Το δημοτικό τραγούδι ως περιεχόμενο συνειδήσεως του νέου ελληνισμού του Χρήστου Μαλεβίτση
Η πρώτη ομιλία του αναφέρεται στο ιστορικό των δημοτικών τραγουδιών μας, πώς από τύχη διεσώθησαν την τελευταία στιγμή, πώς, από το 1815, ο Γκαίτε πρώτος, που στα χέρια του είχαν πέσει κάποια δημοτικά τραγούδια, μίλησε γι’ αυτά “μολονότι είναι λαϊκό, είναι τόσο δραματικό και τόσο επικό και τόσο λυρικό, που δεν υπάρχει αντίστοιχό του στον κόσμο”. Αναφέρεται στον βαρώνο Βέρνερ Φον Χαξτχάουζεν, που με μανία μάζευε δημοτικά τραγούδια, την ίδια εποχή με τον Γκαίτε, και ήταν ο πρώτος που σκόπευε να τα εκδώσει σε τόμο, όμως τον πρόλαβε ο Γάλλος Κλαύδιος Φωριέλ.
Το 1824 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος της συλλογής “Ελληνικά Τραγούδια” του Φωριέλ, με την εμβριθέστατη εισαγωγή του, και τον επόμενο χρόνο ο δεύτερος. Και είχαν τόση απήχηση στον τότε πνευματικό κόσμο, που ευθύς ο Μύλλερ τα μετέφρασε στα γερμανικά. Στη συνέχεια, ο Μαλεβίτσης αναφέρεται στον Μανούσο και στη γιαγιά του Αλεξάνδρα, χάρη στην οποία, την τελευταία στιγμή, διεσώθησαν τα σημαντικότερα τραγούδια μας. Σημειώνει και το εξής περιστατικό: Όταν ο Φωριέλ έγραφε γράμματα ή πήγαινε ο ίδιος και έβρισκε τους Έλληνες, ζητώντας να του πουν δημοτικά τραγούδια, εκείνοι νόμιζαν πως τους κορόιδευε “τι ήρθε αυτός ο Γάλλος εδωπέρα, ο ευπατρίδης, και ζητά τα τραγούδια που λέει η γιαγιά μου…”
Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί τον φορέα των αντιλήψεων και της κοσμικής θεώρησης του Νέου Ελληνισμού. “Συνιστά το περιεχόμενο της συνειδήσεώς του, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνικός λαός αποκτά είδηση του κόσμου, τον τρόπο με τον οποίο αφομοιώνει και αξιολογεί φιλοσοφικά τον κόσμο”, γράφει ο Χρήστος Μαλεβίτσης. Και, με τη δυνατή αναλυτική και φιλοσοφική σκέψη του, φτάνει ως τις μεσογειακές ρίζες, μιλά για τον μεταφυσικό πόθο, για το τραγικό στοιχείο που υπάρχει στην αρχέγονη ψυχική δομή, για την υπέρβαση, αυτή την μοναδική δυνατότητα που οδήγησε το δημοτικό τραγούδι ως τη Μεγάλη Παρασκευή, κι ακόμα, μιλά για τη μήτρα της ζωής, τη μάνα, στο δημοτικό τραγούδι, πηγή και ρίζα των μητριαρχικών αντιλήψεων από τη βαθιά αρχαιότητα. Και παράλληλα με αυτόν τον μεταφυσικό και βαθιά αρχετυπικό οπλισμό, που διαμορφώνει την υψηλή ποιητική σύλληψη του κόσμου και της υπάρξεως μέσα στον κόσμο όπως μοναδικά την έδωσε ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής, ο Χρήστος Μαλεβίτσης, με βαθιές και αποκαλυπτικές τομές, επισημαίνει περαιτέρω τη μεγάλη σημασία του δημοτικού τραγουδιού ως παιδείας του ελληνικού λαού και ως πολιτισμού του προσώπου του.
Στη συνέχεια της πρώτης εκτενούς ομιλίας του, αναλύει το τραγούδι “Η μετάνοια του ληστή”, που το θεωρεί ισότιμο με αρχαία τραγωδία. Πράλληλα, μιλά για τον ρόλο της μάνας στο δημοτικό τραγούδι, έναν ρόλο με βαθιά τραγικό και υποστασιακό ρίζωμα στις αρχέγονες καταβολές της ελληνικής ψυχής. Στο δεύτερο κείμενο-ομιλία του, μιλά για την “τραγική και παραδεισιακή αίσθηση της ζωής”, και για τις αναγωγές του δημοτικού τραγουδιού, που είναι αναγωγές σε επίπεδα υπάρξεως και δίδονται με εικόνες μοναδικής ποιητικής σύλληψης, όπως “η αναγωγή στο βουνό”. Ερμηνεύει πώς, για παράδειγμα, λειτουργεί το βουνό στο δημοτικό τραγούδι, ως σύμβολο μυστηρίου της υπάρξεως, η ρίζα του βαθιά στον κάτω κόσμο και η κορφή του στην καταχνιά του ουρανού, “Θωρείς εκείνο το βουνό πού ’ναι ψηλό και μέγα/ …πό ’χει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο”. Λόγος απόλυτα γυμνός, ο λόγος της δημοτικής ποίησης, φτάνει στις ακραίες κορυφώσεις του πνεύματος, στην “οντολογική” του αλήθεια, στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συνέλαβε την εγκοσμιότητά του.
Στο τρίτο κείμενό του, ο Χρήστος Μαλεβίτσης μιλά για τη σύζευξη γοητείας και θρήνου του δημοτικού τραγουδιού, σύζευξη σαγήνης και οδύνης. “Το δημοτικό τραγούδι είναι ταυτοχρόνως και μοιρολόι. Διότι από αιώνες, από χιλιετίες, ο ελληνικός λαός βιώνει την ύπαρξή του τραγικά”, γράφει. Και κάνει ένα φωτισμένο οδοιπορικό στις θρηνητικές ωδές του λαού, που διανοίγουν τους δρόμους της υπέρβασης. Με ιδιαίτερο θαυμασμό μιλά για τα τραγούδια “Πουλάκι μου αλεφαντινό” και “Ο τρίκλωνος βασιλικός”, μικρά σε στίχους, που τα θεωρεί αριστουργήματα της δημοτικής μας ποίησης, καθώς δίνουν γυμνά και λιτά και καίρια τη μεταφυσική ερημία της ύπαρξης. Και στο τελευταίο κείμενό του, την πέμπτη ομιλία, αναφέρεται στο τραγικό στοιχείο των δημοτικών τραγουδιών, που αποτελεί την αρχέγονη δομή της ελληνικής ψυχής στο συλλογικό της αρχετυπικό ασυνείδητο. Κι ακόμα, αναφέρεται στο κάλλος, στην ωραιότητα, που, από αξία της αρχαιότητας, έφτασε ως τη Μεγάλη Παρασκευή, “πού έδυ σου το κάλλος”.
Και κλείνει αυτή τη θαυμαστή περιήγηση στο δημοτικό τραγούδι, δίδοντας τη σημασία της μοναδικότητας του προσώπου, που είναι καθαρά ελληνική εκδοχή και καλλιεργήθηκε από την θρηνητική εμμονή του δημοτικού τραγουδιού στην οδύνη, ως υπαρξιακού πυρήνα της ψυχής που κομίζει το μεταφυσικό άγγελμα. “Κλαδία κυπαρίσσου” ας τον συντροφεύει η μνήμη στα μοναχικά του μονοπάτια.
Το Βήμα της Κυριακής, 19 Μαρτίου 2000.
Επίσης, σε πλατύτερη μορφή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, Ιούνιος 2000.