«Η εικόνα ανεβαίνει στη μνήμη από αβύσσους»
Ουϊννυ
Δικαίως χαρακτηρίστηκε ο Σάμουελ Μπέκετ ως ο προφήτης του αιώνα που έκλεισε. Ως ο προφήτης του αιώνα που ξημέρωσε. Τα σύμβολα της ψυχής είναι οι προφητείες που εξαγγέλλει. Αγγέλλει η ψυχή. Όμως πρέπει να είναι κανείς προικισμένος μ’ εκείνη την ιδιαίτερη διορατικότητα και μεταφυσική αίσθηση, μ’ εκείνη την ιδιαίτερη εσωτερική όραση, για να μπορέσει ν’ αποκρυπτογραφήσει, να αποσυμβολίσει τα αγγέλματα της ψυχής. Ο Μπέκετ έφτασε στα ακρότατα όρια της δικής του ψυχής. Ως τις προυπαρξιακές διαδρομές της. Υπήρξα μελετήτρια του Σάμουελ Μπέκετ. Τον γνώρισα προσωπικά. Μίλησα μαζί του, γνώρισα τον ασκητικό χώρο του. Το σεμνό ασκητικό πρόσωπό του. “Ο πόνος υπάρχει, είπε, και όλα αυτά (τα βιβλία) είναι ανίκανα να αποτρέψουν το τεράστιο κύμα του πόνου”. Αυτά είναι εμπειρίες που με σημάδεψαν. Το βιβλίο μου “Σάμουελ Μπέκετ – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης” γράφτηκε τα χρόνια που είχα αλληλογραφία μαζί του. Δεν δεχόταν καμιά έννοια της μεταφυσικής. Κι εγώ του έλεγα πως το έργο του είναι γεμάτο από μια μεταφυσική αίσθηση που αποκαλύπτεται μπρος στο μυστήριο της ζωής. Αρνητής των πάντων, δεν δεχόταν κανένα θεό. Κι εγώ έγραφα στο δοκίμιό μου πως εκείνος που δεν έχει χάσει την επαφή του με το μυστήριο της ζωής, δεν έχει χάσει τον θεό. Σήμερα οι νέοι μελετητές μιλούν για τη μεταφυσική του έργου του και την μπεκετική θρησκεία.
Το δικίμιό μου εκείνο τόλμησα να το στηρίξω στην προυπαρξιακή διάσταση των θεατρικών προσώπων του Μπέκετ και κυκλοφόρησε με πρόλογο του Jacques Lacarriere, που επιβεβαίωνε την άποψή μου. Γράφω εκεί: “ Αυτή η φράση του Εστραγκόν “Πολλές φορές αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν αυτό το μυαλό δεν έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου”, κι άλλες σαν αυτή, με βασάνισαν πολύ πριν αποτολμήσω να γράψω πως ο Σάμουελ Μπέκετ ανασύρει τις μνήμες από θολά και σκοτεινά στρώματα της προϋπαρξης. Πως ο άνθρωπος πάνω στη γη ζει εναγώνια την εγκόσμια μοίρα του, γιατί κρατά, στα βάθη του υποσυνείδητου, τη σκοτεινή γνώση μιας πλατωνικής ανάμνησης”.
