«Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε»
Κ. Καρυωτάκης
Η Μνήμη – Ύλη και η Μνήμη – Διάρκεια
«Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,/ [] αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που [] κάποιο τυχαίο εμπόδιο τες ματαίωσε./ Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες / εκείνες σαν να δόθηκες».
Στον Αλεξανδρινό ποιητή ο έρωτας συμπλέκεται με την ανάμνηση, σχεδόν νομοτελειακά. Η θύμηση του έρωτα εισβάλλει τόσο δυνατή που, περίπου, δεν ενδιαφέρει το τι, στ’ αλήθεια, έχει βιωθεί και τι όχι. Οι μνήμες αναπαρίστανται ως η πραγματικότητα, ανεξαρτήτως του αν είναι αυθεντικές ή φαντασιωσικές. Η ανάμνηση, λοιπόν, λειτουργεί σφοδρότερα από το ίδιο το βίωμα. Τι είναι αυτό, όμως, που ενοποιεί το παρελθόν του βιώματος και την ανάμνησή του που ανήκει στο τώρα; Είναι η δύναμη της επιθυμίας αναδύεται με τέτοιο σπαραγμό και ένταση, ώστε το ιστορικό πλαίσιο της μνήμης να παρουσιάζεται ως ενιαίο, αδιάσπαστο και ενεργό. Η ύπαρξη ολόκληρη ταυτίζεται με την ουσία της, τη μοναδική ουσία που αποτυπώνεται στα ακριβά και πολύτιμα συναισθήματα του έρωτα. Αδιακρίτως πότε συνέβησαν Εκείνο το «είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη/ τα ηδονικά της μέθης/ που και τώρα που γράφω, έπειτα από τόσα χρόνια,/ μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά» αποτυπώνει την αισθησιακή γραφή του Καβάφη. Όχι μόνο ο ποιητής, αλλά ο καθένας μας, ποιητής της προσωπικής του ζωής, «ποιεί» σύμφωνα με το μοντέλο μνήμης και χρόνου του Bergson.
Ο Bergson γράφει το 1896 το Ύλη και Μνήμη (Matiere et Memoire). Θεωρεί ότι ο χρόνος, με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, στην ουσία ταυτίζεται με το χώρο, με την υλική διάσταση. Για το γάλλο φιλόσοφο, ο χρόνος έχει, ή καλλίτερα είναι, μία αδιάλειπτη ροή….Η Καθαρή Διάρκεια, ο ψυχολογικός και πνευματικός χρόνος, είναι μία ποιότητα στην οποία δεν διαχωρίζεται το παρόν από το παρελθόν ή από το μέλλον. Δεν υπάρχει τάξη: όλα τα επίπεδα λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο. Ενώ η Συνέχεια, αθροίζει «χωρικές στιγμές», η Καθαρή Διάρκεια είναι ποιοτική και δεν έχει σχέση με την αρίθμηση στιγμών ούτε με το αίτιο και το αποτέλεσμα των γεγονότων.
Στο Ύλη και Μνήμη ο Bergson διατυπώνει τη διάσημη διάκριση μεταξύ των δύο μορφών της μνήμης: τη μνήμη της συνήθειας (π.χ. ο βιολιστής δεν χρειάζεται να σκεφτεί που θα βάλει τα δάχτυλά του στις χορδές, επειδή η μνήμη του δρα «ωφελιμιστικά», εξυπηρετώντας το σώμα).
Την αληθινή μνήμη, που ακούσια καταγράφει τη βαθύτερη και εσώτερη εμπειρία ολόκληρης της ύπαρξης που προβάλλει την πιο πρωτότυπη και αυθεντική μορφή της (π.χ. το madeleine -το κουλουράκι- ως συνεκτικό στοιχείο της Διάρκειας στην ψυχική ζωή του ήρωα αποκτά οντολογικό χαρακτήρα στο έργο του Proust Αναζητώντας το χαμένο χρόνο).
