Η ποίηση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου γράφτηκε για να ακούγεται, όχι μόνο για να διαβάζεται, σαν ένα τραγούδι που το παίρνει ο άνεμος και το επιστρέφει ήχο. Είναι η ποίηση του ονείρου, καθώς ο ακροατής εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια αναζήτησης λογικών συσχετισμών και ταξιδεύει αδιαμαρτύρητα πλέον σε έναν φανταστικό κόσμο. Μέσα από τη ρευστότητα αυτού του κόσμου οι συναισθηματικές λειτουργίες προβάλλουν με τη μορφή οπτικών εικόνων και αποκτούν μεγαλύτερη ένταση.
«Η Αγωνία της Ύλης» είναι το πρώτο από τα δεκατέσσερα ποιήματα της συλλογής Το Μυστικό Πέρασμα. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, η ενσωμάτωση όμως σ’ αυτήν άλλων διακειμενικών αναφορών προβάλλουν τις προσωπικές της καταγραφές σε ένα επίπεδο πανανθρώπινης συνείδησης.
TWELFTH PASSAGE
Of AbsenceIf you do not exist how can I contain you, said I
When my body strained under your weight
But now that time has emptied my flesh
And distance diminishes
I hear the night stir like a wild animal
A riddled shell and
Your absence flows
Like the whitenesss of the Angel that promises
Whispering paradisesI gather up the things I will take with me
Some birth-blood
Two drops of April from your eyes
And a knapsack of moon for the journeyI gather my belongings — baggage of “no value”
A naked rose containing the desert
And a fragrance of burning night
In the midst of the sea
And that poem unwritten
Because it is wordless
The ultimate banishment of Absence.From the poetry “Mystic Passage”
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολική η ποιήτρια βυθίζεται στον εσώτατο κόσμο της, σε μια προσπάθεια να αντλήσει την ουσία της ύπαρξής της μέσα από την ποίησή της. Το συναίσθημα της αγωνίας, το οποίο κυριαρχεί και διατρέχει όλο το ποίημα, καταδεικνύεται από τον τίτλο ακόμη. Μια σειρά από ζωντανά όνειρα συμπαρασύρουν τον ακροατή σε μια περιπλάνηση σε «τοπία» που τα είδε, αλλά τα προσπέρασε, τα γνώρισε, αλλά δεν τα κατανόησε. Από την πρώτη ποιητική περιοχή δίνεται η προϋπόθεση μιας αναζήτησης που ξεκίνησε από το παρελθόν, διαπερνά το παρόν και συνεχίζεται στο μέλλον με την τετραπλή επανάληψη «θα με βρει», χωρίς όμως να δίνεται το τέλος σ’ αυτήν, αν λάβουμε υπόψη τον τελευταίο στίχο, όπου η διαδικασία της βύθισης φαίνεται να συνεχίζεται στο διηνεκές.
Ο σκηνικός χώρος ένα δωμάτιο που καταρρέει: «ερειπωμένο», με «τρύπια πατώματα», «σπαραγμένο». Η παρουσία της αφηγήτριας κυριαρχεί μέσα σ’ αυτό το χώρο με τη μοναδικότητα που της εξασφαλίζεται από τη χρήση μόνο του πρώτου προσώπου ως αφηγηματικού τρόπου: υπάρχει, κινείται, μετεωρίζεται.
Γρήγορα δημιουργείται στον ακροατή η εντύπωση ότι μεταφέρεται σε εξωτερικό χώρο, στην πραγματικότητα όμως κινείται σε ένα εσωτερικό τοπίο, στα άδυτα της ψυχής της αφηγήτριας, αφού αναγκάζεται να παρακολουθήσει νοερά την οδυνηρή περιπέτειά της στο χώρο και στο χρόνο μέσα από αναγνωρίσιμες μελαγχολικές εικόνες, που όμως έχουν το στοιχείο του συμβολισμού, όπως αυτή της θύελλας ή της βροχής.
Απόλυτα εναρμονισμένος ο εσωτερικός χώρος με το χειμωνιάτικο τοπίο, που εισβάλλει κυριολεκτικά στο ποίημα, αφού για πέντε φορές αποτελεί αρχή στίχου με τη λέξη «χειμώνας» και ταυτόχρονα προμηνύει και το πέρασμα στην αναζήτηση της ισορροπίας μέσα από το ταξίδι στο όνειρο, αλλά και το όριο μέσα στο οποίο κλείνει η ποιήτρια την ύπαρξή της και «κλειδώνει» παράλληλα την ποιητική της έμπνευση.
