«Αχ, τη ζωή μας που την κάναμε τραγούδι, να ’τανε τρόπος να την κάνουμε ζωή»
Περπατώ νύχτα στο έρημο λιμάνι των Χανίων κι είναι οι σκέψεις μου πιο δυνατές κι από τη νύχτα που βαδίζει στο πλάι μου, σύντροφος παντοτινή στις περιπλανήσεις του νου μου. Δεν είναι πολλές οι ώρες που έκλεισα «Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής της.
Έμεινα για πολλή ώρα σιωπηλός κοιτώντας από το μπαλκόνι μου τις αποχρώσεις της θάλασσας, καθώς έπεφτε η νύχτα. Έχω ταχυπαλμία. Πάντοτε μου δημιουργούν ταχυπαλμία τα βιβλία της Λαμπαδαρίδου. Κάθε τι που γράφει, γράφεται μυητικά και ενορατικά. Υπηρέτης της Τέχνης η ίδια, αφουγκράζεται κάθε φωνή – ακόμη και πέραν του κόσμου τούτου – κι έχοντας επίγνωση του συγγραφικού της προορισμού, αφιερώνει το έργο της σε «αυτό» που υπάρχει πέρα από την ίδια, σε «αυτό» που οφείλει να καταθέσει ως την μόνη αλήθεια που συλλαμβάνει ενορατικά ο νους της, σε «αυτό» που την προέτρεψε να μπει στην αγωνία της συγγραφής. Αν το βιβλίο είχε φωνή, θα μας έλεγε πως ό,τι πονά, μας διαμορφώνει. Το σπίτι με περιορίζει. Θέλω να βγω έξω να σκεφτώ. Θυμάμαι τη φράση του βιβλίου «Αχ, τη ζωή μας την κάναμε τραγούδι, να ’τανε τρόπος να την κάνουμε ζωή», κι αναρωτιέμαι. Ο τρόπος και η ζωή. Ο τρόπος ενέχει στην ερμηνεία του και τη λέξη «προορισμό». Ο καθείς ανάλογα με τον προορισμό του μετέρχεται και τους ανάλογους τρόπους. Και η ζωή, η ζωή δεν είναι απαραιτήτως αυτό που φαίνεται στους πολλούς ότι είναι.
Στα «Μονοπάτια του Αγγέλου μου» η Μαρία Λαμπαδαρίδου παραθέτει αποσπάσματα από τα ημερολόγιά της, χωρίς όμως να πρωταγωνιστεί η ίδια. Γιατί στα ημερολόγια αυτά πρωταγωνιστής είναι η αγωνία. Η αγωνία της δημιουργού να μπορέσει να καταθέσει την αλήθεια που γνωρίζει, να περατώσει την αποστολή της υπηρετώντας τον προορισμό της σ’ αυτή τη ζωή. «Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου» είναι ένα βιβλίο που εμπεριέχει όλα τα προηγούμενα βιβλία της Λαμπαδαρίδου. Ποίηση, θέατρο, μετάφραση, δοκίμιο, μυθιστόρημα… όλα μαζί και το καθένα χωριστά ψάχνουν με μια αγωνία που κάνει τη συγγραφέα να ματώνει, το μονοπάτι που το τυλίγει η ομίχλη και η καταχνιά και να το φέρουν στο φως. Όλα αναζητούν το σωστό μονοπάτι, αυτό που η Τέχνη με τη μορφή Αγγέλου τής υποδεικνύει πώς οφείλει να περπατήσει. Το μονοπάτι που περπάτησε ο Άγγελος, πριν από την ίδια.
Στο συγγραφικό έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου, η αγωνία σπαράζει στην προσπάθειά της να δει λίγο πιο πέρα, αυτό που δεν φαίνεται, την άλλη αλήθεια. Αυτή που υπάρχει ανεξάρτητα από το αν την αποδεχόμαστε ή όχι οι άνθρωποι. Ό,τι δεν φαίνεται, δεν σημαίνει όμως και πως δεν υπάρχει, και η παραδοχή αυτή προβληματίζει. Τίποτα δεν είναι δικό μας τελικά; Όλοι στο ίδιο δάσος καιγόμαστε στο τέλος, μεγάλοι ή μικροί –άνευ σημασίας ο διαχωρισμός, και με τα χέρια αδειανά. Κι ο άνθρωπος αποχωρεί, όπως ακριβώς και ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο, γυμνός και ταπεινός. Και ηττημένος. Αυτή είναι η αλήθεια.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου κάθε φορά που ετοιμάζεται να βγάλει ένα καινούριο βιβλίο νιώθει ανοχύρωτη και φοβισμένη. Σαν να κόβει μονάχη την ψυχή της σε μικρά κομμάτια και να τα σκορπά. Δεν έχει όμως άλλη επιλογή. Η Λαμπαδαρίδου γράφει γιατί μονάχα έτσι μπορεί και υπάρχει. Κι αν το αποτέλεσμα ήταν να πλουτίσει τη ζωή της με γνώση και εμπειρίες μοναδικές, ο δρόμος ήταν ανηφορικός και είχε αγκάθια που έπρεπε να τα περπατήσει, να οδηγηθεί μέσα από σπαραγμό, έχοντας μονάχα ως όπλα τη διαίσθησή της για τον κόσμο και την ύπαρξη, στην αναζήτηση της ουσίας μέσα στο χαμένο ιερό της ψυχής. Κι όσο κι αν στο τέλος τίποτα δεν μένει δικό μας, η επίγνωση αυτή είναι μία κατάκτηση που μπορεί να σε οδηγήσει σε διαδρομές που δεν είχες μέχρι τώρα σκεφτεί ή που θεωρούσες βέβαιο πως δεν υπάρχουν.
