Σκέψεις και ανιχνεύσεις
Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί Το Ξύλινο Τείχος, για τη νέα του διαδρομή στον Χρόνο, μια καινούρια έκδοση συμπληρωμένη και ανανεωμένη.
Είναι το πιο επίπονο αλλά και το πιο σαγηνευτικό μυθιστόρημά μου, που με ταξίδεψε στις ακρώρειες του χρόνου να ψάχνω στα ερείπια της ιστορίας αυτό που δεν πεθαίνει με τον θάνατο, αυτό που ανθίζει με κάθε καινούρια ζωή. Σαν συγγραφέας λέω πως ήταν το πιο συναρπαστικό ταξίδι αυτό που μου χάρισε η γραφή η συγγραφή του Ξύλινου Τείχους, ένα ταξίδι σαν εκείνα που τα ζεις και μαζί τα ονειρεύεσαι και προσπαθείς να κρατήσεις να διασώσεις τη μαγεία τους. Τόσο μακριά και τόσο κοντά το καθετί. Ο πόνος η κραυγή η αγωνία, ο φόβος της νέκυιας, οι ανθρώπινες καθημερινές στιγμές, αλλά και η απόλυτη ευφυΐα εκείνων των γιγάντων, το απόλυτο πάθος για την ελευθερία τους και για τα ιερά τους. Βρέθηκα να τριγυρνώ μέσα σε εκείνα τα ερείπια της ιστορίας που φεγγοβολούσαν και μεταμορφώνονταν μπρος στα μάτια μου σε ζωή ζωντανή και τόσο συγκλονιστικά δική μας.
Τώρα λέω, αυτό το μυθιστόρημα έφερε μέσα στο δωμάτιο μου τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Τα άπλωσε εκεί να περπατώ πάνω στις παλίρροιες του χρόνου στις χιλιετίες να βρω αυτό που ακόμα υπάρχει, αφού ό,τι έχει υπάρξει υπάρχει για πάντα.
Σήμερα, διαβάζοντας ξανά το μυθιστόρημα ύστερα από δώδεκα χρόνια και οκτώ επανεκδόσεις, έζησα την ίδια συγκίνηση την ίδια αγωνία το ίδιο πάθος της μύησης, όπως τότε που το έγραφα και πήγαινα πάνω κάτω στους αιώνες να βρω τις ίδιες πατημασιές τον ίδιο λόγο των ανθρώπων εκείνων που είναι οι όμαιμοι οι μακρινοί αδελφοί μας.
Είχα πει τότε πως το έγραψα για τη γη μας. Για την ίδια αυτή γη που για εκείνους ήταν ιερή. Το έγραψα για τον τόπο μας τον σπαραγμένο που ξεπουλιέται νόμιμα πια στους λογιών “βαρβάρους”.
Κι ακόμα, το έγραψα για να το διαβάσουν οι νέοι τα νέα παιδιά που στο σχολείο τους διδάσκονται μια ιστορία ελλιπή και κακοποιημένη.
Το ίδιο λέω και σήμερα. Είναι ένα μυθιστόρημα απέραντου μόχθου απέραντης μελέτης και ιστορικής έρευνας και εάν θα μπορούσα να το κάνω άξιο να αγαπηθεί και από τους νέους ανθρώπους, αν μέσα από αυτό αγαπήσουν τη γη τους και την ιστορία τους, δυο φορές θα πω πως άξιζε τον κόπο.
Επειδή κανείς δεν ξέρει τελικά τι κάνει ένα βιβλίο να αγαπηθεί από τον αναγνώστη του. Και επειδή, και το βιβλίο έχει τη δική του μοίρα όπως ο κάθε άνθρωπος. Πολλές φορές, μπορεί να αγαπηθεί για λόγους που ποτέ δεν θα μάθουμε.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, πρόσωπο ιστορικό, είναι ο Σπαρτιάτης Αριστόδημος που τυφλώθηκε στις σπονδυλωτές μάχες των τριακοσίων του Λεωνίδα με τους Πέρσες στα Στενά των Θερμοπυλών και ο Λεωνίδας του είπε να φύγει να μην πολεμήσει τυφλός στην τελευταία εκείνη μάχη ύστερα από την προδοσία. Τότε που τα σπλάχνα του σφαχτού της θυσίας, τα “κελαινά”, είχαν δείξει τον θάνατο που ερχόταν με την ανατολή του ηλίου.
Ο Αριστόδημος έφυγε, όπως τον διέταξε ο Λεωνίδας. Όμως όταν γύρισε στη Λακεδαίμονα δέχτηκε τη βαριά περιφρόνηση των συμπολιτών του επειδή επέστρεψε ζωντανός και δεν έμεινε να πεθάνει με τους συστρατιώτες του. Ο “τρέσας” τον αποκαλούσαν. Ο προδότης. Και μέσα από το δράμα αυτού του άτυχου και γενναίου Σπαρτιάτη ξετυλίγεται το μυθιστόρημα, οι αντιλήψεις της ζωής οι νόμοι τους. Και με μυθικό άξονα ένα παιδόπουλο από τη Λήμνο, τον Αλκαμένη, που τον πήραν αιχμάλωτο τα καράβια τον Περσών κι εκείνος κατόρθωσε να φτάσει στη Σπάρτη και, ως είλωτας, ως μελλοθάνατος, ως πολεμιστής αργότερα στους περσικούς πολέμους, έγινε ο μάρτυρας των μεγαλύτερων πολεμικών συγκρούσεων της ιστορίας.
Έτσι, ο Αριστόδημος ήταν ο ιστορικός άξονας του μυθιστορήματος και ο Αλκαμένης ο μυθικός.