Αργότερα, στη Δημιουργό Εξέλιξη (L’evolution creatrice 1907), ο Bergson θεωρεί τη «Διάρκεια» συνώνυμη με τη Ζωή.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στον τίτλο του βιβλίου Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες της κ. Λαμπαδαρίδου, η επίκληση, η λέξη «Σώμα», συμπίπτει με την Ύλη, ταυτίζεται με τη μνήμη-της-συνήθειας, με τη γραμμική ανάμνηση. Οι υλικές συνήθειες, αυτές του σώματος, εννοούνται ενστικτικές και μηχανικές. Η επανάληψή τους, η λειτουργία τους κατά την καθημερινή ζωή αναφέρεται στην αντανακλαστική μνήμη. Αλλά η συνέχεια του τίτλου, το «θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες», γίνεται η ποιότητα που υπερβαίνει την ύλη, η «Διάρκεια» που ξεπερνάει τον ωρολογιακό χρόνο. Τα συμβάντα του παρελθόντος αναδύονται σε ολότητα, είναι η ίδια η Ζωή. Το «θυμήσου το πόσο αγαπήθηκες» είναι οι προσωπικές, οι βαθιές μνήμες της κεντρικής ηρωίδας, της Ερωφίλης, όπως έχουν αποτυπωθεί με όλη και σε όλη της την ύπαρξη. Ξυπνούν από το «μισοσκόταδο της ψυχής», κατά τα λόγια του Bergson. Τις ανακαλεί η συνείδηση, στην οποία ανήκουν και τις αναδύει με εκπληκτική ζωηρότητα.
Ολόκληρο το Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες είναι χρόνος· χρόνος, που χαρακτηρίζεται από ιδιοσυγκρασιακές συστροφές, από γυρίσματα, από άλματα. Δεν υπακούει υποχρεωτικά στο νόμο του αιτίου και του αποτελέσματος της αντικειμενικής ιστορίας. Είναι ο υποκειμενικός χρόνος, ο χρόνος που διακρίνεται από τον αντικειμενικό, απ’ αυτόν που είναι ο ίδιος για όλους μας.
Έτσι, λοιπόν, άξονα στο βιβλίο αποτελεί η πρώτη λέξη του τίτλου, το Σώμα. Το Σώμα επανέρχεται. Είναι «ερωτικό – βιασμένο – ανθρώπινη σάρκα – γαιώδης οσμή – σώμα που καίει – η κάθε του στάλα κι αίμα – το σώμα έρημος – αυτό που πάσχει από την ένταση» Είναι το «σώμα που θυμάται και πονάει». Και με τα λόγια της ηρωίδας:
«Η ζωή μου έχει πολλά επίπεδα, στρώματα μνήμης, με περιστατικά στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο είμαι όλα αυτά, χωρίς σειρά, το πρόσωπό μου, χωρίς ημερομηνίες, ένα ψηφιδωτό σαν από σπασμένο κρύσταλλο και τα κομμάτια του σκόρπισαν έχω ανάγκη από την ενότητά τους, έχω ανάγκη από το πρόσωπό μου» (σελ. 79).
Συγχρόνως, το σώμα τείνει, χωρίς να καταργείται, να ξεπεράσει την ύλη του, να κερδίσει την πνευματική του διάσταση. «Να ενώσει τα κομμάτια του που σκόρπισαν» Τείνει να βρει τη Διάρκειά του.
Ο χρόνος – ο χώρος
Οι ανατροπές στον ιστορικό χρόνο της αφήγησης φθάνουν το γραπτό της κ. Λαμπαδαρίδου μέχρι το όριο του νεοτερικού μυθιστορήματος. Στο μοντέρνο ανήκει η συνειδησιακή εγρήγορση και η αισθαντικότητα της ηρωίδας. Αλλά, στο Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες ο λόγος κρατά τη λυρική μορφή του, μολονότι δεν υστερούν οι μεταφορές και τα σύμβολα. Επίσης, δεν αναιρείται ολοκληρωτικά η λογική και γραμμική ανάπτυξη των γεγονότων.
