“Με την Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είχαμε προετοιμαστεί για μια συνέντευξη καθαρά ποιητική, η έκδοση της ποιητικής της συλλογής «Ως ωραίος νέκυς», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη αυτό μας υπαγόρευε, μια συνέντευξη υπερβατική, υπαρξιακή, το καινούργιο της παραμύθι «Ο χτύπος της καρδιάς σου» και η επανέκδοση του μεγάλου βιβλίου της «Ο άγγελος της στάχτης» αυτό μας επέβαλε, αλλά ήρθε ο κορωνοϊός για να κάνει αέρα και στάχτη όλα τα κανονικά της ζωής. Η ζωή, ο θάνατος, η Ποίηση, ο Φόβος, η Ελπίδα ξανά στην πρώτη γραμμή κι εμείς εκείνο που μας απέμεινε, σωτηρία και καταφυγή, η Ποίηση μπορεί, τελικά, να είναι Ιαματική;
Μέχρι την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ φτάσαμε, για να διαπιστώσουμε στον Ελύτη ότι «Η επαύριο της ζωής μας θα ‘ναι πάλι ζωή».
Ε.Γ.
Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου: Κυριακή, 29 Μαρτίου 2020
Όταν ξεκίνησα, αρχές Μαρτίου, να γράφω αυτή την συνέντευξη, που μου είχε ζητήσει η δημοσιογράφος και ποιήτρια Ελένη Γκίκα, με αφορμή την ποιητική μου συλλογή “Ως ωραίος νέκυς”, για να δημοσιευτεί, την Ημέρα της Ποίησης, στην εφημερίδα Φιλελεύθερος”, δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτό το μονοκύτταρο τέρας θα εισχωρούσε σε τόσο βάθος μέσα στη σάρκα της ζωής, ώστε να παραλύσει ολόκληρο τον πλανήτη. Μέρα τη μέρα το μάθαμε όλοι αυτό το βιώσαμε ως το κόκαλο.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε, στις 28 Μαρτίου και, τώρα που την βλέπω, αισθάνομαι πως οι μέρες που την έγραφα μοιάζουν μακρινό παρελθόν, αν τις μετρήσει κανείς με μονάδα μετρήσεως την συμφορά και τον σπαραγμό που έφερε αυτός ο αόρατος γίγαντας του τρόμου. Το μεταλλασσόμενο μονοκύτταρο. Που μπορεί και να μην είναι ούτε τυφλό ούτε τυχαίο.
Κάποια πράγματα που έγραψα στην αρχική μου συνέντευξη τα βλέπω τώρα σαν ασέβεια μπρος στον απόλυτο σπαραγμό που βιώνουν οι συνάνθρωποί μας και που μπορεί με την ίδια ταχύτητα να γίνει και δικός μας.
Η πιο γενναία ποίηση τούτη τη στιγμή είναι μόνον το φάρμακο που θα τον εξοντώσει.
Η πιο απόλυτη ποίηση.
Στην αρχική μου συνέντευξη θα αφήσω μόνον τη μεταφυσική διάσταση που θέτω, έτσι όπως θα μπορούσε κανείς να την εδραιώσει στις δοξασίες αλλά και στη σοφία του αρχαίου κόσμου.
Οι ώρες τούτες οι ζοφερές που ζούμε είναι ώρες της σιωπής και όχι του λόγου.
Όμως εγώ είχα εμπλακεί από πολύ πριν σε αυτή την συνέντευξη, και οφείλω να είμαι συνεπής.
Μόνο να πω τούτο: Είτε πιστεύει κανείς είτε δεν πιστεύει, ας κάνει μια ευχή προσ-ΕΥΧΗ, να βγούμε γρήγορα και χωρίς άλλον πόνο, από αυτή την σκοτεινή μέγγενη.