Οι εικόνες της, χωρίς να καταγράφουν την εξωτερική πραγματικότητα, μπορούν να οπτικοποιηθούν και είναι περισσότερο κινηματογραφικές παρά θεατρικές, καθώς κινούνται στη σφαίρα του ονειρικού και του εξωπραγματικού και είναι καθαρά μεταφυσικές. Δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσεις ή να προσεγγίσεις με την πρώτη ανάγνωση αυτές τις εικόνες, καθώς μετατίθεται στον συνταγματικό άξονα των στίχων η θέση του ρήματος ή και απουσιάζει παντελώς: «Το χώμα μαλακό βυθίζομαι -Λάσπη από άστρα παλιά- Θα περάσω, λέω». Χωρίς πολλά σημεία στίξης, ο λόγος ρέει στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου: συχνά δίνει την εντύπωση συνεχούς εξέλιξης της φράσης, καθώς με διασκελισμούς, που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί, διαπερνά πολλούς στίχους που ή θεωρούνται πλέον αυτόνομοι ή συνδέονται νοηματικά και συντακτικά με τους προηγούμενους, αλλά και με τους επόμενους. Έτσι στους στίχους που προαναφέρθηκαν η «λάσπη» συνδέεται με το «βυθίζομαι», αλλά και με το «θα περάσω».
Η αφηγήτρια πορεύεται μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο άλλοτε απροστάτευτη -«γυμνή» και «ξυπόλυτη»- άλλοτε με εφόδιο το όνειρο -«ονειρευόμενη»- αλλά πάντα με συνακόλουθό της τη μοναχικότητα. Όμως αυτή τη μοναχικότητα την επιλέγει η ίδια, είναι «η πιο αλγεινά αυτογνωσιακή», συνεπώς και η πιο δημιουργική, με μόνη συντροφιά τη «στάχτη» από την ποίησή της και «μια φούχτα» σκόρπιες λέξεις, όπως «άστρο», «αίμα», «οδοιπορώ», «όρκος», «Αι ψυχαί οσμώνται», αλλά και «Ιμάτιον ρεραντισμένον αίματι» σε άλλο σημείο του ποιήματος, τις οποίες και καίει.
Καίει τις λέξεις για να ζεσταθεί: που σημαίνει τι; Τις σβήνει από τη μνήμη της ή τις ανασύρει χρησιμοποιώντας τη δημιουργική ζεστασιά τους για να προκύψει κάτι καινούριο; Και είναι απλά μια φράση με μεταφορική σημασία ή μια πραγματική πράξη με συμβολική σημασία; Διότι η πρώτη επαφή της με τον Έλιοτ και τον Ελύτη την συγκλονίζει και τότε «ένα σεντούκι παραληρήματα τα καίω», ομολογεί η ίδια η Λαμπαδαρίδου.
Από τη σουρεαλιστική εικόνα της καύσης των λέξεων αναδύεται ολοφάνερα η αγωνία της να ορθώσει τον δικό της προσωπικό λόγο και οι διακειμενικές αναφορές μετατρέπονται σε σύμβολα προσωπικά.