Ο χρόνος, λοιπόν, πρωταγωνιστής Όπως αναφέραμε: μη δομημένος, με διακοπές και επαναφορές. Μοτίβα προτάσεων ή λέξεων αισθητοποιούν τις διαδρομές του: «Το σπίτι – η βροχή – οι οσμές – η νύχτα – οι προφητείες – η Κατοχή – ο όρθρος – οι γονείς – το αίμα» Και στην πραγματικότητα: «Τώρα σε λίγο πριν λίγο δέκα χρόνια πριν μετά από την επιστροφή της». Η παιδικότητα και η εφηβεία του κοριτσιού, η γνωριμία του με τον έρωτα, ο «βιασμός» της και η εγκατάλειψη του πατρικού σπιτιού αναμιγνύονται με παρελθοντικούς χρόνους άλλης γενιάς ηρώων: με την εθνική Αντίσταση, με την προδοσία του Αγώνα, με την προδοσία των σχέσεων. Η ηρωίδα, γυναίκα πια, θυμάται. Το παρόν της συμπλέκεται με τις επαναδιατυπώσεις των συναισθημάτων της. Οι εποχές συνειρμικές, μακρινές αλλά και επίμονες, με απροσδόκητους συνδέσμους Δεν συμπλέκονται μόνο οι χρόνοι του τώρα και του πριν, αλλά και οι χώροι. Περιγράφονται με επαλληλίες, διασώζουν τις εφηβικές μνήμες και παρακολουθούν τα άλματα στον προσωπικό χρόνο
Οι χρόνοι «κουμπώνουν» με τους χώρους: «το σπίτι των παιδικών χρόνων, λευκό στη μνήμη – η εφηβεία με τα δέντρα του κήπου των πουλιών – οι κερασιές πάντα πολλές, ανθισμένες ή βροχερές – ο λόφος σταθερός τη δειλινή ώρα, με καρφωμένη τη φιγούρα του μοναχού». Τα αντικείμενα αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου. Η κάμαρη με τα βιβλία γίνεται, μετά από καιρό, η κλειστή κάμαρα και τα βιβλία της Ρω, απομεινάρια της νιότης, υποβιβάζονται στο υπόγειο. Αργότερα, τα φιλοξενεί η καινούργια κάμαρα, της ίδιας, νέας γυναίκας πια, σαν εκείνο το κατιτί, που διασώθηκε μαζί με την ψυχή της
Οι χρόνοι της ζωής μπλέκονται με τους ήχους της Ψίθυροι των φύλλων, ψίθυροι του έρωτα, οι φωνές της έντασης και της χαλάρωσης, τα φιλιά, τα νεανικά σώματα που χαίρονται το πάθος της επιθυμίας και το πάθος -από το πάσχω- που την ακολουθεί. Οι μυρωδιές απ’ «έξω» μπαίνουν «μέσα»: τα αρώματα των λουλουδιών ανακατεύονται με την οσμή από το ταμπάκο και τα καθαρά σεντόνια. Και τρυπώνουν, ακόμη πιο «μέσα», έτσι, ώστε αποθησαυρίζουν την ηδονή στη μνήμη.
Οι ερωτικοί σύντροφοι, εξακολουθητικά και κατά γενεές, αγαπούν και πονούν μέσα από αλλεπάλληλες προδοσίες· προδοσίες που ρημάζουν σπίτια και οικογένειες. Πρώτα πρώτα, και κυρίως, βλάπτουν τους ίδιους τους εαυτούς τους· ύστερα, αυτούς που προδίδουν. Στην πραγματικότητα, όπως τρέχουν οι σελίδες, αποδεικνύεται ότι δεν ήταν, ακριβώς, προδοσίες, αλλά ανθρώπινες αδυναμίες.
Η Προδοσία φαίνεται να προέρχεται από πόθο για κατάκτηση και συναισθηματική επιβολή. Η ηρωίδα θεωρεί προδοσία ό,τι δεν καλύπτει την ανάγκη της για το απόλυτο, για το δόσιμο που ξεπερνά τα όρια. Φτερουγίζει η ανάγκη της φρέσκιας ύπαρξης να φτάσει, με τα φτερά του έρωτα, ως τ’ άστρα! Μιλά η σάρκα που θέλει να ξεπεράσει τη σάρκα! Φυσικά, τη ματαίωση την ακολουθεί ο πόνος. Ο αγαπημένος της, από την άλλη, προστατεύει την ανεξαρτησία του, επικαλούμενος σπουδές και κοινωνική τάξη. Αποχωρεί από τη σχέση «που χωρίς αυτήν δεν θα ήταν ο ίδιος» Για να καταλήξει απών ακόμη και στη δική του ζωή. Όμως, υπάρχει ένα «κάτι», αυτό το «κάτι» που επανέρχεται και ενοποιεί τα δρώμενα. Είναι η αίσθηση του χαμένου, η απώλεια που πονά:
«Ο χρόνος υπάρχει μόνο ως μνήμη, σίγουρα, η απέραντη μοναξιά του αποκτά υπόσταση μόνο μέσα από τον πόνο της μνήμης, σκέφτεται η Ρω καθώς κοιτάζει τη στάχτη».
