Ανοίγω το βιβλίο ανυπόμονη να περπατήσω μαζί της «στα φιλντισένια μονοπάτια της» εκεί που τις νύχτες ακούς το τραγούδι του Ορφέα. Ότι είναι μεγάλη συγγραφέας με τεράστιο έργο το γνωρίζουν οι κριτικοί και οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, αλλά κυρίως το γνωρίζουν οι αναγνώστες της. Ας θυμηθούμε μερικά από τα βιβλία της, αξεπέραστα στο χρόνο. Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ, Πήραν την Πόλη, πήραν την…, Το ξύλινο τείχος, Νικηφόρος Φωκάς, Υψιπύλη, η βασίλισσα του αίματος και πολλά πολλά άλλα. Εξαιρετικό είναι επίσης και το ποιητικό της έργο. Έχει βραβευτεί με Κρατικό Βραβείο και με βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Με λόγο ποιητικό και διεισδυτικό, όπως είναι γραμμένα όλα τα βιβλία της, και με την αμεσότητα της αλήθειας και της διαίσθησης, της βαθιάς ενόρασης που χαρακτηρίζει τη γραφή της, καταγράφει και σχολιάζει όχι μόνο περιστατικά που αφορούν στην προσωπική της ζωή, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, παράλληλα με τις προσωπικές της υπαρξιακές και μεταφυσικές αγωνίες και αναζητήσεις.
Έχω αγαπήσει τα βιβλία της και θέλω να μάθω, σαν απλή αναγνώστρια, πώς γράφτηκαν, ποια γεγονότα της ζωής της, ποιες στιγμές την οδήγησαν να τα γράψει. Διαπιστώνω ότι οι σελίδες της έχουν μια ταπεινότητα και δίνουν το πρόσωπο της συγγραφέως καθαρό, αληθινό, γνήσιο, σαν τα βιβλία της και σαν τις αξίες που αγωνίστηκε να κατακτήσει.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό των τετρακοσίων σελίδων, έχει κανείς την αίσθηση πως διαβάζει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, για το νέο κορίτσι που έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Λήμνο, με το άπιαστο όνειρο της αγάπης της για την ποίηση. Και πώς κατάφερε να τα πραγματοποιήσει το όνειρο αυτό με αγώνα σκληρό και θέληση και αντίξοες περιστάσεις, «όσο μπόρεσα», όπως λέει.
Όσο για τα «φιλντισένια μονοπάτια της» είναι μια αντίφαση, όπως λέει η ίδια σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό «Ανθρώπων έργα». Γράφει εκεί: «Δεν υπάρχει καμιά διαδρομή ζωής με φιλντισένια μονοπάτια. Για τον κάθε ανθρώπινο βίο, οι δρόμοι σχεδόν πάντα είναι σπαρμένοι με αγκάθια και παγίδες. Όμως στο βιβλίο αυτό υπάρχει μια αντίφαση, μια αναφορά στο μυθιστόρημά μου Ο Άγγελος της Στάχτης. Εκείνος βγήκε από την ερημιά της νύχτας, που ήταν τα χίλια χρόνια της περιπλάνησής του, ώσπου να βρει τη Μνήμη και τη Γνώση του εαυτού του. Και τότε, το πονεμένο σώμα του έγινε σεντιφένιο και το μαύρο ρούχο του άσπιλο λινό. Τα μάτια του που ήταν από άβατο σκοτάδι έγιναν φίλντισι και φως. Σε εκείνο το “φίλντισι” αναφέρομαι. Σε εκείνον τον Άγγελο! Και σε εκείνα τα ασφοδελά μονοπάτια περπάτησα, του Αγγέλου της Στάχτης, σε εκείνα τα “ευρώεντα κέλευθα” της ορφικής δίψας, γιατί εκεί με έβγαλαν οι περιστάσεις της ζωής μου».
Με λόγο ποιητικό και διεισδυτικό, όπως είναι γραμμένα όλα τα βιβλία της, και με την αμεσότητα της αλήθειας και της διαίσθησης, της βαθιάς ενόρασης που χαρακτηρίζει τη γραφή της, καταγράφει και σχολιάζει όχι μόνο περιστατικά που αφορούν στην προσωπική της ζωή, αλλά και στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, παράλληλα με τις προσωπικές της υπαρξιακές και μεταφυσικές αγωνίες και αναζητήσεις. Κι ύστερα, κάνει και τούτη την εκ βαθέων εξομολόγηση: «Σήμερα λέω πρέπει να την αγαπήσω την απόφαση που πήρα να βγάλω αυτό το βιβλίο. Να πιστέψω πως έτσι έπρεπε. Για μένα πρώτα. Για να μάθω πως η καθαρή δικαίωση του συγγραφέα είναι η αγάπη του αναγνώστη. Αυτό που έδωσες στην ψυχή του. Και πως όπου μας βρίσκει το άδικο, μας κάνει δυνατούς. Διαμορφώνει το πρόσωπό μας. Να μάθω ακόμα πως από όλα αυτά τα βιβλία που έγραψα, από όλη την ποίηση που έζησα, από τις χιλιάδες σελίδες που δεν ξέρω πια τι να τις κάνω, σήμερα τίποτα δεν είναι δικό μου. Τίποτα δικό μας τελικά. Τα χέρια μας μένουν άδεια. Ίσως για να μείνουμε ταπεινοί και γυμνοί, όπως ήρθαμε στον κόσμο. Και ίσως η απόφασή μου να βγάλω αυτό το βιβλίο είναι για να πιστέψω και η ίδια πως τα έζησα όλα αυτά, πως υπήρξαν. Πως τίποτα δεν μπορεί να ακυρώσει το γεγονός ότι υπήρξαν. Και πως όλα αυτά ήμουν εγώ. Έπρεπε λοιπόν να γίνουν βιβλία όλα αυτά, λέω ξανά. Για να καταλάβω πόσο ελλιπής και μάταιη ήμουν κι εγώ η ίδια όταν έγραφα τις χιλιάδες σελίδες, πιστεύοντας έτσι πως κατέκτησα την ομορφιά και τη γνώση. Όμως λέω πάλι, κι αυτή ακόμα η επίγνωση, πως τίποτα δεν μένει δικό μας, είναι μια κατάκτηση, ίσως η πιο σημαντική».
Δεν βρίσκω τίποτα να προσθέσω κρίνοντας ένα τόσο σημαντικό έργο. Οι ομολογίες και διαπιστώσεις της συγγραφέως με συγκινούν. Όπως και κάθε αναγνώστη που παράλληλα θα πλουτίσει από τη γνώση της θησαυρισμένης αυτής εμπειρίας ζωής, η οποία είναι και μια πραγματική κατάθεση ψυχής.
Δημοσιεύτηκε στο diastixo, 26 Αυγούστου, 2016
Η Λίτσα Ψαραύτη είναι συγγραφλεας παιδικών και εφηβικ΄βν βιβλίων