Στην ποίηση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγωνιώδη προσπάθεια του ποιητικού Εγώ να κρατηθεί μακριά από τη λήθη. Η νοσταλγία του παρελθόντος και ο φόβος της απώλειας των αναμνήσεων αποτελούν το εφαλτήριο ενός ασυνήθιστου ταξιδιού στον «ασφοδελό λειμώνα της λήθης» προς αναζήτηση της θεάς Μνημοσύνης.
Η αναχώρηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ύπνου και του ονείρου. Είναι προφανές ότι στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου ο ύπνος και το όνειρο είναι έννοιες συνώνυμες και ανταποκρίνονται σε αυτό που οι υπερρεαλιστές ονόμαζαν «κατάσταση του ονείρου» (etat de reve)1:
Μετακομίζω στα όνειρα
Όρθια πια μέσα στον ύπνο μπαίνω2.
Τα όνειρα-ύπνος οδηγούν στους «τόπους που οι λέξεις δεν ορίζουν» (σ. 386), καθώς είναι εφοδιασμένα με «ρωγμές», «ραγισματιές», «χαραμάδες», πόρους κατάλληλους για το άνοιγμα του περάσματος προς τον «Άλλο Καιρό»:
Περπατώ ή διασχίζω το όνειρο
«Στα μονοπάτια της λήθης»
Στην ποίηση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγωνιώδη προσπάθεια του ποιητικού Εγώ να κρατηθεί μακριά από τη λήθη. Η νοσταλγία του παρελθόντος και ο φόβος της απώλειας των αναμνήσεων αποτελούν το εφαλτήριο ενός ασυνήθιστου ταξιδιού στον «ασφοδελό λειμώνα της λήθης» προς αναζήτηση της θεάς Μνημοσύνης.
Η αναχώρηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ύπνου και του ονείρου. Είναι προφανές ότι στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου ο ύπνος και το όνειρο είναι έννοιες συνώνυμες και ανταποκρίνονται σε αυτό που οι υπερρεαλιστές ονόμαζαν «κατάσταση του ονείρου» (etat de reve)1:
Μετακομίζω στα όνειρα
Όρθια πια μέσα στον ύπνο μπαίνω2.
Τα όνειρα-ύπνος οδηγούν στους «τόπους που οι λέξεις δεν ορίζουν» (σ. 386), καθώς είναι εφοδιασμένα με «ρωγμές», «ραγισματιές», «χαραμάδες», πόρους κατάλληλους για το άνοιγμα του περάσματος προς τον «Άλλο Καιρό»:
Περπατώ ή διασχίζω το όνειρο
Που μ’ έφερε στον άλλο ΚαιρόΈμεινα έξω ή βυθισμένη
Σ’ ένα όνειρο παλίντονο []
Ν’ ανοίξω πόρο στο Άγνωστο
Να περάσω στον άλλο Καιρό
Η επανάληψη στα ποιήματα λέξεων όπως Άλλος Καιρός, Άγνωστο, Αμίλητο, Αχώρητο, Αδύνατο, Αόρατο, Ανεξερεύνητο, Άπορο, Άτοπο, Άρρητο, Πέραν προσδιορίζουν την ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας3 που επιθυμείται ως ο τελικός προορισμός της ονειρικής διαδρομής, λόγω της εκεί παρουσίας της μνήμης. Πρόκειται για έναν τόπο φάντασμα, για την «ανύπαρκτη Πολιτεία» που όσο περισσότερο αναζητείται τόσο παραμένει απρόσιτος, μεγαλώνοντας την απόσταση που τον χωρίζει από το Εγώ και αυξάνοντας έτσι την αγωνία του. Εξάλλου, η αδυναμία σαφούς και συγκεκριμένης περιγραφής του ενδυναμώνει το φαντασματικό χαρακτήρα του και προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια αποτυχημένη σε βάθος προσέγγισή του.