Η φαινομενική ακινησία των πρώτων στίχων αντικαθίσταται από κινητικότητα στην τρίτη ποιητική περιοχή: οδοιπορεί «Άνω και κάτω την άβυσσο μία». Η άβυσσος προϊδεάζεται με τα «τρύπια πατώματα» και η απουσία του ρήματος, «Το χώμα μαλακό», ενισχύει την αίσθηση της βύθισης που δημιουργείται με το «βυθίζομαι». Η αίσθηση αυτή γίνεται ακόμη περισσότερο πνιγηρή, σχεδόν φονική, όταν το χώμα αντικαθίσταται με τη «Λάσπη από άστρα παλιά». Ο επόμενος στίχος όμως «Θα περάσω, λέω» μετασχηματίζει τη σκέψη σε λόγο με το «λέω» και με εμφαντικό τρόπο ανατρέπει το αδιέξοδο. Η περιπέτεια της αναζήτησης της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων περνά μέσα από τον σωματικό πόνο, ο οποίος ακυρώνεται από την ποιητική δημιουργία, με μια ποίηση όμως που μεταφέρει και η ίδια τον πόνο, αλλά και πάλι τον υπερβαίνει. Το στίχο «Ιμάτιον ρεραντισμένον αίματι» τον δανείζεται από την Παλαιά Διαθήκη: ο Αμνός «περιβεβλημένος» με ρούχο ματωμένο εξιδανικεύεται, αποκτά θεϊκές διαστάσεις και ταυτίζεται με τον Λόγο του Θεού. Εδώ μέσα από την περιβεβλημένη με οδύνη ποίησή της η Λαμπαδαρίδου καταθέτει κομμάτια της ψυχής της και αυτό είναι εξίσου οδυνηρό. Η φράση του Ηράκλειτου «ως πυρός ανταμοιβή», που ακούγεται λίγο παρακάτω, είναι η εξιλέωση που κατακτάται με την ποιητική δημιουργία. Διαισθητικά προσεγγίζει την ταυτότητα της ποιητικής δημιουργίας και του πόνου που αυτή ξυπνά μέσα στη δημιουργό μέσω της μετατροπής του ενός σε άλλο, αφού κατά τη διαδικασία αυτή αγωνίζεται να ανασύρει από μέσα της ό,τι την βαραίνει: είναι η «διαλεκτική του πόνου που οδηγεί στην αυτογνωσία», λέει η ίδια η ποιήτρια.
Παράλληλα το στοιχείο της διαφάνειας μέσα από τους κρυστάλλους, ακόμη και αν αυτοί είναι «φορτισμένοι» ή «ρηγματωμένοι» από το χρόνο ή από τα οδυνηρά βιώματα και χάνουν μέρος της διαφάνειάς τους, δίνει τη διέξοδο που αναζητά η ποιήτρια απεγνωσμένα, να γνωρίσει δηλαδή τις αλήθειες που η ίδια φέρει μέσα της. Την ίδια αίσθηση δίνει ο Οδυσσέας Ελύτης στη «Συναυλία των Γυακίνθων, IV»: «Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου». Η διαφάνεια που παραπέμπει στην καθαρότητα μαζί με το χρώμα αποτελούν τις μόνες φανερά αισιόδοξες αναφορές, που δεν ακυρώνονται, ακόμα και όταν σαν μέσα σε καθρέφτη βλέπει το πραγματικό της πρόσωπο «άπορο» -ενδεές ή αδιαπέραστο;- και «λυπητερό». Η προσπάθεια αυτή, «Γέρνω να κοιταχτώ», οδηγεί στη συνειδητοποίηση της απόλυτης πνευματικής ερημιάς γύρω της, όπως τη γεύτηκε στην πατρίδα της τη Λήμνο, και όχι μόνο, υποθέτω. Είναι από τα πράγματα που δεν απαρνήθηκε ποτέ, που τα κουβαλούσε πάντα μαζί της: «οι μοναχικές στιγμές».
Το συναίσθημα του φόβου, «ρίγημα νύχτας», κάνει την εμφάνισή του ξεκάθαρα στην έβδομη ποιητική περιοχή, αλλά η λέξη «ερωτικά» μας επαναφέρει γρήγορα μέσα από μια τολμηρή μεταφορά: «Λυγίζει ερωτικά μια καμπύλη από θεό και σύμπαν». Η ποιητική έκδοση της γραμμής του ορίζοντα που καδράρεται μέσα στο παράθυρο ανοίγει στη φαντασία την ίδια τη δημιουργία, το θαύμα της ζωής, έτσι όπως αυτή έρχεται και φεύγει.
Μια δεύτερη τολμηρή μεταφορά μας οδηγεί μέσα από το παράθυρο στο σύμπαν: «Ν’ απελευθερώνει από τη σάρκα μου τ’ αστέρια». Εκπληκτική εικόνα, δυνατή, με μεταφυσικές προεκτάσεις, ίσως προέρχεται από βιωματικό γεγονός. Η σάρκα που κλείνει μέσα της τη ζωή στην αρχετυπική μορφή της επιτρέπει να ταξιδέψει ή να επιστρέψει στο σύμπαν με τη μορφή αστεριών. Τα αστέρια παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου.