Μια προσωπική δέηση, σαν τους ωραίους στίχους του Ελύτη:
“Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές
επιρροές παρασταθείτε μου”
Κυρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, αγαπητή μας Μαρία, μέχρι πού φτάνει η ποίηση, τελικά, που δεν φτάνει η πεζογραφία;
Να πω μόνον αυτό το ωραίο που είπε ο Φρόυντ πως: “όποτε καταφέρνω να φτάσω στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, βρίσκω εκεί τον ποιητή που έφτασε πριν από μένα!”
Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται να πούμε για την ενορατική και διεισδυτική δύναμη του ποιητικού λόγου, της ποιητικής όρασης, εν προκειμένω, τίποτε πιο καθοριστικό από τον λόγο του Φρόυντ.
Μόνο θα ήθελα, μια και είναι μέρες ποίησης, να διαβάσω κάποιους στίχους από το “Φονικό στην Εκκλησιά” του T.S.Eliot, αλλά και έναν στίχο από την “Έρημη χώρα” του – και πόσο επίκαιρη η “Έρημη χώρα”, όταν βλέπει κανείς την έρημη πλατεία του Αγίου Μάρκου ή τις δικές μας έρημες σήμερα. Γιατί όταν η ποίηση είναι μεγάλη μιλά για τους φόβους και τους πόνους του κάθε ανθρώπου στην κάθε εποχή: “Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο”.“Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας, φόβος όχι του ενός μα των πολλών
Φοβούμαστε ένα φόβο που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, ένα φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει
(…)Λαγάρισε τον αέρα! Καθάρισε τον ουρανό! Πλύνε τον άνεμο! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις!
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό, τα ζωντανά μας κι εμάς μας μόλεψε το αίμα
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια
Πώς πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ στις απαλές γαλήνιες εποχές;
(…)Δεν μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ
Μα τούτο είναι έξω απ’ τη ζωή, έξω απ’ τον καιρό
Μια αιώνια εμμονή της αδικίας και του κακού
Μας βρώμισε μια λέρα που δεν μπορούμε να καθαρίσουμε
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα
Δεν είμαστε μονο εμείς, δεν είναι το σπίτι, δεν είναι η πολιτεία μολυσμένη
Ο κόσμος ολάκερος είναι βρώμικος”
T.S.Eliot
(απόσπασμα από το “Φονικό στην Εκκλησιά” μετ. Γ. Σεφέρη)Για ποίηση ήθελες να μιλήσουμε, και νομίζω πως τίποτα δεν θα έδινε τόσο ανάγλυφα αυτό που ζούμε, αυτό που ζει ο κόσμος ολόκληρος σήμερα.
Και αφού “μετακινήσαμε” την συζήτηση προς τον κορωνοϊό, η ποίηση έχει τα όπλα να τον αποκρούσει;
Αυτό που θα τον αποκρούσει είναι μόνο το φάρμακο που με αγωνία περιμένει ολόκληρη η ανθρωπότητα, το μαγικό φάρμακο και το εμβόλιο. Κι ας πούμε πως κι αυτό είναι μια μορφή ποίησης. Πως η ευφυϊα που θα τα κατασκευάσει έχει τη δύναμη και την ευλογία μιας ανώτερης ποίησης.
Στην αρχική συνέντευξη σού μιλούσα για απομυθοποίηση του φόβου. Τον είχα παρομοιάσει κιόλας στο μυαλό μου με τον “αρχέγονο δράκοντα” της Παλαιάς Διαθήκης. Ένα τρομακτικό ερπετοειδές ή σαυροειδές με κινούμενα χέρια και σαγόνια ή ακόμα όπως τον παριστάνουν σε εικόνες τρόμου μέχρι σήμερα, κάπως έτσι. Ίσως για να κάνω πιο αντιμετωπίσιμη την ίδια την πραγματικότητα, για να συμμετέχω με κάποιο τρόπο, όπως συμμετέχεις σε κάποια ιστορία που γράφεις, αν τύχει και γράφεις ιστορίες, με την έννοια, να μπορώ να εξουσιάζω το μαγικό στοιχείο.