Άβυσσος είναι η λέξη που εμφανίζεται κατ’ επανάληψη σε όλο τον ποιητικό λόγο, περικλείοντας όλους τους υπόλοιπους όρους προσδιορισμού του επιθυμητού τόπου άφιξης:
Περπατώ σ’ ένα δρόμο από άβυσσο
Κι ονειρεύομαι εσένα Αστέρι μου
Η άβυσσος είναι το παλιρροϊκό κύμα που ανεβαίνει στην επιφάνεια της πραγματικότητας, περικυκλώνοντας και βυθίζοντας το Εγώ στα άδυτά της όπου έρχεται σε επαφή με το θάνατο:
Εκείνο που ζητώ είναι
Να ριχτώ σαν βολίδα μέσα στην άβυσσο
Να καταμετρήσω τα βήματα
Που άφησαν απάνω μου οι νεκροί
Ο θάνατος είναι πανταχού παρών, πιο «συμπαγής κι από το χάος», να αναβλύζει από τις ρωγμές και τα πατώματα. Αρχικά φαίνεται να είναι πρόσκομμα στις προσπάθειες περαιτέρω κατάδυσης και αναζήτησης. Με περισσότερες όμως αναγνώσεις των ποιημάτων η εντύπωση αυτή διαλύεται, καθώς είναι εμφανές ότι ο θάνατος δεν αναστέλλει την πορεία προς τη μνήμη, αλλά μαζί της δημιουργεί ένα ισχυρό δίκτυο αλληλουχίας ιδεών4, αυτό του θανάτου-μνήμης.
Στην ποιητική συλλογή Και θέα προς το Αμίλητο, ο δεσμός αυτός είναι πιο ισχυρός, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία της νεκρής μάνας που προσφωνείται στην αρχή οκτώ ποιημάτων, σε άλλα δεκαεπτά το Εγώ απευθύνεται άμεσα σε αυτήν, ενώ στα υπόλοιπα είναι η μόνη ακροάτρια των όσων λέγονται. Η φιγούρα της μάνας και η παρουσία της στον ποιητικό λόγο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διέξοδος στην αγωνία που δημιουργεί η έλλειψη και η απουσία της από την πραγματικότητα, ούτε ως το αρχέτυπο της μητρότητας. Απλώς, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο αντικείμενο επιθυμίας -τη μνήμη- και το θάνατο. Ένα «παραλληλόγραμμο αβύσσου» (σ. 377) είναι το μνήμα της που ανοίγει και την ίδια στιγμή δημιουργείται το πέρασμα από όπου αναδύονται αγαπημένοι νεκροί και φίλοι, διευκολύνοντας το πηγαινέλα τους στην επιφάνεια:
Οι νεκροί φίλοι θα ’ρθουν απόψε []
Θα περάσουν αθόρυβα τους τοίχους της κάμαρας []
Ο παράδεισος ξυπόλητος στα πόδια τους
Κι ολομεσής στην τέφρα των ματιών
Ένα κομμάτι άβυσσοςΠώς πλήθυναν
Οι αγαπημένοι μου νεκροί
Και κάθε που φυσάει ο νόστος
Έρχονται καβάλα στην όστρια
Και τα νερά ασημίζουν
Η ομόρριζη ταυτότητα των λέξεων μνήμα και μνήμη (<μιμνήσκω) ενισχύει τη διαλεκτική σχέση με το θάνατο και μαζί με την άβυσσο αποκτούν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα: η μνήμη εμφανίζεται χλοϊσμένη (σ. 384), χορταριασμένη (σ. 389), χλωρή, όπως χλωρός είναι και ο θάνατος (σ. 390) και η άβυσσος ανθισμένη σαν την άνοιξη:
Ένας τάφος ανθισμένος παπαρούνες!
