Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει τη γραφή για ενήλικους από εκείνη για εφήβους;
Ο έφηβος δεν έχει ακόμα διαμορφώσει στο ακέραιο την προσωπικότητά του, την κρίση του και τις αξίες της ζωής του και ο συγγραφέας οφείλει να είναι προσεκτικός, να μην του δώσει καταστάσεις ακραίες που θα μπορούσαν να τον παρασύρουν ελκυστικά σε λανθασμένους δρόμους.
Μετά από τη θητεία σας στην εφηβική λογοτεχνία τι έχετε αποκομίσει από αυτή την εμπειρία;
Σου δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσεις πόσο εύθραυστη είναι η ηλικία αυτή, πόσο λυρική, πόσο απόλυτη στις αναζητήσεις των αξιών της. Αλλά και πόση δύναμη έχει ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις. Πόση υπερηφάνεια. Όταν αποφασίσεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα για τον έφηβο, οφείλεις να γνωρίζεις πως η άρνηση που υπάρχει στην ηλικία αυτή είναι γιατί μονάχος θέλει να οριοθετήσει τα πιστεύω του. Και πως συγκρουόμενος θα διαμορφώσει το πρόσωπό του. Εκεί υπάρχει μια διάθεση πρωτοπορίας που χαρακτηρίζει τον έφηβο.
Πόσο σας δυσκόλεψε το ιστορικό μυθιστόρημα;
Δεν με δυσκόλεψε. Τα συγκεκριμένα αυτά ιστορικά μου μυθιστορήματα έγιναν εφηβικά γιατί οι ήρωες που είχα έτυχε να είναι έφηβοι. Όμως πέρα από αυτό, έχω γράψει άλλα βιβλία για την ψυχολογία του εφήβου, όπως το βιβλίο που είχε γίνει ραδιοφωνικές εκπομπές και ήταν απάντηση στα άπειρα γράμματα που είχα λάβει από το βιβλίο-εκπομπές που προηγήθηκαν. Ήταν το βιβλίο “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο”. Και ως απάντηση στα γράμματα που είχα λάβει γι’ αυτό, ιδιαίτερα από εφήβους, έγραψα το βιβλίο “Απάντηση σε ένα γράμμα και μία τύψη”. Εκεί μιλώ για την εύθραυστη και λυρική φύση του αλλά και για τη δύναμη της σκέψης του, για τον στοχασμό του που ανοίγει το δρόμο της πρωτοπορίας. Και εκεί μιλώ για το πόσο μπορεί να τον βοηθήσει ένα σωστό λογοτεχνικό βιβλίο.
Ποια θα ήταν η βασική συμβουλή σας, αλλά και γενικά ποιες οδηγίες θα δίνατε στους νεότερους συγγραφείς που θα ήθελαν να ασχοληθούν με το ιστορικό μυθιστόρημα για εφήβους;
Να γνωρίσουν πρώτα την ψυχή του εφήβου. Τη δίψα που έχει ο έφηβος να διαμορφώσει το πρόσωπό του. Τα πρότυπα που αναζητά. Την εσωστρέφεια που είναι χαρακτηριστική της συμπεριφοράς του. Κανείς δεν μπορεί να γράψει ένα βιβλίο για εφήβους αν τα γνωρίσει όλα αυτά. Μια ιστορία εφηβική δεν φτάνει. Ο έφηβος θα κινηθεί μέσα σε αυτή. Θα διαμορφωθεί από αυτή και θα την διαμορφώσει.
Γιατί διαλέξατε για θέμα σας το Βυζάντιο;
Το μυθιστόρημά μου “Η Μαρούλα της Λήμνου”, που ήταν το πρώτο μου ιστορικό εφηβικό μυθιστόρημα, έζησε και μεγάλωσε στη Λήμνο, στα ίδια τοπία που και εγώ έζησα και αισθάνθηκα χρέος να γράψω και εκείνη. Γιατί, όπως γράφω, με γοήτευε το μισοσβησμένο της άστρο, και γιατί έλεγα πως τα πλάσματα που υπήρξαν ωραία δεν πρέπει να χάνονται. Δηλαδή, ήταν μάλλον τυχαίο το ενδιαφέρον μου για τη βυζαντινή ιστορία. Τη βρήκα όμως τόσο συναρπαστική που συνέχισα. Ακολούθησε “Δοξανιώ”, που ήταν κι εκείνη κόρη της Λήμνου, αλλά γέννημα του θρύλου και όχι της ιστορίας. Γράφω εκεί, στον πρόλογο, πώς αποφάσισα να γράψω για τη “Δοξανιώ” και ποσο έψαξα να βρω ιστορικά στοιχεία. Όμως όπως και πάλι λέω, ο θρύλος είναι η ποίηση της ιστορίας. Και το μυθιστόρημα αυτό μου άνοιξε τον δρόμο για τον “Νικηφόρο Φωκά” όπου υπάρχει και μια μυθιστορηματική συνέχεια καθώς συνεχίζουν τον μύθο αρκετά ίδια πρόσωπα. Και εκεί οι έφηβοι είναι περισσότερο πρόσωπα που πλαισιώνουν τους κεντρικούς ήρωες, όμως εξίσου σημαντικά.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βασικό γνώρισμα του ύφους σας, ως συγγραφέας της τριλογίας;
Το “ύφος” μάλλον πρέπει να απασχολήσει τον μελετητή και όχι τον συγγραφέα.