Και στη συνέχεια αναρωτιέται η ηρωίδα:
«Μήπως αυτό που ονομάζουμε “χαμένο” είναι η ίδια η ουσία της ζωής μας, ο βιωμένος χρόνος ταυτισμένος με τον βιωμένο μας εαυτό, [] με το χρόνο που έζησα ν’ αντηχεί απ’ όλα τα σημεία της μνήμης, να λιώνει πονεμένα, ν’ αποκτά τη δύναμη μιας αίσθησης από ζωή καταργημένη κι ωστόσο δική μου για πάντα» (σελ. 84).
Φύση και Πανενθεϊσμός
Η Φύση παρουσιάζεται σαν ά-υλη, σαν χωρίς βάρος και υπόσταση. Πιθανόν, επειδή περιγράφεται με αφαιρέσεις. Συνθέτει μια ατμόσφαιρα ψευδαισθησιακή, «αέρινη», ομιχλώδη, ρεαλιστικά ακαθόριστη. Μέσα σ’ αυτό το αποστασιοποιημένο, μακρινό και ονειρικό κλίμα ο πόνος, κι αυτός ακόμη, μαλακώνει. Τα πράγματα τα περιρρέει μία γενικότερη ηπιότητα, ευθραυστότητα και ευγένεια. Ακόμη και η οδύνη μένει «αβαθής» και τρυφερή, μένει κοριτσίστικη… Η εφηβεία κυριαρχεί. Η δροσιά της χαρακτηρίζει τα πρόσωπα, σφραγίζει το δέρμα. Το «δέρμα» έρχεται και ξανάρχεται με τις οσμές του και με τη θλίψη της μνήμης του. Ο νεανικός πόθος γίνεται κι αυτός κομμάτι της φύσης: «ο Αλέξανδρος περπατά μέσα στις κερασιές», για να πει στη Ρω: «σε θέλω τόσο πολύ, σε θέλω αγιάτρευτα». Αλλά, η πεθυμιά δεν μυρίζει, αποκλειστικά και μόνο, Άνοιξη, μυρίζει και Επιτάφιο: «Φτάνει ως το Θάνατο» Γιατί οι νέοι του κειμένου ερωτοτροπούν με το απόλυτο. Όμως, ενώ η νεανική καρδιά τους μοιάζει έτοιμη για το μεγάλο πάθος, φεύγει πανικόβλητη μπροστά του. Κάτι, φαινομενικά, ασήμαντο σκοτώνει την προσδοκία της ένωσης. Ο έρωτας καταλήγει στο «ποιος θα φανεί ότι φεύγει πρώτος». Ακυρώνεται, σε πρώτη φάση, η Mυστική ένωση -η Unio Mystica- των εραστών.
Η Φύση, λοιπόν, διαρκώς παρούσα, σιγανή μέσα στη θλίψη της… Ακόμη κι ανθισμένη δεν σταματά να υπενθυμίζει τον ήπιο πόνο. Η βροχή, σαν σκηνικό παράστασης, μόνιμη, σταθερή αντίστιξη στην εσωτερική διάσταση. Η πικρία διάχυτη, πολλαπλή και επάλληλη. Όταν παύει να έρχεται απ’ αυτήν την αιτία, έρχεται από μία άλλη. Γι’ αυτό και ο πόνος δεν κρίνεται συντριπτικός. Παριστάνει, περισσότερο, ένα ψυχολογικό κλίμα και προκύπτει, λιγότερο, ως αποτέλεσμα γεγονότων. Άλλωστε η Ρω, όπως και κάθε Ρω, διαθέτει ένα υπόγειο κοίτασμα, διαθέτει δύναμη για Ζωή Αδάμαστη! Λες κι ο πόνος υπάρχει για να μην επιτρέπει στη ζωή να σταματήσει. Έρχεται σαν ευεργέτημα, από τη μνήμη που αγρυπνά.