Η Λαμπαδαρίδου μέσα από τα ημερολόγια που καταθέτει μοιάζει σαν να ζητά να απαθανατίσει την κάθε στιγμή που αφορά τη συγγραφική της φύση, σαν να ζητά να δώσει σ’ αυτή την κάθε στιγμή τη διάσταση μιας αιωνιότητας του χρόνου, για να μετατοπίσει στο τέλος τη ματαιότητα αυτή στην ψυχή της. Μέσα στους ήρωες της Λαμπαδαρίδου ανήκει ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε αναγνώστης που στις μοναχικές ώρες της ανάγνωσης βλέπει μπροστά του τις διαδρομές της ανθρώπινης αδυναμίας να συλλάβει αυτό που υπάρχει.
Κι είναι πασιφανές τελικά πως η Μαρία Λαμπαδαρίδου δεν χρησιμοποιεί το ταλέντο της για να γράψει βιβλία, αλλά τα ίδια τα βιβλία της χρησιμοποιούν το ταλέντο αυτό, για να μπορέσουν να υπάρξουν. Να μιλήσουν.
Αισθάνομαι στ’ αυτιά μου τον ήχο της θάλασσας, να βγαίνει από τα σπλάχνα της μια δόνηση, «μια δόνηση ζωής καταργημένης», που έγραφε και η ποιήτρια. Γιατί από «τα μονοπάτια του Αγγέλου μου», σ’ αυτό καταστάλαξα πάνω από όλα. Ότι η Λαμπαδαρίδου είναι ποιήτρια και τα μυθιστορήματά της άδουν ποίηση, γιατί πηγάζουν από τα έγκατα της τέχνης βγάζοντας τη φωνή της μάνας ποίησης, αφού η ποίηση είναι η μάνα όλων των τεχνών. «Η ποίηση δεν είναι το ποίημα», γράφει η ποιήτρια.
Η ποίηση πηγάζει από τη ματαιότητα που ζούμε και γράφουμε, για να ξεχνάμε το θάνατο. Η ποίηση γεννήθηκε από το φόβο. «Γιατί από φόβο γράφουμε. Να ξεγελάσουμε τον Χρόνο». Πιάνω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει φράσεις μέσα από το βιβλίο. «Απ’ την άλλη, ο παρών χρόνος που βιώνω, αισθάνομαι πως βαθαίνει μέσα μου. Παίρνει άλλες, ασύλληπτες διαστάσεις. Γίνεται προφητικός. Κι εγώ βυθίζομαι σ’ έναν γλυκό μυστικισμό, σε μια αποκάλυψη μαγική. Ποια θα είναι η ποίηση που θα γράψω μετά;»
Το να επιχειρηματολογήσω γιατί πρέπει να διαβάζει κανείς τη Μαρία Λαμπαδαρίδου, μου φαίνεται πραγματικά αστείο. Είναι σαν να αναρωτιέσαι γιατί πρέπει να πιω νερό. Θα εστιάσω όμως στο γιατί θα πρέπει να διαβάσει το καινούριο της βιβλίο η γενιά των νέων λογοτεχνών, στην οποία ανήκω και ο ίδιος. Γιατί στα «Μονοπάτια του Αγγέλου μου», που συμπεριλαμβάνεται το έργο μιας τεράστιας καλλιτεχνικής διαδρομής, ο νέος λογοτέχνης θα αντιληφθεί ποια είναι η αποστολή του, θα δει τον όρο πνευματικός άνθρωπος να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του, ενώ θα συνειδητοποιήσει πως η Τέχνη συνιστά ταπεινότητα. Όλα τα άλλα είναι ανύπαρκτα. Κι όπως γράφει η σημαντική αυτή δημιουργός: «Ένα γεγονός ή ένα βίωμα παραμένει το ίδιο, όμως και παραλλαγμένο, ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσεις. Ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσεις».
Ο Πασχάλης Πράντζιοςείναι συγγραφέας – φιλόλογος
Αναρτήθηκε το 2016