Ο θάνατος κρυμμένος στο αγιόκλημα
ακροπατούσε πάνω στο ιωδί
και στο γλαυκό
«περπατώ και ονειρεύομαι»
Ανάμεσα σε δυο αιώνες κι ανάμεσα σε δυο χιλιετίες γράφεται το μικρό αυτό κείμενο, ν’ αποχαιρετήσει αλλά και να θυμηθεί, ή ίσως, ν’ ανάψει ένα ταπεινό κεράκι από το λυκαυγές του νέου κόσμου που ξημερώνει. Ένα ταπεινό κεράκι θ’ ανάψουμε όλοι, και θα το κρατήσουμε στο χέρι, καθένας να φωτίσει με τη δική του φλόγα, με το δικό του φως, τον άγνωστο αιώνα τον επερχόμενο. Γιατί εμείς όλοι, που φτάσαμε ζώντες στην κορυφή της λυκαύγειας, είμαστε και οι μάρτυρες αυτού του νέου κόσμου που ανατέλλει.
Ψάχνω μέσα μου και δεν βρίσκω παρά μια απέραντη μελαγχολία. Μελαγχολία και δέος. Δέος για το άγνωστο που ξημερώνει. Ένα μεταφυσικό, υπαρξιακό δέος, που σέρνει όλες τις τρομακτικές εξαγγελίες των νέων προφητών, όλη την αδηφάγα απειλητική λαμπρότητα της νέας τεχνολογίας.
Προτιμώ να μείνω στη μελαγχολία. Γιατί είναι μαζί και νοσταλγία και άμυνα ενάντια στη λήθη του αιώνα που πεθαίνει και που εμείς τον ζήσαμε, εμείς πονέσαμε μέσα του, ονειρευτήκαμε, διαψευστήκαμε, εμείς τον χαράξαμε στην ψυχή μας.
Αυτή η παγκόσμια παραφροσύνη για την υποδοχή της χιλιετίας, το περίφημο Millennium, εμένα με αφήνει αδιάφορη. Η ζωή θα συνεχίσει το δρόμο της σαν τίποτε να μην έγινε, ένα τυπικό “ορόσημο”, νοητά διαχωριστικό των δύο κόσμων, αυτού του πεθαίνει προδομένος και αδικαίωτος, και αυτού που γεννιέται μέσα στα εργαστήρια των αλχημιστών.
Προτιμώ να θυμηθώ. Τα Χριστούγεννα της δικής μας παιδικής ηλικίας είχαν μια ξεχωριστή ομορφιά. Ήταν αληθινά Χριστούγεννα, με τη συμμετοχή της ψυχής στο θαύμα της ημέρας. Γιατί και η ζωή ήταν γαλήνια και απλή, είχε την καθαρότητα του αισθήματος που ομορφαίνει. Η ζωή ήταν η ευλογία της μέρας που ξημέρωνε, δίχως την ταραχή της παγκόσμιας ειδησεολογίας. Και ο άνθρωπος ήταν μεγάλος μέσα στην ασημαντότητά του. Γιατί οι αναλογίες ήταν διαφορετικές – για να θυμηθούμε και τον στίχο του ποιητή: “Δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι από το βουνό/ δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος”.
Ο χριστουγεννιάτικος ψαλμός, μέσα από τη φωνή του ιεροψάλτη πατέρα μου, έρχεται στη σκέψη μου: Μια φωνή που είχε μέσα της τη νοσταλγία και τον πόνο της χαμένης πατρίδας, κι ένας ψαλμός δοξαστικός, που θα κρατά για πάντα μέσα του το θαύμα της ημέρας:
“…σε προσκυνείν τον Ήλιον της Δικαιοσύνης και σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν.”
Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ανέτειλε στον κόσμο “ο Ήλιος της Δικαιοσύνης”. Ο ίδιος “Ήλιος”, που με λαμπαδηφορίες τον περιμένει ο αιώνας της τρίτης χιλιετίας.
Ναι, προτιμώ να μείνω στη μελαγχολία. Γιατί είναι μαζί και γνώση του χαμένου και δύναμη. Είναι όρκος της μνήμης. Όρκος της συνείδησης να κρατήσει τα ιερά και τα όσια πάνω από τις σαρωτικές εξαγγελίες.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Λήμνος», Δεκέμβριος 1999