Πάνω στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου Γιώργου Κιούση
Δεν υπάρχει καμιά διαδρομή ζωής με φιλντισένια μονοπάτια. Για τον κάθε ανθρώπινο βίο, οι δρόμοι σχεδόν πάντα είναι σπαρμένοι με αγκάθια και παγίδες. Όμως στο βιβλίο αυτό υπάρχει μια μεταφορά, μια αντίφαση.
Για όσους έχουν διαβάσει το μυθιστόρημά μου “Ο Άγγελος της Στάχτης”, και είναι αρκετοί οι αναγνώστες του, ξέρουν πως ο “Άγγελός” εκείνος βγήκε από την ερημία της νύχτας, που ήταν τα χίλια χρόνια της περιπλάνησής του, ώσπου να βρει τη Μνήμη και τη Γνώση του εαυτού του. Και τότε, το πονεμένο σώμα του έγινε σεντιφένιο και το μαύρο ρούχο του άσπιλο λινό. Τα μάτια του που ήταν από άβατο σκοτάδι έγιναν φίλντισι και φως.
Σε εκείνο το “φίλντισι” αναφέρομαι. Σε εκείνον τον “Άγγελο!”
Και σε εκείνα τα ασφοδελά μονοπάτια περπάτησα, του “Αγγέλου της Στάχτης”, σε εκείνα τα “ευρώεντα κέλευθα” της ορφικής δίψας, γιατί εκεί με έβγαλαν οι περιστάσεις της ζωής μου. Από όλα τα μυθιστορήματα που έγραψα, με εκείνον τον λυπημένο Άγγελο, τον απορριμμένο από όλα τα στοιχεία της φύσης, ταυτίστηκα και τον είπα επαλήθευση της ζωής μου. Έτσι περπάτησα μαζί του αναζητώντας τη δική μου “αυτογνωσιακή” μνήμη και τις απαντήσεις στις δικές μου αγωνίες.
Και είναι αυτός ο λόγος που είπα για για το βιβλίο τούτο, πως είναι ένα “δώρο” στους αναγνώστες μου. Δώρο το λογαριάζω. Γιατί εκείνοι που αγάπησαν τον “Άγγελο της Στάχτης”, από όποια οπτική και αν τον πλησίασαν, πάντα θα τον έχουν στην καρδιά τους σαν “δώρο”. Και στο βιβλίο αυτό, εκείνα τα μονοπάτια της ομίχλης ξετυλίγονται από άλλους δρόμους και με διαφορετικές πατημασιές ζωής.
Έτσι, γράφοντας για τα “Μονοπάτια” της δικής μου ζωής, που είναι σελίδες από τα αμέτρητα ημερολόγια που κρατούσα, όπως το λέω, και που δεν είχα το κουράγιο να καταστρέψω, βρήκα πως όλοι οι δρόμοι που πήρα, οι δρόμοι όπου με έβγαλαν οι συγκυρίες ή το απροσδόκητο του βίου, με πλησίαζαν πάντα στα ασφοδελά μονοπάτια του Αγγέλου μου, αυτά τα τυλιγμένα στην ομίχλη μιας άλλης ζωής αθέατης, μιας άλλης γνώσης δύσβατης ή και άβατης. Βήμα βήμα πατούσα στις ίδιες τις πατημασιές του, να βρω τις απαντήσεις στα δικά μου υπαρξιακά ερωτήματα ή ίσως αναζητούσα κάποιο φως που θα σήμαινε τη δική μου υπέρβαση. Με αυτή την έννοια ονομάζω το βιβλίο αυτό “δώρο”.
