Οδοιπορώντας στους δρόμους της ψυχής
«Soif d’exister»: «Δίψα να υπάρχεις», αυτή ήταν η διάγνωση του Γάλλου γιατρού για τη νεαρή φοιτήτρια της Σορβόννης και φερέλπιδα συγγραφέα Μαρία Λαμπαδαρίδου, που δεν σταματούσε να γράφει σε κάθε γωνιά του Παρισιού. Αυτή η δίψα έμελλε να γίνει η πιστή σύντροφος της ζωής της. Με όλα τα συμπαρομαρτούντα, τα οποία η Λαμπαδαρίδου τα χάραξε από την πρώτη στιγμή, υπό μορφή σημειώσεων, για να μην τα πάρει ο άνεμος της Λήμνου και η λήθη του χρόνου.
Και τι καλά που έκανε! Ιδού, λοιπόν, όλη αυτή η έξω και έσω ζωή ανακεφαλαιωμένη στο συναρπαστικό βιβλίο Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου, με αγωνία, με φωνή ηχηρή, με σιωπές, με λαχτάρα και οδύνες. Μαρτυρίες και καταθέσεις, που μπήκαν σε τάξη, για να στεγάσουν ένα ταξίδι σαν μυθιστόρημα-ποταμό. Αν φτάνει, δηλαδή, μια στέγη για να καλύψει τέτοιο άνοιγμα στο πέλαγος. Γιατί ο βίος και το έργο της Λαμπαδαρίδου ασφυκτιούσαν κάτω από καλύψεις και τα τοιαύτα. Περάσματα αφύλακτα ήθελαν πάντα, για να μπορούν να αποδράσουν και να καρπίσουν. Και ούτως εγένετο.
Η αναμέτρηση της Λαμπαδαρίδου με το σύμπαν της δημιουργίας αρχίζει στις 18 Ιανουαρίου του 1957. Στη Λήμνο. Στον θαλασσόβραχο με την αλισάχνη. Με ένα άσπρο τριαντάφυλλο, καθημερινό πρόσφορο του πατέρα, η μικρή Μαρία ξεκινάει να ονειρεύεται τον κόσμο πέρα από τη θάλασσα. Τον ψυχανεμιζόταν αυτόν τον εκλεκτικό αέρα, που έφερνε την ποίηση από μακριά. Στην αρχή με τις λέξεις του Έλιοτ, που χρίστηκε αχώριστος σύντροφος των πρώτων νεανικών της χρόνων, τότε που οι άνεμοι ήταν παγωμένοι και η καρδιά αποζητούσε «επίδεσμο» για να αντέξει.
Τα πρώτα κείμενά της παίρνουν το καράβι για την Αθήνα, γιατί δεν τα χωράει το νησί. Την καλούν να πάει μαζί τους. Και το κάνει, αφήνοντας τα βράχια της Αγ. Βαρβάρας φυλαγμένα καλά στην πιο ζεστή κόχη της ψυχής της. Ξέρει ότι εκεί πάντα θα επιστρέφει. Με τον δικό της τρόπο.
Η ποίηση, το θέατρο, το μυθιστόρημα, φιλόξενες από πρόθεση, ανοίγουν για τα καλά τις πύλες τους στον λόγο της Λαμπαδαρίδου. Τις διαβαίνει με τον πυρετό της ακάματης έμπνευσης, συνοδευμένης πάντα από τον πόθο της δημιουργίας, που την ξεπερνά κάθε φορά. Κάθε αναγνώριση και μια δοκιμασία. Το σώμα συμμετέχει με εκείνον τον πόνο τον ανεξήγητο και αεί παρόντα. Η Λαμπαδαρίδου όμως επιμένει να του αντιστέκεται. Και να τον ξαποσταίνει πάντα στη γενέθλια γη.
Όταν μπαίνει στη ζωή της το έργο του Μπέκετ, η Λαμπαδαρίδου έχει ήδη πάρει τον δρόμο τον καλό της λογοτεχνίας. Η συνάντησή της με το θέατρό του είναι η αρχή μια κατάδυσης, που την συνδέει εντόσθια με την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και την εσωτερική γνώση. Αυτήν που θα την οδηγήσει σιγά-σιγά σε μονοπάτια κρύπτια και μυητικά, με το «δεν μπορώ να ανασάνω» να την ακολουθεί κάθε που η χαρά αγγίζει τον ουρανό. Κάθε φορά που οι λέξεις βρίσκουν τον στόχο τους. Τον προφητικό. Τον ιερό.