Μέσα από το δράμα της περιφρόνησης που έζησε ο Αριστόδημος στη Σπάρτη, μπόρεσα να δώσω το αίνιγμα και τις αντιλήψεις της κλειστής και ανίκητης αυτής πόλης της μοναδικής στην ιστορία, με τις απόλυτες αξίες και με την διαφορετική φιλοσοφία ζωής, που μεγαλούργησε.
Και παράλληλα, το μυθιστόρημα δίνει το κλέος και τις μεγάλες στιγμές της Αθήνας μέσα από μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία ζωής, που όμως εξίσου μεγαλούργησε. Ήταν τότε που ο Θεμιστοκλής, με την ευφυή στρατηγική του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, διέσωσε τον ελληνικό πολιτισμό και την δημοκρατία. Ήταν ο σαλαμινομάχος Αισχύλος, που πρώτος, την ώρα που σάλπιζε η έναρξη της ναυμαχίας, όρμησε με την τριήρη του αδερφού του Αμεινία, κραυγάζοντας το περίφημο “Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε…” Ήταν ο νεαρός Σοφοκλής που είχε γράψει τον ύμνο για τη νίκη τους. Ήταν και ο πεντάχρονος Ευριπίδης, ο Σαλαμινεύς, που κοίταζε από τη βραχοσπηλιά τη γιγάντια πάλη και ρωτούσε αν όλοι αυτοί που πολεμούν έχουν μάνες. Κι ακόμα ήταν εκεί ο Περικλής, ένας ωραίος έφηβος, όπως τον περιγράφει ο Ηρόδοτος. Από τις παραμονές της ναυμαχίας είχε υποσχεθεί στον Αισχύλο πως, όταν εκείνος θα κυβερνά την Αθήνα, θα χρηματοδοτήσει με χορηγία την τραγωδία που θα γράψει για τη ναυμαχία. Και έτσι έγινε.
Όλοι, λοιπόν, εκείνοι οι γίγαντες της Ιστορίας ήταν εκεί παρόντες, με προσωπική συμμετοχή ο καθένας. Κι αυτό ήταν πολύ ελκυστικό για να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα με στιγμές από τη ζωή τους.
Πολλοί με ρωτούν πόσο χρόνο χρειάστηκα για να το γράψω. Όμως ο συμβατικός χρόνος λειτουργεί με άλλες αναλογίες ή διάρκειες, όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα σαν αυτό. Σήμερα θα έλεγα, τρία χρόνια για να το γράψω. Πάνω από δέκα να το παλεύω μέσα μου παράλληλα με ό,τι έγραφα. Και δυόμισι χιλιάδες χρόνια για να το περπατήσω. Αυτά τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια ήταν που ήρθαν μέσα στο δωμάτιό μου. Να μου αποδείξουν πως τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει.
Και όσο κρατούσαν τα χρόνια της κυοφορίας του μέσα μου έζησα μαγεμένες στιγμές. Έψαχνα τις πηγές μου, πηγές αμέτρητες και ελλιπείς, προσπαθούσα να φανταστώ την ανθρώπινη εκείνη περιπέτεια σε μια τόσο μακρινή εποχή – κι ας είχε έρθει μέσα στο δωμάτιό μου – να φανταστώ τις στιγμές του φόβου ή της τρυφηλότητας σε ένα πραγματικό γεγονός. Προσπάθησα όχι μόνο να τα φανταστώ όλα αυτά αλλά να τα ανασύρω ατόφια από τα βάθη του χρόνου. Κι ακόμα, είχα ανάγκη να γνωρίσω τον άνθρωπο μέσα από τη φιλοσοφία της ζωής του. Γιατί αν δεν γνωρίσεις τη φιλοσοφία του, την καθημερινότητα του ακόμα, τις αξίες του ή τη σχέση του με τους θεούς και με τον Άδη, δεν μπορείς να βρεις το πρόσωπό του, το κίνητρο των πράξεών του. Και όταν αισθάνθηκα έτοιμη όταν ξεπέρασα τον δικό μου φόβο, βυθίστηκα μέσα στον κόσμο εκείνον προσπαθώντας να ανασύρω τη μνήμη του αίματος. Είναι μια αίσθηση συγκλονιστική ή και μαγική να προσπαθείς να ανασύρεις από τα βάθη του εαυτού σου τους αιώνες της ιστορίας σου ή έτσι να πιστεύεις.
Σήμερα χαίρομαι που το βλέπω ξανά να κυκλοφορεί το μυθιστόρημα αυτό. Με τα γαλανόλευκα χρώματά του και με το κάτασπρο καραβάκι του να ταξιδεύει πάνω στον χρόνο πάνω στις παλίρροιες του χρόνου για να φτάσει στις μέρες μας.
Και με το μάτι του βάσκανου πάνω του. Το μάτι που ξορκίζει το βάσκανο. Γι’ αυτό το έβαζαν οι αρχαίοι φίλοι μας πάνω στις τριήρεις. Και συνήθως το έκαναν αγριεμένο. Για να ξορκίζει το βάσκανο και τον φθόνο. Έτσι και το βιβλίο μου θα ταξιδέψει προστατευμένο μέσα στην αγάπη όσων αναγνωστών του.
Εκείνο που κρατώ από την πρώτη του διαδρομή είναι μια φράση από γράμμα κάποιου αναγνώστη: “Ύστερα από Το Ξύλινο Τείχος, αισθάνομαι την ανάγκη να αναθεωρήσω τις αξίες της ζωής μου”, γράφει.
Μέσα στη δύσβατη κρίση οι εξακόσιες σελίδες του.
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractalart, Φεβρουάριος 2018