“Στους δρόμους του φεγγαριού, στο πρώτο μέρος των ημερολογίων σας, οι απαρασάλευτες νεότητες;”
Οι μαγικές και απαρασάλευτες νεότητες. Έτσι τις είδα. Για τον καθένα υπάρχει μια κρυφή γωνιά μέσα στην ψυχή του, όπου με ιερότητα φυλάει τα τοπία της νιότης του. Τα καθαρά εκείνα τοπία από ποίηση (η νεότητα από μόνη της είναι μια αστείρευτη ποίηση) και από φεγγάρι και μοναχική ώρα. Και τίποτα δεν είναι πιο ιερό ή πιο μαγικό από τα τοπία εκείνα, που ο άσωτος χρόνος τα κάνει φίλντισι και φως μέσα στη μνήμη, μέσα στη νοσταλγία της μνήμης, μέσα στον άσωτο πόνο της νοσταλγίας – ακόμα και αν ήταν χρόνια τραυματικά. Γιατί η νεότητα έχει τη δύναμη να υπερβαίνει το όποιο τραύμα και να γίνεται μαγική μέσα στη νοσταλγία της μνήμης.
Έτσι σαν τη μνήμη του νερού η κάθε μοναχική στιγμή της ζωής μας. Μια διαδρομή που χάνεται στη ροϊκότητα του χρόνου και ταυτόχρονα παραμένει αναλλοίωτη στον αιώνα. Έτσι αναλλοίωτες και λάμπουσες παραμένουν οι νεότητες εκείνες μέσα στα βάθη του μυαλού. Στα ανεξιχνίαστα και ακοίμητα βάθη της ψυχής, που κανείς δεν ξέρει με ποια κριτήρια επιλέγει αυτό ή εκείνο το περιστατικό της ζωής μας να το διαφυλάξει στα σεντούκια της. Και συνήθως τα περιστατικά αυτά, δεν είναι από τα πιο λαμπερά αλλά από τα πιο ταπεινά, ίσως γιατί σε αυτά βρίσκεται το ουσιώδες.
Και ακολουθούν “οι δρόμοι της ψυχής”, η δύναμη της παρατήρησης
Είναι οι μέσα οράσεις αυτές. Ο κάθε άνθρωπος θα φτάσει σε μια ηλικία που θα αναζητήσει κάποιες άλλες αλήθειες, κάποια άλλη γνώση. Αυτές τις αλήθειες που τις κατέκτησε εμπειρικά και που δεν τις περιείχαν τα βιβλία που διάβασε. Κι εγώ μίλησα εκεί για τις δικές μου αλήθειες. Ενδοσκοπώντας τον εαυτό μου στην κάθε στιγμή, για να κρατήσω τις σημειώσεις στα ημερολόγια μου, ανακάλυψα κι εγώ η ίδια πως όσο πλήθαιναν οι ρυτίδες στο σώμα από τον πανδαμάτορα, τόσο πιο διαυγείς γίνονταν αυτές οι “μέσα οράσεις”. Υπήρχε μια διαφάνεια σαν αυτή του Πλωτίνου. Ήταν η φιλοσοφική “νεότητα” του Πλωτίνου, όπου το σώμα, δουλεμένο σαν κόσμημα από τη φθορά του χρόνου, απελευθέρωνε τις μέσα οράσεις. Αυτά ήθελα να τα συμπεριλάβω στα “Μονοπάτια μου”. Γιατί έβρισκα πως ήταν μια διαδρομή εμπειρίας και σκέψης που έβγαζε σε ξέφωτο. Αλλά και γιατί ήταν μια ενδογενής παρατήρηση. Παρατήρηση συνεχιζόμενη που γίνεται δύναμη γνώσης.
Παρατήρηση, λοιπόν. Και μαζί διαπίστωση, που αφορά στο κάθε ανθρώπινο πλάσμα που θα σκύψει μέσα του στην υπαρξιακή του ώρα.