Όμως ο γνώστης της προϋπαρξιακής διαίσθησης ή εμπειρίας είναι και ο μόνος προφήτης που μπορεί να μιλά για τον αιώνα του. Και σίγουρα ο κάθε μελετητής ξεκινάει από την προσωπική του αίσθηση, από την προσωπική του σχέση με ένα έργο – ή με το πώς λειτουργεί το έργο αυτό στη δική του αντίληψη. Λοιπόν, ετοιμάζοντας την επανέκδοση του τόμου που έγραψα για τον Σάμουελ Μπέκετ, με την προσθήκη και των πολύτιμων επιστολών του, βίωσα αυτό το προφητικό στοιχείο που απορρέει από το έργο του, και να με ποιον τρόπο. Με εμμονή κυριαρχούσε στη σκέψη μου, παραμονές της χιλιετίας που έκλεισε, η εξής εικόνα: Φανταζόμουν τις λεωφόρους του κόσμου με τις αστραφτερές βιτρίνες, με τα κλάξον των αυτοκινήτων, με τις εξαγγελίες της νέας τεχνολογίας, με τις τελετουργίες που ετοίμαζαν οι άνθρωποι ολόκληρου του πλανήτη για να υποδεχτούν τη νέα χιλιετία. Και καταμεσής αυτής της τεράστιας θεατρικής σκηνής, καταμεσής αυτής της τεράστιας τελετουργίας, έβλεπα κρεμασμένη την θεατρική πινακίδα του έργου του Μπέκετ “Fin de Party” Τέλος του Παιχνιδιού.
Αυτή η θεατρική πινακίδα, έτσι κρεμασμένη σε φόντο μαύρο, και με γράμματα δυσανάγνωστα σαν αυτά που έγραφε ο ίδιος ο Μπέκετ, αδύνατο να φύγει από το σκηνικό του μυαλού μου – σκηνικό του κόσμου για μια τελετουργική μετάβαση στο αύριο – ύστερα από το τέλος. Μέσα μου βαθιά αισθανόμουν πως το παιχνίδι τέλειωνε για τον άνθρωπο. Τέλειωνε ο μύθος του ανθρώπου. Κι αυτό έβγαινε πάλι μέσα από το έργο του Μπέκετ, από την απομυθοποίηση της ζωής και του κόσμου. Ήταν ένα προφητικό σύμβολο η πινακίδα εκείνη – όπως προφητικό ήταν και ολόκληρο το έργο του. Γιατί μέσα στην ερημία της ύπαρξης, που την έδωσε με τα δικά του θεατρικά σύμβολα, υπάρχει το ερημωμένο αύριο – ερημωμένο με την έννοια του ανθρώπινου στοιχείου που χειμάζεται από την ισοπεδωτική λαίλαπα των νέων πραγμάτων ζωής.
Δεν θέλω να μείνω σε γνωστές αναφορές για το έργο του Μπέκετ, που έχουν κιόλας επισημανθεί από την παγκόσμια κριτική, πως είναι ένα έργο βαθιά υπαρξιακό, απογυμνωμένο από κάθε ψευδαίσθηση, ένα έργο που έδωσε τη μοναξιά του ανθρώπου και την ανυπέρβατη άβυσσο της ζωής του. Με ενδιαφέρει να πω πως είναι ένα έργο συμβολικό των τελετουργιών της ψυχής. Ένα έργο που αμείλικτα απομυθοποίησε όχι μόνο τη λογική του ανθρώπου αλλά και όλα τα πιστεύω του που στήριζαν τη ζωή του. Κι ακόμα, ένα έργο με σαφείς αναφορές στην προγεννητική μνήμη που κουβαλά το ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη. Είναι αυτή, η προγεννητική μνήμη, που έστω και αν δεν γίνεται συνειδητά αντιληπτή από τον θεατή, δεν παύει να τον αιχμαλωτίζει σαν πνοή του Μυστηρίου.
Ολόκληρο το έργο του Σάμουελ Μπέκετ το διαπερνούν αυτές οι πνοές του Μυστηρίου για να το κάνουν απέραντα ανθρώπινο και σαγηνευτικό. Για να του δώσουν τη δύναμη να εξουσιάσει το ανθρώπινο μυαλό μέσα από τους δρόμους του παραλόγου της υπάρξεως, να γίνει σύμφυτο της απελπισίας που κρύβει στα βάθη της η ψυχή για την εγκόσμια μοίρα της.