Σκεφτόμουν λοιπόν, πως αυτόν τον τρομερό αρχέγονο δράκοντα τον σμίκρυναν οι χιλιετίες που κουβαλάει στη γερασμένη ράχη του. Ή, επειδή είδε κι απόειδε ότι δεν μας τρόμαζε πια όσο θα το ήθελε, μεταμορφώθηκε ο ίδιος σε λιλιπούτειο μόριο, σε αυτό το απειροελάχιστο, και ήρθε ηγεμονικά φορώντας την κορώνα της ισχύος, να μας δείξει το άγριο πρόσωπο του.
Κάπως έτσι η απομυθοποίηση, αναζητώντας την αντιμετώπιση του προσωπικού φόβου.
Δηλαδή, αφαιρείς από την αρχική συνέντευξη ό,τι μας βοηθούσε να δούμε το “τέρας” απομυθοποιημένο. Και τώρα σε ποιο σημείο είμαστε, Μαρία;
Σε όσα λένε οι ειδήσεις. Όπως ακριβώς τα λένε. Ο εφιάλτης. Ο φόβος. Ο πανικός. Οι αμέτρητοι νεκροί – κι ας μας συμβουλεύουν να μην πανικοβληθούμε. Πώς μπορεί κανείς να μην εμπλακεί στα πλοκάμια του φόβου. Είναι αυτός η μόνη δύναμη που καταλύει με την ίδια μέθοδο τον μοναχικό φοβισμένο άνθρωπο ή έναν ολόκληρο λαό – στις περιπτώσεις που τον χρησιμοποιούν γι’ αυτόν τον σκοπό. Κι ύστερα, όταν βλέπεις μπροστά σου τον πανικό και την ερήμωση που προκαλεί, έτσι καθώς τρέχει να προλάβει, γράφει ο Έλιοτ και πάλι: “τα χέρια του θανάτου είναι εκατό και περπατά σε χίλιους δρόμους”, πώς να μείνει ψύχραιμο το μυαλό του ανθρώπου. Όμως προσπαθώ, και προσπαθώ σημαίνει επιμένω, κάπου μέσα στο μυαλό μου, να τον απομυθοποιήσω εν τέλει για να αντλήσω από μέσα μου τα δικά μου όπλα. Μπορεί αυτή η προσπάθεια, αυτή η επιμονή να είναι τα όπλα της ποίησης, για τα οποία μίλησες. Και αν ακόμα αυτό βοηθήσει μόνον εκείνον που το προσπαθεί, πάλι σημαντικό είναι.
Σου ζητώ να αφήσεις την μικρή ιστορία που έγραψες στην αρχική συνέντευξη για το πώς μπορεί κανείς να βγει από τον προσωπικό του φόβο
Η ιστορία αυτή σήμερα μοιάζει παιδικό παραμύθι μέσα σε αυτόν τον θανατερό ίσκιο του Φόβου που χτύπησε τον κόσμο. Όμως, έστω. Λοιπόν, όταν ήμουν νέα, τότε που είχα έρθει στην Αθήνα, είχα πάει σε μία διάλεξη κάποιου πολύ σπουδαίου, δάσκαλο τον είχαν πει, μάλλον ήταν ημερίδα, και θα μιλούσε για το πώς ενεργοποιεί κανείς τη δύναμη που έχει μέσα του. Ο τίτλος της ομιλίας ήταν κάτι γύρω από τον φόβο: “Πώς να νικήσεις τον φόβο, όταν είναι πλασματικός”. Βέβαια, ο δικός μας είναι πέρα για πέρα πραγματικός αλλά, έστω, θα πω τη μέθοδο. Καθαρά έμειναν μέσα στη σκέψη μου τα λόγια του κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Λοιπόν, είπε, “απομυθοποίησε τον φόβο σου και αυτό που τον προκαλεί, για να μπορέσεις να βγεις από το παράλογο του φόβου!” σκέψη που με πήγε ευθύς σε σελίδες Κάφκα. Και νομίζω πως και τώρα ζούμε σελίδες Κάφκα, Και όταν κάποιος, από την κατάμεστη αίθουσα, τον ρώτησε, με ποιον τρόπο, απάντησε: “Φτιάξε έναν καινούριο μύθο, δικό σου, που θα τον εξουσιάζεις εσύ”. Και μας είχε βάλει, θυμάμαι, σαν εργασία, να γράψει ο καθένας, εκεί, επί τόπου, μια μικρή ιστορία. Όμως σήμερα λέω και πάλι πως θα βγούμε από τον φόβο, μόνον όταν πάνω στο κομοδίνο μας θα υπάρχει το θαυματουργό φάρμακο που περιμένουμε.
