“Ο πολιτισμός μας δεν αναγνώρισε ποτέ, επαρκώς, το χρέος του προς την Ανατολική Αυτοκρατορία. Αν δεν υπήρχε αυτό το μεγάλο ανατολικό οχυρό της Χριστιανοσύνης, ποια τύχη θα είχε η Ευρώπη ενάντια στις στρατιές του βασιλιά της Περσίας τον 7ο αιώνα ή ενάντια σε αυτές του Χαλίφη της Βαγδάτης τον 8ο; Ποια γλώσσα θα μιλούσαμε σήμερα και ποιο θεό θα λατρεύαμε;”
Με αυτά τα λόγια ο Άγγλος ιστορικός John Julius Norwich αρχίζει το σημαντικό έργο του “Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου”, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Γκοβόστη”. Και, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ο τόμος αυτός των 615 σελίδων είναι το ένα τρίτο μόνο του ολικού έργου του, που κυκλοφόρησε σε τρεις τόμους, μεταξύ 1988 και 1995. Όμως, όπως σημειώνει, σκέφθηκε πως ένα τόσο ογκώδες έργο θα ήταν βαρύ για τον αναγνώστη, και αποφάσισε να κάνει αυτή τη σύντμηση. Σημειώνει επίσης πως η εργασία του αυτή “δεν είναι μια επιστημονική διατριβή”. Γράφει χαρακτηριστικά: “Παρομοιάζω τον εαυτό μου σαν παγοδρόμο στην επιφάνεια του θέματος. Αλλά ακόμη και εδώ αφηγούμαι την ιστορία με πληρότητα, χωρίς να παραλείπω τίποτα το ουσιαστικό”.
Πολύ έντιμη η εξομολόγηση του συγγραφέα, δείχνει σεμνότητα αλλά και σεβασμό για το μεγάλο θέμα στο οποίο αφιέρωσε τη ζωή του. Προπαντός όταν έχει κανείς μελετήσει τα ιστορικά βιβλία του G. Schlumberger και του Sir Steven Runciman, ακόμη και του Charles Diehl, που δεν αφηγούνται μόνον αλλά και παίρνουν θέση έναντι των γεγονότων και της Ιστορίας, καταλαβαίνει πόσο πραγματικά έντιμος είναι ο Norwich στην εξομολόγησή του αυτή. Ακόμα θυμούμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει η στιβαρή φράση του Ranciman στο βιβλίο του “Η Άλλωση της Κωνσταντινουπόλεως”, όπου γράφει: “Η Δυτική Ευρώπη με τις προγονικές αναμνήσεις ζηλοτυπίας προς τον Βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να καταγγέλλουν τους Ορθοδόξους σαν αμαρτωλούς σχισματικούς και με μια κατατρύχουσα αίσθηση ενοχής, επειδή εγκατέλειψε την Πόλη, προτίμησε ν’ αγνοήσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε όμως να διαγράψει το χρέος που όφειλε στους Έλληνες…”
Βέβαια, στο μέτρο της εξομολόγησής του, και ο Norwich παίρνει τη δική του “θέση” απέναντι στο παρεξηγημένο για αιώνες Βυζάντιο και στονμοναδικό πολιτισμό του. “Στις μέρες μας απομένει μόνον ένα πράγμα να μας θυμίζει την ιδιοφυϊα των Βυζαντινών: η λαμπρότητα της τέχνης τους”, γράφει. Αλλά και στο προλογικό του σημείωμα αναφέρεται στην τεχνητή λήθη που δημιούργησαν οι Δυτικοί για το Βυζάντιο. “Έμοιαζε να έχει πέσει θύμα μιας συνωμοσίας σιωπής”, γράφει χαρακτηριστικά. Και συνεχίζοντας την εκ βαθέων εξομολόγησή του ο Norwich, γράφει με εντιμότητα αλλά και με σεμνότητα για το επίπονο αυτό έργο του: “Ποτέ δεν είχα κατά νου να ρίξω καινούριο φως στο Βυζάντιο. Το μόνο που προσπάθησα ήταν να επανορθώσω κάπως αυτήν τη συνωμοσία σιωπής, που βύθισε τόσο πολλούς από εμάς, κυριολεκτικά, στην άγνοια για τη μακροβιότερη και, αναμφίβολα, την πιο εμπνευσμένη Χριστιανική Αυτοκρατορία στην παγκόσμια ιστορία”.
Το βιβλίο, που το πλαισιώνουν πολύτιμοι χάρτες και σπάνιες φωτογραφίες, ακόμη και γενεαλογικά δέντρα όλων των αυτοκρατόρων και των δυναστειών, αρχίζει από τις 11 Μαίου του 330, ημέρα ιδρύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, και τελειώνει στις 29 Μαϊου 1453, ημέρα της Αλώσεώς της από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Αυτά τα 1123 χρόνια και 18 ημέρες περιδιαβαίνει ο συγγραφέας, με λόγο γλαφυρό και ζωντανό, και με μια ήρεμη αφηγηματική δεξιοτεχνία, έτσι που κάνει το βιβλίο να διαβάζεται με συναρπαστικό ενδιαφέρον. Στο πλήρες κείμενο, όπως μας εξηγεί, υπάρχουν όλες οι λεπτομέρειες, με μεγάλη ακρίβεια ελεγμένες από τις ιστορικές πηγές. Όμως και στον συντμημένο αυτόν τόμο υπάρχει συμπυκνωμένη, με μια θαυμαστή οικονομία λόγου, ο πλούσιος βυζαντινός βίος, οι δοξασμένες κατακτήσεις των αυτοκρατόρων, οι έριδες και οι δυνατοί έρωτες, οι συνωμοσίες στους σκοτεινούς διαδρόμους των παλατιών, το μεγαλείο και ο μυστικισμός, η αγριότητα των πολέμων.
“ Γράφοντας τούτο το βιβλίο, ένιωθα μια μόνιμη ευχαρίστηση, αλλά απέδιδα κι έναν μικρό φόρο τιμής”, γράφει ο J.J.Norwich, δείχνοντας μια εξαιρετική ευαισθησία για την εσφαλμένη εκτίμηση του Βυζαντίου, αναφερόμενος στην Ιστορία των Ευρωπαϊκών Ηθών του W.E.H Lecky, που, μεταξύ άλλων, έγραφε: “Γι’ αυτήν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η ετυμηγορία της παγκόσμιας Ιστορίας είναι ότι αποτελεί, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, την πιο ολοκληρωτικά χυδαία και αξιοκαταφρόνητη μορφή που πήρε ποτέ ο πολιτισμός…” Λόγια που κάνουν να ντρέπεται κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος. Γιατί το Βυζάντιο, “για έντεκα αιώνες ήταν το Κέντρο ενός κόσμου φωτός”, όπως γράφει o Ranciman. Κι ακόμα “είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα”.
Το βιβλίο του John Julius Norwich, με τη στρωτή και καλαίσθητη μετάφραση του Δ. Π. Κωστελένου, αποτελεί μια σημαντική προσφορά στα νεοελληνικά γράμματα.
Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 10 Μαρτίου 2000
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Φόρος τιμής στο παρεξηγημένο Βυζάντιο