Το ερημικό τοπίο γεμίζει από αναμνήσεις, όταν ο Αιώνας, ο χρόνος που προηγουμένως χαρακτηρίστηκε προφητικός, μετατρέπεται σε Ερειπιώνα, τόπο γεμάτο από σωρούς ερειπίων. Η εσωτερική ομοιοκαταληξία στις λέξεις χειμώνας – Αιώνας – Ερειπιώνας υποβάλλει στον ακροατή την αίσθηση της ευταξίας, γεννά ρυθμό που έρχεται σε αντίθεση με την ρευστότητα που επικρατεί γύρω. Η αφηγήτρια τελικά δεν είναι μόνη, έχει συντροφιά τα θραύσματα του παρελθόντος, που όσο και να την πληγώνουν, όσο και να την κατακαίνε -«με τις εφτά φλόγες αναμμένες στο κορμί» της, οι οποίες παραπέμπουν στις «εφτά συλλογισμένες φλόγες» του Οδυσσέα Ελύτη- αναδεικνύουν μιαν άλλη τοπιογραφία γεμάτη μουσική, αλλά κυρίως φως: «τοπία αναδυόμενου λευκού».
Η αναζήτηση που διατρέχει όλο το ποίημα διακόπτεται: «Δεν περπατώ πια». Στη γραμμική αναπαράσταση η οριζόντια γραμμή, που κυριαρχεί σε όλους τους στίχους με λέξεις που δηλώνουν ευθεία πορεία, μετατρέπεται σε κάθετη, διεισδυτική με το «βυθίζομαι». Η λέξη τώρα παύει να είναι αποκρουστική, αποφορτίζεται από το αρνητικό περιεχόμενό της. Η αγωνιώδης προσπάθεια της αναζήτησης τερματίζει σε μια γλυκιά διαδικασία μέσα από την παρομοίωση «σαν όνειρο». Ή καλύτερα δίνει την εντύπωση του τερματισμού, στην ουσία με το επίθετο «προφητικό» διακτινίζεται σε χώρο και χρόνο μελλοντικό και ο υποκειμενικός χρόνος διαστέλλεται. Επιλέγει για άλλη μια φορά την παραίσθηση του ωραίου ονείρου από την αίσθηση της οδυνηρής πραγματικότητας, ένα όνειρο όμως που την ξαναγυρίζει στην πηγή της ίδιας της ζωής μέσα από τα «τοπία αναδυόμενου λευκού». Η αγωνία της ύλης και η αναζήτηση απαντήσεων για τα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματα σταδιακά μετατρέπονται σε βεβαιότητα ότι η ουσία της ύπαρξής μας βρίσκεται στο όνειρο, γιατί αυτό μέσα από την υπερβατικότητά του μας μεταφέρει σε άλλους κόσμους άδολους, πράγμα που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την αντιθετική σχέση του «βυθίζομαι» και του «αναδυόμενου» που είναι συγκλονιστική: μέσα από την κατάδυση σε χαοτική και γεμάτη αβεβαιότητα κατάσταση αναδύεται το ονειρικό λευκό. Αν η τέχνη έχει το προνόμιο να δίνει μορφή στα όνειρα, τότε στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου το όνειρο είναι λυτρωτική προβολή του μέσα της κόσμου. Στην «Αγωνία της Μνήμης», δεύτερο ποίημα της συλλογής, που αποτελεί και την αντιστοιχία της «Αγωνίας της Ύλης», λέει ότι «τ’ όνειρο θα ξεριζωθεί τελευταίο» και επειδή η ύλη δεν χάνεται, αλλά μετασχηματίζεται, το όνειρο, άμεσα συνδεμένο με αυτήν, δεν θα πεθάνει ποτέ.
Πλήθος ονειρικών καταστάσεων διατρέχει το ποίημα, οι οποίες από μόνες τους αποτελούν εικόνες. Οι εικόνες, καθεμία ξεχωριστά, οδηγούν σε μια περιπετειώδη ιστορία, σε μια δράση: η οδοιπορία μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο ή μέσα από τη λάσπη των παλιών αστεριών, η βροχή από αίμα που διαπερνά τους τοίχους του δωματίου. Το δέντρο σε ρόλο ιερουργού, η βροχή από πανσέληνο που εκ των πραγμάτων αλληλοαναιρούνται, το ρόδο που φυτρώνει πάνω στη θύελλα και σε επόμενο στίχο μετατοπίζεται στην άκρη της θύελλας, για να προσευχηθεί με μια ακροβασία επικίνδυνη, θυμίζουν έργα του παραλόγου, περισσότερο καταγραφή παραισθητικών καταστάσεων. Μέσα από την ποίησή της επιβεβαιώνει αυτό που η ίδια πίστευε, ότι «η ζωή είναι μια αλυσίδα από μεταφυσικές στιγμές».