Βέβαια και παλιότερα είχαμε παρόμοιες συμφορές και δεν ήταν λίγες
Ούτε λίγες ούτε λιγότερο τρομακτικές. Έγραψαν ο Μαρκές, ο Καμύ, συγκλονιστικά βιβλία. Θυμάμαι, όταν ο Μικρασιάτης πατέρας μου μας μιλούσε για κάποια πανδημία, που ο ίδιος είχε ζήσει, ίσως να ήταν η ισπανική γρίπη, λοιπόν, εγώ τον άκουγα με τρελό ενδιαφέρον και έφτυνα στον κόρφο μου γιατί, έλεγα, εγώ ζούσα σε μια άλλη εποχή προηγμένη και δεν θα με έβρισκαν ποτέ τέτοιες παγκόσμιες συμφορές.
Όμως της συμφοράς είναι να μην της ανοίξεις τον δρόμο. Έτσι και της τον άνοιξες δεν σταματά και ούτε σε ξεχνά. Δυστυχώς, η συμφορά δεν μας ξεχνά, όταν της ανοίξουμε τον δρόμο. Και αυτό το είδαμε σε μεγάλες στιγμές της ιστορίας
Και ίσως κάποιοι τον ανοίγουν κάθε φορά.
Θέλεις να πεις πως κάτι έφταιξε, πως κάτι προκάλεσε την παρούσα συμφορά;
Όχι, δεν θέλω να πω τίποτα. Ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας. Απλά, σκέφτομαι, όπως κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος. Αυτό. Μπορώ ακόμα να σκέφτομαι. Είναι σημαντικό το να μπορεί κανείς να σκέφτεται. Άλλωστε ο T.S.Eliot, στο ποίημα που σου έδωσα λέει όλα όσα δεν θα μπορούσε κανείς να πει πιο επίκαιρα.
Δώσε μας μια ιδέα γι’ αυτά που δεν θα μπορούσες, όπως λες, να μας πεις, Μαρία
Κοίταξε, ο αρχαίος κόσμος, μπορεί να μην είχε κομπιούτερ και μαγικά κινητά τηλέφωνα να επικοινωνείς με την άλλη άκρη του πλανήτη, αλλά στον πολιτισμό του αρχαίου κόσμου βρίσκεις μια βαθιά σοφία, ο ίδιος ο πολιτισμός είναι δομημένος απάνω σε αυτή την αρχέγονη βαθιά σοφία, που καμιά σημερινή επίδοση δεν μπορεί να την φτάσει.
Λοιπόν, στην εποχή εκείνη, τα πάντα λειτουργούσαν με μια σοφία, μέσα στην “αφανή αρμονίη” του Ηράκλειτου, πάει να πει, και το φυσικό περιβάλλον, όπου ζούσε ο άνθρωπος, ήταν ζωντανό και νοήμον και ανταποκρινόταν ανάλογα με τις πράξεις του ανθρώπου.
Όταν οι άνθρωποι ξεπερνούσαν τα όρια του “ανθρώπειου μέτρου” όπως τα ονομάζει ο Ηρόδοτος, πάει να πει όταν οι πράξεις ή σκέψεις τους ήταν αντίθετες με τους άγραφους νόμους της φύσης, δηλαδή της αρμονίας και της δικαιοσύνης, τότε, στο φυσικό περιβάλλον έπεφτε η συμφορά: Το μίασμα, όπως το έλεγαν. Ή Άγος. (Άγος με “ψιλή¨ γιατί Άγος με δασεία σημαίνει “άξιο τιμής”)
Έπεφτε λοιπόν το μίασμα ή Άγος. Για να ακολουθήσει μια διαδικασία κάθαρσης.