Και ύστερα, ήρθε ο στίχος του Ελύτη για να επιβεβαιώσει αυτές τις σκέψεις μου. “Το φως δουλεύοντας τη σάρκα” λέει στο “Φωτόδεντρο”. Σαν να είναι η ανθρώπινη σάρκα ένα πολύτιμο κόσμημα που το λειαίνει και το “δουλεύει” το φως. Έτσι έγραψα “ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΟΥ”. Γιατί έτσι, ακριβώς έτσι μου αρέσει να σκέπτομαι τη λέξη “γηρατειά”, έτσι με την ώριμη γνώση του Πλωτίνου που αντιφεγγίζει μια άλλη νεότητα αντίστροφη. Όμως για να διατυπωθεί αυτή η παρατήρηση, αυτή η διαπίστωση, συμπαρέσυρε και όλα τα γεγονότα που την δημιούργησαν. Αυτά που βαθαίνουν τις ρυτίδες και που πονούν.
Σήμερα πιστεύω πως είναι μια ανθρώπινη νίκη ενάντια στον χρόνο, να μπορέσει κανείς να πει τον λόγο του Ελύτη – να τον πει και να τον βιώσει: “Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια”. Και όχι μόνον αυτό.
Πέρα από τα προσωπικά γεγονότα της ζωής μου, κάποιες παρόμοιες διαπιστώσεις με ώθησαν περισσότερο στην απόφαση να βγάλω το βιβλίο “Τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου”. Γιατί, δεν μοιράζεται κανείς εύκολα τις προσωπικές σκέψεις του, γενικά την προσωπική του ζωή δεν την μοιράζεται με τον αναγνώστη, όσο κι αν πιστεύει πως ο αναγνώστης αυτός αγάπησε τα βιβλία του.
Όμως σκέφθηκα πως και αυτές ακόμα οι σκέψεις που γεννιούνται από τις προσωπικές μας εμπειρίες, αυτές οι διαπιστώσεις που τις επιβάλλει η δύναμη της παρατήρησης και που βγήκαν από τα προσωπικά μας γεγονότα, δεν είναι δικές μας μόνον. Τις ίδιες διαδρομές διανύει ο κάθε άνθρωπος, με διαφορετικά γεγονότα και περιστατικά για τον καθένα, όμως μέσα από τις ίδιες διαδρομές περνά για να φτάσει στις δικές του διαπιστώσεις, στη δική του άμυνα.
Και είπα, εγώ είχα το χάρισμα, ή και όχι χάρισμα, αλλά απλή σύμπτωση τύχης, να τα δω όλα αυτά. Και αφού τα έγραψα και τα συγκέντρωσα στα άπειρα ημερολόγια, είπα πως ίσως είχα χρέος να τα μοιραστώ. Κάπως έτσι.
Όμως δεν θέλω να αισθάνομαι σαν να απολογούμαι. Έβγαλα το βιβλίο, γιατί αυτό ήθελα να κάνω. Και η απάντησή μου αυτή αφορά και σε εκείνους που με αγωνία με ρωτούν: γιατί έβγαλα αυτό το βιβλίο. Την ίδια απάντηση τους δίνω: Αυτό ήθελα να κάνω. Και οι λίγοι που θα το αγαπήσουν μου είναι αρκετοί για να δικαιώσουν τη δύσκολη απόφαση που πήρα.
“ταξίδι στο όνειρο ο κινούμενος χρόνος;”
Ναι, μαγικό ταξίδι στο όνειρο. Όταν ήμουν νέα έλεγα, θα έχω γεράσει μόνον όταν δεν θα μπορώ πια να ονειρεύομαι. Όμως έχει τόσο μαγικές δυνάμεις το όνειρο, το εν εγρηγόρσει όνειρο, που όσο κανείς μπορεί να υπάρχει σε μια ισότιμη εγρήγορση του νου, πάει να πει, όσο θα μπορεί να συνειδητοποιεί έστω και ανεπαίσθητα πως μαζί του συμπορεύεται “κινούμενος ο χρόνος” τότε θα διαπιστώσει πως μόνον ονειρευόμενος μπορεί να βρει μια άμυνα για να τον αγνοήσει. Γιατί ο πας ανθρώπινος βίος, ακόμα και κλεισμένος σε μοναχικό δωμάτιο, συναντά τον λόγο του ψαλμωδού “εν οδώ!”
