Όταν κυκλοφόρησε η ποίηση, έγραψα:
Περπατώ στο boulevard Saint Michel, στο γραφικό Σηκουάνα, στη Rue des Feuillantines. Ο βροχερός καιρός του Παρισιού μου δίνει καινούργια αίσθηση ποίησης. Και σχεδιάζω κιόλας την νέα μου ποιητική συλλογή Τοπία Εφηβείας. Η Rue des Feuillantines, όπου ήταν το φοιτητικό ξενοδοχείο μου, στο μαγικό Quartier Latin, είχε όλη τη σαθρή γοητεία του Παρισιού, που επούλωνε τις πληγές μου. Στο Παρίσι ζω άλλες εμπειρίες, άλλες συγκινήσεις. Και τις νέες μου αυτές εμπειρίες τις ζω συναρπαστικά. Το γεγονός ότι από τα έρημα βράχια του νησιού μου, βρέθηκα στην καρδιά του Παρισιού, με τα θέατρα και με τόσο φιλικά πρόσωπα γύρω μου, κάνει την ψυχή μου να ξεδιπλώνεται, να στεγνώνει δειλά τις ρυτίδες της, να ατενίζει ορίζοντες. Η ποίησή μου περνά σε άλλη διάσταση. Θεατρική. Και όλα τα θεατρικά μου “περνούν” στα Τοπία Εφηβείας. Γίνονται ένα με μένα. Ένα με την ποίησή μου.
Rue des Feuillantines
Unreal City
Under the brown fog of a winter dawn
T. S. Eliot
Πάντα τα βράχια της Μύρινας
Με το γκρίζο εσπερινό τους κόκαλο
Τα βράχια το ακρογιάλι και το πρόσωπο
Χαμένο και κερδισμένο
Το πρόσωπο εκείνο με τα μάτια του ανέμου
Ο καιρός που ταξιδεύει στη ράχη του τα κόκαλά μας
τη φωνή και το βλέμμα
Ραγισμένος ήχος σκουριάς
Τα λόγια που κάποτε μας έθελγαν
Χαμένα και κερδισμένα
Πίσω απ’ τα εφήμερα φυλλώματα
Και τα χέρια που αρνιούνται να λυθούν
Νοσταλγία μιας πίκρας αλλοτινής
Ο ραγισμένος ήχος που δακρύζει στη μνήμη.
Βουλεβάρτα του κόσμου που ταξιδεύετε την ερημιά μας
στην απατηλή σας φιλοξενία
Φώτα και φωνές ανθρώπων, ονόματα βιαστικά
Δάχτυλα που φέγγουν αβέβαια τον ήλιο του μεσημεριού
Rue des Feuillantines. Hotel de Paris.
«Ένα δωμάτιο με ήλιο, παρακαλώ…»
Οι καστανιές γυμνώνονται αθόρυβα τη μελαγχολία τους
Και το χώμα πίνει μαλακά τα σάπια ζεστά φύλλα
Γκρίζο στόμα τεφρό
Που γευματίζει τον καιρό με τη φθορά μας
Και στις ρίζες τις σκληρές ταξιδεύει τη μνήμη μας
Φύλλωμα του άλλου καιρού που θα ντύσει
Τη γύμνια τη δική μας.
«Το δωμάτιο είναι λίγο σκοτεινό… Καθώς
Βλέπετε, βρέχει… Αν θέλετε…»
Ήχος καμπάνας μακρινής τρυφερός και πικρός
Σαν την πρώτη μας ποίηση
Η μητέρα στο κατώφλι του σπιτιού
Εκεί όπου ήταν άλλοτε το αγιόκλημα και μια χελιδονοφωλιά
Νύχτες μενεξεδιές που έσμιγαν στα χείλη της
Τα παιδικά μας ονόματα
«Μαρίνα… Σήφη… Αλέξη…» Ο κήπος κοιμήθηκε
Και τα πουλιά και οι ψυχές των λουλουδιών σωπάσαν
«Αύριο πάλι… Αύριο τον κρυφτό και τους βόλους…»
Τα δάχτυλα ματώνουν. Το χώμα. Η μνήμη.
Ο καιρός που ντύθηκε το δέρμα μας
Και δεν έχουμε με τι ν’ αγγίξουμε
Το πρόσωπο της μητέρας
Και δεν ξέρουμε με τι να σώσουμε τη φωνή της
«Αύριο πάλι… Αύριο… Μαρίνα, Σίφη, αύριο…»
«Ναι, το βλέπω… Είναι βροχερός συνήθως ο καιρός εδώ…»
«Α, ναι, ναι… Συνήθως!»
Βουλεβάρτα του κόσμου που διασταυρώνετε
Τα βλέμματα και την ερημιά των ανθρώπων
Και γράφετε κάτω απ’ το γκρίζο δέρμα σας
Τη θλίψη και τη νοσταλγία τους
Γέφυρες του καιρού που ενώνετε τα λησμονημένα χέρια
Σ’ έναν τόπο που δεν είναι το αύριο
Που δεν ήταν το χτες
Σ’ έναν τόπο δικό σας
Κάτω απ’ το γκρίζο εφήμερο δέρμα σας
Εκεί που είναι η μοναδική συνείδησή μας.
Θυμάσαι;
Το παράθυρο έκλεισε για πάντα
Το παράθυρο εκείνο μας έκρυψε το πρόσωπό σου
Δεν είχα καταλάβει
Το παράθυρο έκλεισε πίσω απ’ τη βροχή και το χρόνο
***
Μίλησε, πες ένα λόγο
Ένα τόσο δα λόγο αγάπης ή μεταμέλειας
Από παντού μας κυκλώνει η νύχτα
Ανεβαίνει αργά στα χείλη μας
Στα κόκαλά μας
Κι η πόρτα τρίζει απ’ τον άνεμο και τη σιωπή σου, Ακούς;
Ένας γρύλος μονάχα στον κήπο Κι εμείς
Ο θόρυβος σταμάτησε στη λεωφόρο
Ένας γρύλος κι εμείς
Καταμεσής στην καρδιά του κόσμου!
Εμείς οι δυο κι η καρδιά του κόσμου.
«Το σώμα σου τρίζει σαν από άμμο πυρή» μου είπες.
«Το σώμα σου είναι το σύνορο των πραγμάτων» μου είπες.
Τώρα έτσι καθώς κοιτάζω το πρόσωπό σου
Είναι σαν να μην υπήρξα Σαν να μην υπήρξες
Η μοναξιά ανάμεσά μας
Ανάμεσα στο σύνορο της καρδιάς και των πραγμάτων
Η απουσία
Και τα ρούχα σου γεμάτα χώμα
Ένα χώμα που μυρίζει τον ιδρώτα του κορμιού σου
Μίλησε Μίλησε Πες ένα λόγο λοιπόν
Τίποτα τίποτα πιο δικό μας
Απ’ ό,τι για πάντα χάσαμε.
Η ποίηση αυτή κυκλοφόρησε το 1969, με τις ποιητικές μνήμες του Παρισιού