Έτσι γινόταν στον αρχαίο κόσμο. Ήταν μια τελετουργία ο καθαρμός της ψυχής, ο εξαγνισμός. Προσπαθούσαν να ευμενίσουν το φυσικό περιβάλλον πρώτα, να μπει και πάλι στην “αρμονία” των νόμων που το διέπουν.
Όμως η δική μας ιστορία του φόβου, ή αν εσύ το έκανες μυθιστόρημα όλο αυτό, θα είχε “καλό τέλος”;
Τι μακρινές θύμησες μου ξυπνάς τώρα. Το πρώτο πρώτο μυθιστόρημα που είχα γράψει, όταν ακόμα δεν είχα ούτε γραφομηχανή και ζούσα στη Λήμνο – (έχω το χειρόγραφο ακόμα), ήταν ένα μυθιστόρημα με τίτλο “Virus Mortis” και ήταν ακριβώς πάνω σε αυτό το θέμα. Όμως αυτό ξέμεινε πια. Το κουκούλωσε ο χρόνος.
Λοιπόν. το μίασμα περιέχει την έννοια ενός μεταφυσικού περισσότερο και όχι ηθικού αμαρτήματος. Στον αρχαίο κόσμο δεν υπήρχε, από όσο ξέρω, η έννοια του αμαρτήματος, με την σημερινή έννοια. Είχαν άλλους κωδικούς να ξεκλειδώνουν το Μυστήριο. Το “λάθος” έλεγαν. Αυτός που διέπραξε το λάθος, έμπαινε στη διαδικασία της Ύβρεως.
Και το καλό τέλος που λέγαμε; Θα υπάρξει εδώ ο μαγικός πρίγκιπας του παραμυθιού…
Όταν το παραμύθι σου το αποτελούν έννοιες και γεγονότα κοσμογονικά, το μόνο που μπορεί να σε βοηθήσει είναι να τα αποδομήσεις όλα αυτά, όπως είπε και ο δάσκαλος, να τα φέρεις στα μέτρα σου, για να μπορέσεις να βοηθήσεις την ψυχή σου σε μια τέτοια κατακόρυφη ώρα. Κάπως έτσι. Κι ας είναι φαντασία. Κάποιες φορές η φαντασία είναι πιο δυνατή από την πραγματικότητα. Η δύναμη του νου “ο νους που κινείς και η ύλη που γίνεται” λέει ο Αναξαγόρας.
Αυτά για τις ιστορίες που φτιάχνει το ανθρώπινο μυαλό, ο συγγραφέας. Βλέπεις, στις ιστορίες αυτές, υπάρχει σχεδόν πάντα μια δικαιοσύνη ή έτσι γράφω εγώ τα μυθιστορήματα μου. Σπάνια να βρεις μυθιστορίες τόσο ανελέητες σαν αυτές που φτιάχνει η ζωή.
Όμως ας ευχηθούμε, αυτή η οδυνηρή για όλους περιπέτεια να έχει ένα “καλό τέλος”. Και ο άνθρωπος να βγει πιο σοφός και να κάνει την “αφανή αρμονίη” του Ηράκλειτου μια σχέση σεβασμού με το περιβάλλον και με τον εαυτό του.
Γιατί γνώριζε εκείνος ο γίγαντας της σκέψης πόσο νήπιο είναι το μυαλό του ανθρώπου, πόσο ελλιπής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος μπρος στα μεγάλα Μυστήρια που καλύπτουν τη ζωή. Τα έσω και έξω Μυστήρια του κόσμου που μας φιλοξενεί “ως πάροικους και παρεπίδημους” όπως είπε ο ψαλμωδός.
