπλάστηκε η συνείδηση της ιερότητας στο όμορφο νησί μας
Δημοσιεύτηκε ως πρόλογος στους δύο εμβληματικούς τόμους που εξέδωσε ο Γιώργος Κωνσταντέλλης για την Λήμνο “Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά”, 2010