Ανάμεσα στα περάσματα των λέξεων διασταυρώνονται και οι εμβληματικοί συμπορευτές: από τον Μπέρναρ Ντορτ, στον Μπέκετ, από τον Κάρολο Κουν στον Καμπανέλλη και στον Ελύτη. Και οι χώρες του κόσμου να μην σταματούν να ξεδιπλώνονται στα ανήσυχα μάτια της μέχρι να συμπυκνωθούν στον ομφαλό των Δελφών, που θα γίνει το κέντρο του κέντρου της. Είναι τότε που διαβαίνει τα «ασφοδελά μονοπάτια της ομίχλης», όπως αποκαλεί τα χρόνια της άλλης γραφής, τα μετά την «σκοτεινή μπεκετική άβυσσο», αυτά που θα την εισαγάγουν στο Άδηλο, το Άρρητο, το Αφανέρωτο, το Ακατανόητο.
Μιας άλλης ευκαρπίας η περίοδος αυτή. Γεμάτη από το φως του Ελύτη, στο «πορώδες μεσημέρι», κάτω από το «άκτιστο φως». Μέσα από τη δική της όραση την υπερβατική, συναντιέται με το μεταφυσικό φως της «άλλης αλήθειας» και γίνεται η έκρηξη. Αναδύεται καθαρμένη και διάφανη στο οραματικό σύμπαν του Ελύτη. Με την αγωνία πάντα σύντροφο της έμπνευσης και της δημιουργίας. Για να ισορροπεί την αθωότητα με τη γνώση.
«Δρόμους της ψυχής», αποκαλεί η Λαμπαδαρίδου τα χρόνια της υπερβατικής αναζήτησης και της αυτογνωσίας. Σε αυτήν την περίοδο, μεταξύ πολλών και σημαντικών έργων, γράφεται και το μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη πήραν την, που έμελε να αποτελέσει την «ολοκλήρωση της ζωής». Πρόκειται για ένα έργο με το οποίο η Λαμπαδαρίδου δοκιμάστηκε πολλαπλά. Χρειάστηκε την αεί προστασία του τόπου της, για να βάλει στο χαρτί την πρώτη φράση, για να αρχίσει έκτοτε την επιστροφή στα χρόνια της πορφύρας, της ματωμένης μνήμης και της ιστορίας. Και όλα αυτά διηθημένα μέσα από τη μυητική και υπαρξιακή της γραφή, που δεν έπαψε μέχρι αυτή τη στιγμή να είναι ο δικός της όρκος του Μυστικού. Η ιστορία στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται, με άλλα λόγια, το όχημα για να αποκαλυφθεί το άγιο πάθος, που οδηγεί στα θαύματα. Αυτά που κάνουν οι άνθρωποι σε στιγμές μεγαλείου. Αυτούς τους πολιορκημένους με τον τιμημένο θάνατο ανατέμνει εντοσθίως με την πένα της η Λαμπαδαρίδου.
Η ελληνικότητα, οι ιστορικές ρίζες, όπως αναδεικνύονται στο μυθιστόρημα αυτό, λειτουργούν λυτρωτικά, σαν καθαρτήρια εσωτερική αλήθεια, ειδικά στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, που η ανάγκη για αυτογνωσία τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο, είναι επείγουσα. Το είπαν «έπος της αλώσεως». Και είναι. Όπως είναι και το «έπος της Συνείδησης», αυτής που διανοίγει τα μονοπάτια για την πηγή του Αθέατου. Αυτή εξάλλου είναι πάντα η πηγή δημιουργίας της Λαμπαδαρίδου σε όλο το έργο της. Κάτι σαν στοίχημα αποκάλυψης. Της έσω ζωής. Με συνοδοιπόρους τους πολυπληθείς και πιστούς αναγνώστες της.
Παρουσίαση ομιλία στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2017
Η Καλλιόπη Εξάρχου είναι ποιήτρια και Καθηγήτρια στο ΑΠΘ