Ποια θα ήταν η τελευταία σκέψη σου με την οποία θα ήθελες να τελειώσεις
Θα ήθελα να τελειώσω με μια άλλη ρήση του ψαλμωδού, που όλες αυτές τις δύσκολες μέρες τριγυρνά στη σκέψη μου αλλά και από πάντα μου άρεσε, ξέρεις, κι άλλες φορές το έχω πει, ο πατέρας μου ήταν ιεροψάλτης και μεγάλωσα μέσα στην ποίηση των ψαλμών: “Εγεννήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος”. Αυτό.
Και για την Ημέρα της ποίησης, μια και από εκεί ξεκινήσαμε;
Προσωπικά πιστεύω πως η κάθε ημέρα του βίου θα μπορούσε να είναι μια γιορτή ποίησης. Για τον καθένα. Δεν πιστεύω πως είμαστε ποιητές ποιήτριες εσύ κι εγώ επειδή γράφουμε ποιήματα (άλλο το ποίημα και άλλο η ποίηση) ο κάθε άνθρωπος ερωτευμένος ή όχι μπορεί να είναι ποιητής στην προσωπική του ζωή, πάει να πει, να ζει τη λάμψη, την υπέρβαση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ποιητής στις δικές του ξεχωριστές στιγμές του βίου.
Και θα τελειώσω με έναν στίχο του μεγάλου μας ποιητή, της αληθινής καθαρής ποίησης, του Οδυσσέα Ελύτη, έναν στίχο γεμάτον από το φως και τη δύναμη της μοναδικής του ποιητικής ενόρασης, μια και σαν τούτες τις μέρες, Μάρτιο, μπάρκαρε στο σκάφος “το βρεγμένο στην πανσέληνο” για να πάει εκεί όπου:
“Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα”
Λοιπόν, θα τελειώσω με έναν ωραίο στίχο του:
“Η επαύριο της ζωής μας θα ‘ναι πάλι ζωή”
Όμως εγώ θέλω κάτι ακόμα να σου ζητήσω, Μαρία. Μια και η σημερινή μας συνέντευξη ξεκίνησε από την ποιητική σου συλλογή “ως ωραίος νέκυς”, δίκαιο είναι να γράψουμε ένα μικρό απόσπασμα από την δική σου ποίηση
Εντάξει, ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα:
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΙΚΗΣ
Τόσο πολλά είναι τα ελάχιστα
όταν τα σημαδεύει
το Αδύνατο
Πού πας; σου φώναξα
Μου έδειξες τη βροχή και τον άνεμο
και την πέτρα που πάνω της
κάθισες να ξεκουραστείς
την πέτρα την αιματόεσσα
την πέτρα την αυδύεσσα
που τη φόρεσες σαν πεπρωμένο
Το σπίτι σε περίμενε
με ανάσες αγίων στα σωθικά του
κι ένα κυπαρίσσι στην πόρτα του
λυγισμένο ως κάτω
δεξιά τη κυφάρισσω, είπες
και έσπρωξες την επτάτοξη πύλη
να περάσεις στα μιλητικά νερά
Το σπίτι ακατοίκητο
με όλες τις βρύσες του ανοιχτές
λουζόταν την πανσέληνο.Ήταν τότε που προετοίμαζα το σώμα μου
να δεχτεί το Αδύνατο
να εγγράψει βαθιά στη σάρκα μου μέσα
το μελλούμενο πένθος των λέξεων
τη μελλούμενη έγερση
Πώς μου διέφυγε το ουσιώδες
πώς μας διαφεύγει πάντα το πραγματικό.
Ήταν τότε που ο Σκοτεινός κρυμμένος
στο αγιόκλημα
παραμόνευε τα βήματά μαςΣε ευχαριστώ, Ελένη, για την ωραία συζήτηση που είχαμε.
Και σε ευχαριστώ για την κατανόηση, που έδειξες, όταν
σου ζήτησα να τροποποιήσουμε κάποια σημεία.
Αναπλασμένη συνέντευξη στην δημοσιογράφο και ποιήτρια Ελένη Γκίκα
Αναρτήθηκε στο Fractal, 1 Απριλίου 2020
Η αρχική της μορφή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος, 28 Μαρτίου 2020