Από τα χρώματα το «λευκό» έχει την πρωτοκαθεδρία. Ψιθυρίζει συνέχεια την καθαρότητα, την αθωότητα, την αγνότητα: «λευκό το φόρεμα – λευκό το σπίτι – λευκό το μόριο του χρόνου – λευκή η μέρα – λευκές οι εκτάσεις της φαντασίας – λευκό το χιόνι που σηματοδοτεί την ανάκτηση της καθαρότητας – λευκή η μάγνα» Κυρίως, συμβολίζει το πώς διαχέεται η ηρωίδα στην πανδαισία του παντός. Η Φύση γίνεται η μεγάλη Θεότητα Η ηρωίδα αφημένη στην αγκαλιά της… Η θεότητα εν-υπάρχει σε όλα ως μυστικιστικός πανενθεϊσμός. Θεός και Κόσμος καμωμένα από την ποιότητα της Ύπαρξης! Διόλου περίεργα, το «πρόσωπο», έννοια της ορθόδοξης θεολογίας, έρχεται και ξανάρχεται στη γραφή της Μαρίας Λαμπαδαρίδου. Με ιερατικό σεβασμό Γιατί το φυσικό τείνει συνεχώς να ξεπερνιέται από το μεταφυσικό:
«Υψώνεται, Αγγίζει το σύνορο του κόσμου. Δεν έχει σώμα, δεν έχει όρια ύλης. Υψώνεται, ναι. Διαχέεται σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας, παλιρροεί στην πηγή της ύπαρξής της, βαθιά, σκοτεινά, στις πηγές μιάς άφατης μήτρας από Θεό και Σύμπαν» (σελ. 82).
Μυστικισμός και υπαρξισμός
Μικροί και μεγάλοι δοσμένοι στο πανηγύρι της ζωής Με τα βιώματά τους συνθέτουν την περιοδολόγηση μιας ζωής, πολλών ζωών, πολλών ψυχών· κινούνται στις παρυφές του ιστορικού χρόνου και της συμβατολογικής γραφής. Εδώ συνυπάρχουν πρόσωπα νεκρά και ζωντανά, πάντοτε, όμως, σταθερά «παρόντα». Έρχονται και ξαναφεύγουν Λίγες σελίδες πιο κάτω, οι προηγούμενοι μικροί είναι οι καινούργιοι μεγάλοι Τρεις αλλεπάλληλες γενιές τροφοδοτούν η μία την άλλη. Τους χαρακτηρίζουν, βέβαια, άλλοι πόνοι, άλλες ελπίδες· αλλά συμπορεύονται οι ζωές τους, συνδέονται οι υπάρξεις τους. Τα πεπρωμένα τους συνθέτουν μια κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Τρία μυστικά μεταφέρουν την πλοκή προς ένα βαθύτερο μυστικισμό. Δεν είναι τρία απλά μυστικά, τρία ψέματα Η απόκρυψή τους ενορχηστρώνει ενοχές, μοναξιές, αποφάσεις που καθορίζουν την ύπαρξη, σιωπές και συγκαλύψεις. Πλάθουν το υλικό της δράσης. Ο Βάγγος και τα βρώμικα χέρια του, ίσως, είναι λιγότερο οδυνηρός από τους φίλους που πρόδωσαν, κατά την Αντίσταση, για την καρδιά μιας γυναίκας. Το τελευταίο σκοτεινό μυστικό αφήνει ορφανά δύο παιδιά: ορφανεύει το ένα σπίτι από πατέρα, στο άλλο η μάνα αποδρά. Τρία μυστικά διαπλέκουν μία υπόγεια και αόρατη μυστικότητα. Η ερμητικότητα και η σιωπή των προσώπων υπογραμμίζει την εσωτερική τους διάσταση. Η διάχυτη μυστικοπάθεια προβάλλει τον ενορατικό τους χαρακτήρα. Ο μυστικισμός αναδεικνύει μία βαθύτερη, υπαρξιακή οπτική.