Μέσα στο γκρίζο της μελαγχολίας λέξεις που δηλώνουν χρώμα, όπως γαλάζιο, ασημένιο, λευκό, αλλά και λέξεις που παραπέμπουν σε χρώμα, όπως το αίμα, το ρόδο, οι φλόγες, χρωματίζουν τους στίχους, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια έντονη αντίθεση με τη μελαγχολική διάθεση που είναι διάχυτη στο ποίημα. Αν αυτονομηθούν οι εικόνες είναι δυνατό να μετατραπούν σε εικαστικά παιχνίδια γήινων χρωμάτων και ακαθόριστων σχημάτων.
Η αμφισημία των λέξεων-συμβόλων είναι προσφιλής τρόπος έκφρασης της Λαμπαδαρίδου. Βοηθά και αυτή στον απεγκλωβισμό του ακροατή από προδιαγραμμένες ερμηνείες, του δίνει την ελευθερία να αποφασίσει μόνος του ποια ερμηνεία θα διαλέξει. Πέρα από όσα ήδη έχουν εντοπιστεί -καύση των λέξεων, άπορο πρόσωπο- υπάρχουν και άλλα σημεία που μπορούν να ερμηνευτούν με διαφορετικούς τρόπους:
Το παράθυρο είναι το άνοιγμα στον κόσμο ή το πλαίσιο που περιορίζει το πεδίο ορατότητας; Διέξοδος ή εγκλεισμός;
Ο αρχάγγελος είναι άγγελος χαρμόσυνου μηνύματος ή άγγελος θανάτου;
Το «βυθίζομαι σαν όνειρο προφητικό» είναι διαδικασία βύθισης σε γλυκό λήθαργο ή κατάδυσης και αναβάπτισης σε νέες ιδέες και πρωτόγνωρα συναισθήματα;
Η ποίηση της Λαμπαδαρίδου δεν απευθύνεται σε ανεπαρκείς αναγνώστες. Έχει βαθιά εσωτερικότητα. Οι συμβολισμοί, λόγος αυτούσιος ή παραλλαγμένος του Ηράκλειτου, του Ελύτη, της Παλαιάς Διαθήκης, της Αποκάλυψης του Ιωάννη, εδώ αποκτούν μια προσωπική φόρτιση και είναι δύσκολο να προσπελαστούν. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο η οποιαδήποτε διείσδυση μπορεί να απέχει από την αρχική σκέψη που την παρήγαγε, αποδεικνύει όμως την πραγματική λειτουργία της ποίησης. Η ποιήτρια εξακτινώνει όσα εισέπραξε μέσα από τα πανάρχαια κείμενα προς τον ακροατή, στον οποίο φτάνει ο απόηχος των μαγικών συμβολισμών της έτοιμος να εμπλουτισθεί με νέα νοήματα. Αναγνωρίζεται το «προφανές» που διαπιστώνει η Ζωή Σαμαρά στον πρόλογό της στη συνάντηση «Σύγχρονοι Ευρωπαίοι Ποιητές», ότι «το νόημα του ποιήματος είναι ταυτόχρονα ένα και πολλαπλό», αλλά «ενιαίο χαρίζεται με άλλη όψη στον καθένα μας σαν αντίδωρο». Οι λέξεις-σύμβολα υψώνουν τον προσωπικό λόγο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου σε συλλογικό και ο εσωτερικός μονόλογός της μεταμορφώνεται σε βαθιά επικοινωνιακή σχέση με τον έξω κόσμο. Ο ακροατής μέσα από μια περιδίνηση σε έναν πολύ συμπυκνωμένο λόγο οδηγείται στην αναζήτηση των δικών του συμβόλων. Την ποίησή της τελικά την βιώνουμε ως δική μας, γιατί ανακλά και δικούς μας Πόθους.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Ανδρονίκη Γωγοπούλου είναι φιλόλογος