Ανάμεσα στα λογοτεχνικά πρόσωπα της τριλογίας σας, ποιο από όλα ξεχωρίσατε για τις ιδιότητές του και για την ανταπόκριση που είχε στο κοινό του;
Η “Μαρούλα της Λήμνου” αγαπήθηκε περισσότερο θα έλεγα από παιδιά και εφήβους. Γίνονται εργασίες στα Γυμνάσια και όταν με καλούν βλέπω πόσο τα παιδιά είδαν σωστά το μυθιστόρημα, πόσο το αγάπησαν. Και αυτό, ίσως, γιατί στους δυο έφηβους πρωταγωνιστές, τη Μαρούλα και τον Μιχαήλ, βρίσκουν την σεμνότητα και την καθαρότητα της ψυχής. Τα αγνά αισθήματα. Την αγάπη της Μαρούλας για τους ξεριζωμένους από τη βασιλεύουσα πρόσφυγες. Το παιδί θέλει να υπάρχει η έννοια του καλού σε αυτό που διαβάζει. Η έννοια της δικαιοσύνης, της συμπόνιας για τον άλλον. Μετά θα έλεγα αγαπήθηκε η “Δοξανιώ”. Γίνονται και για το μυθιστόρημα αυτό εργασίες στα σχολεία. Κάποια παιδιά πιο ώριμα αγάπησαν περισσότερο τη “Δοξανιώ”. Και μετά θα έλεγα πως αγαπήθηκε ο Νικηφόρος Φωκάς, που άγγιξε και το ενδιαφέρον των ενηλίκων.
Υπάρχουν ήρωες- πρότυπα σήμερα, σε μια αντιηρωική εποχή;
Κάθε εποχή γεννά τα δικά της πρότυπα και τους δικούς της ήρωες. Και ο “αντι-ήρωας” ένας ήρωας είναι. Εξαρτάται πώς θα τον δώσει η πέννα του συγγραφέα. Σε ένα από τα τελευταία μου μυθιστορήματα, το “Υγρό Φεαγγαρόφωτο”, ήρωάς μου ήταν ένας άστεγος, φοιτητής των μαθηματικών. Ένα κατατρεγμένο παιδί που όμως κέρδισε το πρόσωπό του, τη γνώση, και πραγματοποίησε όλα τα όνειρά του.
Και τα τρία μυθιστορήματα διαπνέονται από κοινά ιδεώδη, της φιλοπατρίας, του αγνού έρωτα, της οικογένειας, του ηρωισμού, της πνευματικότητας. Είναι οι βασικές αρχές στις οποίες πρέπει να στηρίζεται κάθε νέος στο ξεκίνημα της ζωής του;
Αυτονόητο είναι. Και πέρα από όσα αναφέρετε, προσθέτω το αίσθημα δικαίου για το οποίο ο έφηβος έχει μεγάλη ευαισθησία. Και αν θελήσει να τα υπερβεί όλα αυτά ή να τα αγνοήσει και να αναζητήσει έναν δικό του δρόμο, το γεγονός ότι θα τα έχει γνωρίσει θα τον βοηθήσει να κρατηθεί σε έναν δρόμο του καλού. Γιατί θα υπάρχει μέσα του η αναφορά στο καλό.
Άλλωστε, αυτό σημαίνει ένα καλό μυθιστόρημα: δημιουργεί βαθιά στην ψυχή σημεία αναφοράς για το καλό και το δίκαιο, για την ομορφιά και την αλήθεια, για τις αξίες.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Κολλεγίου Αθηνών, γύρω στο 2010