Ο έρωτας και η ύπαρξη
Ο έρωτας, και μάλιστα ο ανεκπλήρωτος, πανταχού παρών. Ενορχηστρώνει και μετα-στοιχειώνει τα πάντα. Άλλοτε ωμός σαν «βιασμός», άλλοτε ως απλός πόθος ή μέγα πάθος, άλλοτε σαν απαίτηση για κάτι πιο πέρα απ’ το σώμα Κάποιες φορές, πάλι, κρύβεται πίσω από κάποια μυστηριώδη «αρρώστια» ή τιθασεύεται κάτω από το ράσο του μοναχού, με προσευχή και εξιλέωση. Ή τον υποκρύπτει η φυγή που γίνεται στάση ζωής και φόβου ή υπαλλάσσεται με τη σκληρή δουλειά ή με τη μικροαστική καθημερινότητα.
Οι συγγενικές σχέσεις, κι αυτές, τροφοδοτούνται από οιδιπόδειες εμμονές. Οι κακίες και οι μικρότητες δεν είναι απρόβλεπτες. Είναι από εκείνες που συναντάς στις οικογένειες. Αξίζει, όμως, να επιμείνουμε στον κεντρικό έρωτα, αυτόν της Ρω και του Αλέξανδρου.
Σε πρώτο στάδιο, η έλξη τους αφορά την ύλη, το σώμα, και δεν είναι επαρκής, δεν τους καλύπτει. Κρατά τους ήρωες σε απόσταση. Από τη μία, η ταξική θέση του άνδρα: «ανάμεσά τους στέκουν οι ακριβές ριβιέρες»· από την άλλη, η κακία και η εχθρότητα της έφηβης για την αγνότητα που έχασε, αλλά και η περηφάνια της ως ταπεινότερης κοινωνικά.
Στη δεύτερη φάση, το σώμα χορταίνει. Συναισθήματα ξεδιπλώνονται δειλά: αυτός φοβάται κι αυτή δηλώνει δυνατή αν και όχι απαιτητική. Οι ώρες που ζουν μαζί, μετά το πάθος, είναι πιο γλυκές κι από το πάθος. Συγκινητικά ξεφυτρώνει η ανάγκη για ανταπόδοση: « Γιατί είσαι μαζί μου; Γιατί μ’ αρέσεις» Όμως, πόσο αυτή η απάντηση μπορεί να χορτάσει την συναισθηματική απληστία μιας έφηβης;
Στην τρίτη φάση, η ανάγκη της ανταπόδοσης προβάλλει επιτακτικότερη, ακόμη κι από το πάθος. Το ανεκπλήρωτο, απαιτητικό, τρέπει τους δύο νέους σε φυγή: «στα μάτια του φόβος σταχτύς». Στα δικά της, αποφασιστικότητα: «Δεν θάρθω, γιατί έτσι Ή την αγαπά κι εκείνος ή φεύγει» Επειδή η νιότη δεν αντέχει κάτι λιγότερο από το απόλυτο.
Έξοδος, φίλε αναγνώστη Στο τέλος του βιβλίου: «μόνο αγάπη, μια αγάπη που μπορεί να σταθεί και χωρίς ανταπόδοση». Ο χρόνος δίδαξε στους εραστές την ποιότητα μίας τέτοιας αγάπης, την αγάπη της θυσίας. Η εμπειρία τούς οδήγησε στην ωριμότητα της ύπαρξης:
«Τα σώματα θ’ αγαπηθούν πάλι Θα βρουν το άρωμα της μνήμης το δικό τους, καταργώντας όλες τις αποστάσεις. Κι ο χρόνος θα γίνει και πάλι μια αίσθηση γλυκιά, σαν τοπίο εφηβείας που λιώνει ήσυχα στο βυθό της μνήμης» ( σελ. 142).
Η σωματικότητα αναιρέθηκε, η υλικότητα ξεπεράστηκε Η ζωή σμίλεψε τις αιχμηρότητες και τις διαφορές, ολοκλήρωσε το μυστήριο της ένωσης. Η πνευματικότητα κερδήθηκε:
«Σώμα, θυμήσου τον πόνο, κι αν πονέσεις ξανά, ευλογημένος να είναι. Θυμήσου την αγάπη, κι αν αγαπηθείς ξανά, ευλογημένη να είναι» (σελ. 215)
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008