Η θετική προσέγγιση του θανάτου τον τοποθετεί σε προνομιακή θέση στην ποίηση, καθώς ο ίδιος αναβλύζει λουρίδες χλωρού παραδείσου (σ. 379) και ανάγεται σε προστάτη της μνήμης, σε αυτόν που θα διαφυλάξει τις αναμνήσεις στο χρόνο:
Αφή θανάτου η μνήμη
Χλόισε η μνήμη θάνατο
Οι αντιστοιχίες που απορρέουν από το τρίπτυχο Μνήμα (θάνατος) – Μνήμη – Άβυσσος θέτουν τη μνήμη στο άτοπο και στο άχρονο (σ. 273) και για ακόμα μια φορά αποδεικνύουν την αδυναμία του Εγώ να διατηρήσει για πάντα ανέπαφες τις αναμνήσεις. Μπορεί να καταφέρνει να προσεγγίζει την άβυσσο και το θάνατο μέσω του ύπνου και των ονείρων, η πορεία του όμως ανακόπτεται καθώς η μνήμη παραμένει μακρινή και σιωπηλή σαν τάφος, σαν πέτρα (σ. 90). Οι τάφοι λειτουργούν ως το ελιξίριο του θανάτου της μνήμης. Είναι τα πακέτα-κιβώτια επενδυμένα με βελούδο – όπου θα σφραγιστούν τα υπάρχοντα και οι αναμνήσεις του για να σταλούν ασφαλείς στο Άγνωστο και να διατηρηθούν μέχρι τη δική του δυνατή παρουσία εκεί:
Τα μεσάνυχτα έτοιμα από καιρό / Πακέτα ελαφριά / Εύθραυστα / Γεμάτα Ιουνίους και αγγίγματα δυσανάγνωστα / Οσμή σπιτιού από χειμωνιάτικη μέρα
Και αυτή όμως η απόπειρα είναι ανεπιτυχής. Όλα επιτρέπονται στα πακέτα εκτός από τις αναμνήσεις, αυτές μένουν πάντοτε απέξω:
Κοιτάζω το κιβώτιο
Επενδυμένο με βελούδο κόκκινο
Να χωράει τον παράδεισο
Οι αναμνήσεις μένουν απέξω
Τα φθινόπωρα οι επιστολές τα δάκρυα
Όλα απέξω
Η αδυναμία άμεσης επαφής με το αντικείμενο επιθυμίας και οι επίμονες απόπειρες της δημιουργού προς την ίδια πάντα κατεύθυνση, απογυμνώνουν τη μνήμη από τoν προσωπικό της χαρακτήρα και σιγά σιγά αποκαλύπτεται ο κύριος ρόλος που υποδύεται. Στην πραγματικότητα δεν είναι μόνο ο αποδέκτης όλων των στιγμών, σημαντικών και ασήμαντων, που περνάνε στη λησμονιά με το πέρασμα του χρόνου. Το Εγώ φαίνεται να ψάχνει κάτι περισσότερο όταν, χαράζοντας με νυστέρι κοφτερό τα στρώματα της μνήμης, περιμένει να αναβλύσουν άλλοι καιροί και άλλα τοπία πιο κοντά στο φως (σ. 286). Τα άλλα τοπία δεν εκδηλώνουν την ανάγκη για κάτι διαφορετικό από αυτό που ήδη υπάρχει και βιώνεται στην καθημερινή ζωή. Αντιθέτως, φανερώνεται η συστηματική προσπάθεια διερεύνησης του άγνωστου και ανεξερεύνητου παρελθόντος, της αφετηρίας της ίδιας της ύπαρξης:
Περπατώ στις δελφικές πέτρες
Κι ονειρεύομαι τα τοπία
Που υπήρξαν η γη μου
Πριν απ’ το σώμα μουΣαν πουλί ή ανάλαφρη δέσποινα διασχίζω
Σαν βολίδα τα στρώματα του καιρο
Και βρίσκω το αρχαίο μου πρόσωπο να χαμογελά
Πίσω από το παράθυρο
Η μνήμη ανάγεται σε αρχέτυπο όλων αυτών που υπήρξαν ήδη σε άλλες εποχές ή όπως πιο εκφραστικά αναφέρεται σε πολλά ποιήματα, σε Άλλους Καιρούς. Αναπαριστά όλες τις προϋπαρξιακές στιγμές5 που στερείται η ανθρώπινη φύση. Για το λόγο αυτό και αναζητείται σε τόπους που προσδιορίζονται από το στερητικό α- (Ά-γνωστο, Α-όρατο, Α-δύνατο, κτλ.):
Περπατώ ή διασχίζω τους χρησμούς
Και διεκδικώ το παρελθόν μου
διεκδικώ
Το πρόσωπό μου που άλωσε
Ερήμην μου
Ο καιρός
Η μνήμη είναι το σύμβολο ενός συλλογικού παρελθόντος που δεν παύει να ανιχνεύεται ως η προέλευση της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αρχή της ύπαρξης είναι και η «ύστατη γνώση»:
Από πού έρχεσαι πύρινος
Κόκκος ζωής
Με τα μάτια γεμάτα ονείρατα άλλων καιρών
Με τις φούχτες γεμάτες ουρανούς
Από πού έρχεσαι .
Και ο θάνατος αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο: δεν είναι εξαφάνιση αλλά επιστροφή σε μια άγνωστη αρχή, ίσως στην πρώτη μέρα της δημιουργίας, όπου δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις, σημάδια ήδη βιωμένων καταστάσεων:
ας ήξερες / Πως ο θάνατος σου ύφαινε μιαν άγνωστη αρχή
Στο Εγώ δεν μένει παρά να ονειρεύεται όσα στερείται:
Περιφέρομαι στην πρώρα
Του ναυαγισμένου μου άστρο
Και ονειρεύομαι τους κόσμους που άφησα
Σ’ έναν άλλο Καιρό
Στα όνειρά του εντοπίζεται και η μόνιμη παρουσία μιας φιγούρας που αποκαλείται «εσύ» ή «αστέρι» ή «παιδάκι». Πρόκειται για τη μυθική φιγούρα που αναπαριστά την πιο ισχυρή φαντασίωσή του, αυτήν που δημιουργείται από τις εμμονές του και τις εμπειρίες του. Στην πραγματικότητα εκφράζει το αντικείμενο επιθυμίας του και συγχρόνως αποτελεί ένα μέρος της προσωπικότητάς του6. Η συγκεκριμένη φιγούρα παραπέμπει στον προσωπικό μύθο της δημιουργού αφήνοντας σαφείς υπαινιγμούς για ένα παιδάκι που έφυγε νωρίς. Κυρίως όμως λειτουργεί ως το σύμβολο της μνήμης καθώς και του θανάτου, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για νεκρό. Ενσαρκώνει όλες τις προσπάθειες του Εγώ για άμεση επαφή με τη συλλογική μνήμη που επιθυμείται να βιωθεί στο «μακρινό και “άπορο” παρελθόν μας»7:
Έρχεσαι σαν χρησμός του Αγνώστου
Διαστέλλοντας τα μόρια της ύλης
Να περάσω.
Να περάσω στην άλλη Διάσταση
Στον άλλο Καιρό
Να μπορώ να σ’ αγγίζω πέρα
Από τον φθαρτό μου λόγο πέρα []
«Σ’ ευχαριστώ που σ’ αγάπησα
Μέσα στο θάνατο», είπα
Μα τότε δεν ήξερα, παιδάκι
Πως αυτός ο έρως
Έκανε ν’ ανθίσει η άβυσσος
Η νοσταλγία είναι αβάσταχτη λόγω της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στο Εγώ και στο παιδάκι που εκδηλώνεται με τη σιωπή του τελευταίου και με τη μόνιμη απομάκρυνσή του. Στην συλλογή Και θέα προς το Αμίλητο, στέλνει μηνύματα στο παιδάκι μέσω της μάνας της, αλλά, ακόμα και όταν του απευθύνεται άμεσα, αυτό μένει αμίλητο και σιωπηλό.
Η προσήλωση του Εγώ στην μείωση της απόστασης που το χωρίζει από το αντικείμενο του πόθου του δεν χάνει την έντασή της και συνεχίζεται όπως η παλίρροια: στα όνειρα όλα είναι πιο προσιτά, αλλά τελικά η επιστροφή στο σημείο εκκίνησης είναι αναπόφευκτη χωρίς αίσθημα αποτυχίας, εφόσον ένα νέο ξεκίνημα είναι δεδομένο:
Περπατώ κι ονειρεύομαι εσένα που με κράτησες
Κάπου ν’ ακουμπήσω
όταν η άβυσσος
κοφτερό γυαλί
Χάραζε τη μνήμη του άλλου Καιρού
Το «εσύ» είναι αυτό που θα οδηγήσει κάποια στιγμή στη γνώση του ανεξιχνίαστου παρελθόντος, όπου φυλάσσεται η μνήμη κάθε καιρού και κάθε ανθρώπου:
Στα μάτια μου ανάσυρες / Τους κοιμισμένους παραδείσους / Και τα τοπία όπου υπήρξαμε πέρα / Από τους γήινους κύκλους του χρόνου (σ. 172).
Μέσα από την ποιητική γραφή δημιουργείται το παιχνίδι της αναζήτησης και προσέγγισης της μνήμης. Η ίδια η ποιήτρια αναφέρει: «Κι αναρωτιέται κανείς σε ποιο βάθος βρίσκεται αυτό το μαγικό πεδίο των αναμνήσεων, όπου τα όνειρα μεταβάλλουν την ύλη του παρελθόντος σε μια ροϊκή ηδύτητα, σε μια ευτυχία παιδικού παραδείσου, που μόνο ποίηση θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς»8.
Τελικά η μνήμη αναδεικνύεται και ως το αρχέτυπο της ίδιας της δημιουργίας, είτε κοσμικής είτε ποιητικής9. Στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου κατέχει λειτουργικό ρόλο γιατί είναι η αναπαράσταση ενός αρχετύπου, τις περισσότερες φορές με τη μορφή ενός παιδιού που στοιχειώνει την πραγματικότητα και τα όνειρα του ποιητικού Εγώ.
Στην ποιητική συλλογή του Jules Supervielle Επιλήσμων μνήμη (Oublieuse memoire) η μνήμη έχει την ίδια δημιουργική ικανότητα: με ένα κλαδί φτιάχνει ένα πουλί, με ένα πρόσωπο μια μουσούδα και με μια μουσούδα μια μέλισσα. Όμως και αυτή κρατιέται μακριά προκαλώντας την ίδια αγωνία στον δημιουργό:
Σε σηκώνω απ’ το κρεβάτι, να ’σαι κιόλας μακριά
Σε μια γωνία σε κρύβω κι εσύ σπρώχνεις την πόρτα
Θα σ’ έσφιγγα στην αγκαλιά μου
Μα είσαι πλέον νεκρή10.
Οι προσπάθειες του ονειροπόλου Εγώ οδηγούν στην αποτυχία: δεν υπάρχει επικοινωνία με το παιδάκι αλλά και με καμία άλλη φιγούρα που εμφανίζεται στην ποίηση (Μάνα και νεκροί), όπως δεν υπάρχει πρόσβαση και στη μνήμη. Η επιστροφή στο σημείο αναχώρησης είναι δεδομένη και η περιπλάνησή του παραπέμπει στην εικόνα ενός παλιρροϊκού κύματος. Όμως δεν φαίνεται να απογοητεύεται. Επιστρέφει αλλά όχι για να αποδεχτεί την κατάσταση. Κάθε ποίημα είναι ένα νέο ξεκίνημα, μια καινούργια αρχή και κάθε στίχος ένα πέρασμα στα μονοπάτια του ασφοδελού λειμώνα της λήθης11.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Παναγιώτα Καρκάνη είναι καθηγήτρια
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Sarane Alexandrian, Le Surrealisme et le reve, Παρίσι, Gallimard, 1974, σ. 9.
2. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Αθήνα, Κέδρος, 2007, σ. 385. Εφεξής οι αναφορές σε αυτόν τον τόμο θα γίνονται μέσα στο κείμενο.
3. Βλ. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Νύχτες του φεγγαριού. «Δεκαοκτώ όνειρα», Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1984, σ. 106: «Αυτή την αίσθηση από “άλλη πραγματικότητα” την έζησα πολλές φορές στα όνειρά μου».
4. Βλ. Charles Mauron, Des metaphores obsedantes au mythe personnel, Παρίσι, Jose Corti, 1983, σ. 32.
5. Βλ. Νύχτες του φεγγαριού. «Δεκαοκτώ όνειρα», σ. 37: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν μέσα στα όνειρά μας δεν ξυπνούν προϋπαρξιακές μας στιγμές, βιωμένες σε άλλους καιρούς».
6. Βλ. Charles Mauron, σ. 113.
7. Νύχτες του φεγγαριού. «Δεκαοκτώ όνειρα», σ. 38.
8. Νύχτες του φεγγαριού. «Δεκαοκτώ όνειρα», σ. 191-192.
9. Βλ. στο ίδιο, σ. 192.
Jules Supervielle, La Fable du monde suivi de Oublieuse memoire, Paris, Gallimard, 1987, σ. 140: «Je te sors de ton lit, te voila deja loin, / Je te cache en un coin et tu pousses la porte, / Je te serrais en moi, tu n’es plus qu’une morte».