“Εν οδώ” πορευόμαστε, ερήμην μας. Και αυτό είναι απαρασάλευτο σαν τις νεότητες. Και κανείς ας μην κάνει τον έξυπνο, όπως συνηθίζεται στις μέρες μας, απορρίπτοντας την όραση ή την “παρατήρηση” του άλλου. Κι αν είπα πριν πως το ένιωσα σαν χρέος να δημοσιοποιήσω αυτές τις εμπειρικές μου διαπιστώσεις ήταν γιατί με παίδευε ο λόγος του Ηράκλειτου πως ο Λόγος είναι κοινός, “του δε λόγου δ΄εόντος “κοινού” (ξυνού), είπε. Που σημαίνει, αυτό που είναι δικό μας είναι και των άλλων. Και εδώ, θέλω να ευχαριστήσω τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ που, εν μέσω κρίσης σκληρής και απειλητικής, έβγαλαν με τόση φροντίδα “ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΟΥ”.
Και για τον Ράλλη Κοψίδη για τον οποίον ρωτά ο κ. Κιούσης, επειδή έχω στο βιβλίο ένα πορτρέτο νεανικό που μου είχε κάνει
Ναι, μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, στη Μύρινα της Λήμνου. Μια φτωχική τότε αλλά και μαγική γειτονιά. Με μια πέτρινη βρύση, σκαλιστή. Και με μια αλάνα όπου τη νύχτα έβγαιναν τα φαντάσματα. Κάποτε μου ζήτησε να του γράψω τη βιογραφία του. Έγραψα αρκετές σελίδες, που κάπου τις έχω ακόμα, αρκετά πράγματα που μου τα θύμιζε όποτε τον συναντούσα στη Γλυφάδα ή στο σπίτι μου. Όμως μετά παραιτήθηκα. Κανείς δεν μπορεί να γράψει τη βιογραφία του άλλου, είπα. Γιατί δεν μπορεί να ξέρει πώς ο ίδιος αισθανόταν. Δεν μπορεί να ξέρει σε ποιες διαδρομές της ψυχής του περπάτησε. Μπορεί να γράψει μόνον αυτά που έκανε. Τα έργα της ζωής του. Αυτά που είναι τα “ανθρώπων έργα”. Ή, όπως τα λέει ο ψαλμωδός: “Έργα χειρός ανθρώπου”. Όμως ποτέ δεν μπορεί να φτάσει σε αυτά τα γεγονότα, στις μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες που τον ώθησαν να κάνει αυτό ή εκείνο το έργο. Μόνον ο ίδιος μπορεί.
Όταν έφυγε ο Ράλλης Κοψίδης από τη Λήμνο, έριξε πέτρα πίσω του. Τόσο πικρά και στερημένα ήταν τα χρόνια τότε, αρχίζοντας από την πείνα της Κατοχής, όπου βρέθηκε παιδί. Και τότε η μητέρα του η κυρία Δέσποινα, μια αγωνιστική γυναίκα, έπαιρνε κάποιες ζωγραφιές που έκανε ο Ράλλης, παιδί ακόμα αλλά πανέμορφες ζωγραφιές, που τις θυμάμαι, και πήγαινε στα χωριά να τις ανταλλάξει με λίγο σιτάρι. Και ύστερα, χρόνια μετά, όταν είχε πουλήσει το σπίτι του και επρόκειτο να το κατεδαφίσουν, το έβγαλα μια φωτογραφία και του την πήγα. Κι εκείνος τρελάθηκε από τη χαρά του, από τη συγκίνηση που ένιωσε. Σχεδόν όλα τα κατοπινά έργα του ήταν παραλλαγές της φωτογραφίες εκείνης του σπιτιού του. Και τότε μου έκανε δώρο αυτό το ζωγραφικό του δικού μου σπιτιού, όπως το θυμόταν.
presspublica.gr, 21 Ιουνίου 2016