Είναι αυτές οι πνοές του Μυστηρίου της υπάρξεως, που το έκαναν τόσο προσιτό και οικείο ακόμη και στον κατάδικο των φυλακών. Και είναι αυτές που δημιουργούν την ανελέητη αμφισβήτηση της μπεκετικής σκέψης, μια βαθιά υποστασιακή ρωγμή του όντος στη σχέση του με το άβιο χάος, με την ανυπέρβατη γνώση.
Σήμερα λέω πως ολόκληρη η θεατρική τελετουργία του έργου του Μπέκετ υπήρξε μια σαφής προφητική και ποιητική αναφορά στην αυλαία που έπεσε σφραγίζοντας, όπως είπα, το τέλος της χιλιετίας. Ήταν το “Τέλος του Παιχνιδιού” ενός κόσμου που απαρνιόταν τον Θεό και τον Μύθο. Όμως, παράλληλα, ήταν και ένα προάγγελμα της χιλιετίας που ξημέρωνε, με την αποτρόπαιη μεγαλοπρεπή της λαμπρότητα – ένας νέος κόσμος άρριζος και αλλοτριωμένος, απειλούμενος από το παράλογο κενό της ύπαρξης, από την ίδια την άβυσσο που κουβαλάει η ψυχή στην εφήμερη περιπέτειά της.
Αυτό ήταν το άγγελμα που έφερε ο Σάμουελ Μπέκετ με το έργο του στον σημερινό άνθρωπο. Ένα έργο που θα είναι πάντα πρωτοπόρο, πάντα παρόν στις νέες αναζητήσεις. Γιατί είναι ένα έργο που εκφράστηκε με τα σύμβολα της ψυχής, διανύοντας τις προγεννητικές διαδρομές της, και σαν τέτοιο, πάντα θα συμβαδίζει με τις νέες ανακαλύψεις και αποκαλύψεις των ψυχικών πεδίων.
Ολόκληρο το έργο του ο Σάμουελ Μπέκετ το στήριξε στη φράση του Δημόκριτου “Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα”. Μόνο που το “τίποτα” του Δημόκριτου ήταν στοιχείο της διαλεκτικής μετάβασης στο “είναι”, ενώ το “τίποτα” του Μπέκετ είναι το ανυπέρβατο χάος, η αίσθηση του κενού, της ανυπαρξίας.
Ο άνθρωπος είναι μπροστά σ’ ένα καθρέφτη, αλλά ο καθρέφτης δεν αντανακλά το πρόσωπό του.
Ο άνθρωπος είναι μονάχος καταμεσής στον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται στην ύπαρξή του. Είναι η θεωρία του Αλαιν Ρομπ Γκριγιέ : “Ο άνθρωπος κοιτάζει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν του επιστρέφει το βλέμμα του”.
Στο πρόγραμμα μιας παράστασης του έργου του “Το Τέλος του παιχνιδιού”, σε σκηνοθεσία του Roger Blin, στο θέατρο “Alpha 347” του Παρισιού, έγραφε: “Rien n’ est plus reel que le rien” Και μετά: “Λύσσα να υπάρχεις μέσα στο ανύπαρκτο”. “Rage d’ exister dans l’ inexistant”. Κι ωστόσο, όλη αυτή η οδύνη της άρνησης, η αίσθηση του χάους, η αγωνία του τίποτα, μεταβάλλεται σε απέραντη σαγήνη, μεταβάλλεται σε θεατρική ποίηση και μαγεία, γιατί το έργο του Μπέκετ, όπως το είπα, είναι μια τελετουργία όπου κυριαρχεί το μυστήριο της υπάρξεως.
Θέματα Λογοτεχνίας, Νοέμβριος 2000
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Το έργο του Samuel Beckett προφητικό στο κατώφλι της νέας χιλιετίας.
Ένα μέρος του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε αναπλασμένο στην Ελευθεροτυπία, 13 Απριλίου 2006, ως επετειακό της γέννησης και του θανάτου του Μπέκετ.