Όταν μπαίνω στο παλιό μου σπίτι
γεμίζουν οι κάμαρες πουλιά
« Μικροί Κόσμοι»Το δέντρο περπατάει αργά, με κάτι βήματα σερνάμενα και προσεχτικά,
μην πάει και σκοντάψει σε κακοτράχαλο πέρασμα. Το δέντρο έρχεται
προς εμένα, που έχω κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι του σπιτιού μου και το κοιτάζω με κάτι μάτια πελώρια από την έκπληξη.
Είναι εκείνο το ίδιο δέντρο που πήγαινα μικρός και ξάπλωνα στη σκιά του, σκέφτομαι, και αναριγώ. Πολλές φορές ακουμπούσα το σώμα μου στον κορμό του και άκουγα την ανάσα του. Τα λόγια που μου ψιθύριζε δεν μπορούσα να τα ξεδιαλύνω, όμως είμαι σίγουρος πως μου μιλούσε, πως μου έλεγε: « Είμαι εγώ η ψυχή του κόσμου, αγάπησέ με», κάπως έτσι.
Είναι λίγες μέρες τώρα που ήρθα στο σπίτι μου. Οδοιπόρος
περιπλανώμενος μια ζωή. Σπούδασα, δούλεψα (κι αν δούλεψα) έζησα την
αγωνία του κέρδους και της ζημίας, άσπρισαν τα μαλλιά μου να τρέχω, και τώρα που έφτασα στην ηλικία της περισυλλογής, είπα, πρέπει να βρω αυτό που έχασα, να βρω τον χαμένο μου εαυτό, τον χαμένο μου χρόνο, δεν μπορεί να έμεινα άδειος…τόσες πλούσιες εμπειρίες έζησα, τόσα ξενύχτια, και γύρισα στο σπίτι μου, ξέροντας πως μόνον εδώ θα βρω αυτό που για πάντα έχασα.
Το σπίτι παλιό, ρημαγμένο πες, τα παράθυρα σκεβρωμένα και τρύπια, και απορώ. Εγώ, ένας επιτυχημένος άνθρωπος, πώς άφησα το σπίτι μου να φτάσει σε αυτό το έσχατο όριο της απελπισίας… και τρομάζω. Σαν να είχα ταυτιστεί μαζί του, σαν να ήμουν εγώ αυτός που είχε φτάσει στο έσχατο όριο της απελπισίας.
Σε κάποια στιγμή, ακούω την πόρτα να ανοίγει τρίζοντας. Στρέφω το
κεφάλι και αντικρίζω ένα εφτάχρονο παιδί. Τρεμούλιασα από τη
συγκίνηση.
«Ποιος είσαι;» του λέω.
Χαμογέλασε.
Όμως τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να έκλαψε λίγο πριν.
«Άργησες…πολύ άργησες, μου λέει, πολλά χρόνια σε περιμένω…»
΄Ηταν τόσο σοβαρό το πρόσωπό του, που δεν τόλμησα να μιλήσω άλλο.
Τον είδα που στάθηκε στο παράθυρο, κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι
και κοίταξε το δέντρο που κατηφόριζε τώρα, με τα ίδια αργά, προσεχτικά
βήματα, και ερχόταν κατευθείαν προς το σπίτι μου. Και όσο πλησίαζε, τόσο διέκρινα πως τα κλαριά του ήταν χιονισμένα και ολοστόλιστα με μπαλίτσεςλαμπερές και άστρα χρυσά και παιχνίδια.
Δεν άρθρωσα λέξη.
Κοίταζα μόνο το κλαμένο πρόσωπο του εφτάχρονου που έλαμπε τώρα,
σάμπως εκείνο να είχε καλέσει το δέντρο, σάμπως το δικό του πνεύμα να
του έδινε τη δύναμη, αυτή τη μαγεία, να βαδίζει μέσα στο χειμωνιάτικο
χιονισμένο τοπίο.
Αισθάνθηκα τα χέρια μου να τρέμουν, και κάτι θρυμμάτιζε την καρδιά μου, μια νοσταλγία ανείπωτα γλυκιά, και άρχισα να κλαίω… Από τα σπλάχνα μου ανέβαινε αυτή η νοσταλγία, αυτό το κλάμα…μνήμες θαμπές από τα εφτά μου χρόνια, που με το πρόσωπο κολλημένο σ’ ετούτο το ίδιο τζάμι, ονειρευόμουν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτο στολίδια…α, πώς φούσκωνε η καρδιά μου από την επιθυμία εκείνη τη χαμένη στα τρίσβαθα της γερασμένης μου ψυχής…
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα πάλι κι ευθύς ντράπηκα. Σάμπως μια φωνή
μέσα μου να μου έλεγε: «Τόσο ξένος έγινες από τον εαυτό σου;»
Το παιδί δεν απάντησε. Κοίταζε μαγεμένο το δέντρο, σάμπως να ζούσε
σε χρόνο μυθικό και με παρέσερνε κι εμένα να βρω το σκίρτημα της
χαμένης μαγείας.
Ξαφνικά, ένας θόρυβος με συνεπαίρνει. Στρέφω τα μάτια και βλέπω το
πελώριο δέντρο που γκρέμιζε τώρα τον ρημαγμένο μαντρότοιχο για να
χωρέσει να μπει μέσα στην αυλή. Και μόλις τα κατάφερε, τέντωσε
ευτυχισμένο όλα τα χιονισμένα του κλωνάρια και στάθηκε μπρος στο
παράθυρό μας.
΄Εκανα να τρέξω να το δω από κοντά, να το αγγίξω, να βεβαιωθώ για το
πόσο αληθινό ήταν, όμως ο εφτάχρονος με τράβηξε από το μανίκι.
«Όχι, μην πας…όχι εσύ…, είπε, είναι αργά πια για σένα…»
Απόρησα.
«Γιατί αργά…τι θέλεις να πεις;»
Με κοίταξε με το σοβαρό του πρόσωπο, αυτό που έλαμπε από την ευτυχία.
«Τα θαύματα θυμώνουν, όταν δεν τα πιστεύεις…», είπε, και έτρεξε με
τέτοια λαχτάρα που τα έχασα.
Με άφησε μονάχο, εκεί, στο αραχνιασμένο δωμάτιο, πίσω από το θαμπό
τζάμι να τον κοιτάζω. Αγκάλιασε το δέντρο με τόση σιγουριά, σάμπως
να ήταν το πιο αληθινό το κόσμου.Ένα σκίρτημα ένιωσα, μια ανείπωτη νοσταλγία.
“Τίποτα πιο δικό μας απ’ ό,τι για πάντα χάσαμε”, είπα δυνατά να το ακούσω. Και άπλωσα το χέρι μου να αγγίξω το χριστουγεννιάτικο κλαδί, σαν να ήταν αληθινό.
Το πιο αληθινό του κόσμου.
Ή μήπως ήταν;
Έψαξα μέσα μου να βρω τα εφτά μου χρόνια. Α, τι μαγικές στιγμές.
Η ζωή μου φωτίστηκε θαρρείς. Ένιωσα την ψυχή να πλημμυρίζει από αυτό το φως της χριστουγεννιάτικης χαράς.
Και τότε είδα το παιδί που ερχόταν προς εμένα με τα χέρια του απλωμένα σαν να ήθελε να με αγκαλιάσει ή να κλάψει να κλάψει μαζί μου.
Έθνος της Κυριακής, 22 Δεκεμβρίου 1996
Θέμα: «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία»