Άλλη ευκαιρία να χαρούμε την ποιητική απλότητα μας δίνει η συλλογή «Σπουδή» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου. Η συλλογή αυτή δεν είναι αποκαλυπτική σαν τις «Συναντήσεις» (1959), αλλά έχει πολύ περισσότερο ψυχισμό και μια ανησυχία πιο έντονη. Αυτή η ανησυχία πιο έντονη. Αυτή η ανησυχία, κάπως απειθάρχητη ακόμη, κάνει τη συλλογή άνιση. Μα σε πολλά σημεία μας σταματά η απλή και πυκνή έκφραση που όπως είπαμε είναι μια μοναδική χάρη: «Τα βήματα που μας έμαθες / είναι οι πρώτες παγίδες της ζωής / Μητέρα! Γιατί μας νανούρισες τόσο τρυφερά;» Το μεγάλο και άχραντο θέμα της «Mητέρας» επανέρχεται συχνά στη συλλογή αυτή. Κι ίσως το πιο όμορφο ποίημα της «Σπουδής», να ‘ναι το πρώτο «Το παλιό σπίτι». Εκφραστικό δείγμα απλότητας και αμεσότητας ευωδιάζει από την πικρή ποίηση των σπιτιών που παρατηρήσαμε μαζί με την περασμένη μας ζωή και την άσβηστη παρουσία της Μητέρας:
Όταν μπαίνω στο παλιό μου σπίτι
είναι σαν ν’ άκούω τη φωνή της Μητέρας
να βγαίνει από τις παλιές κορνίζες
και τα έπιπλα- σα ν’ άκούω τα πατήματά της
να τρίζουν τη σιωπή.,
Όταν μπαίνω στο παλιό μου σπίτι
γεμίζουν οι κάμερες πουλιά
και στις γλάστρες νωπή
η μνήμη-ανθίζει οπτασίες
Ένα χέρι που χαρίζει τη στοργή
ένα δάκρυ σε μάτια μακρινά
το σχήμα του κορμιού πάνω στα μαξιλάρια της πολυθρόνας.
Ο χρόνος κλειδωμένος στα συρτάρια
ευωδιάζει λησμοσύνη.
Χαλασμένο το φως στο φυτίλι της λάμπας
στοιβάζει τις σκιές
στους γδαρμένους τοίχους
στοιβάζει τη σιωπή
στη σιωπή.
Oι στίχοι αυτοί καθως κι αρκετοί άλλοι παρόμοιοι διάπαρτοι μέσα στη «Σπουδή», συγκινούν αβίαστα με την απλότητά τους. Πρόκειται εδώ για μια ποίηση που όταν την υποκινεί η συγκίνηση και η συνειδητοποίηση της συγκίνησης αυτής, σμίγει σε αβίαστη και άμεση μορφή λόγου την ουσία με την απλότητα: «Κοντά σου έγινα απλή και ταπεινή / κι έμαθα ν΄αγαπώ / την αλήθεια και τον πόνο / στο νικημένο σου πρόσωπο. Τώρα ας φυσά όσο θέλει ο άνεμος-δεν έχει τίποτα πια να γυμνώσει. / Η ομορφιά μας / είναι η ίδια η απογύμνωση». Κι αυτή η σκηνή του αποχωρισμού από τη Μητέρα και του αποχαιρετισμού, πόσο τρυφερή , πόσο καθημερινή πόσο ελληνική:
Μαζί μου η Πατρίδα από χώμα
και νόστο
από έρωτα
μέλη γυμνά από ακίνητο χρόνο.
Η μνήμη τυλίγει τους βράχους
που υπήρξαν
η Μαρίνα
τρυφερή
των παιδικών χρόνων.
Το χέρι ακίνητο στον τελευταίο
χαιρετισμό
κρατεί στη σκληρή του στάση
τη μακρινή μορφή
της δακρυσμένης Μητέρας.
Καθημερινή, 27 Νοεμβρίου 1962