Όταν κυκλοφόρησε η ποίηση αυτή, έγραψα:
Η Σπουδή είναι η μύησή μου στην γνώση του πόνου και της φθοράς. Ο χρόνος γίνεται μια τυραννική έννοια που σκάβει σε βάθος την ψυχή μου. Γίνεται μια καινούργια αγωνία που στα κατοπινά χρόνα θα την πω υπαρξιακή.
Κι αν τα στάχυα σου η θύελλα παράσυρε
Σε ώριμη ώρα
Και στα στήθια σου απόμεινε η χέρσα γης
Τον χαμένο μην κλάψεις θερισμό
Πάντα θα υπάρχουν στις παλάμες της θύελλας
Φυτρωμένα τα στάχυα
Δικά σου
Πάντα θα υπάρχουν τα στάχυα
Που δεν θέρισες ποτέ.
***
Όταν μπαίνω στο παλιό μου σπίτι
Γεμίζουν οι κάμαρες πουλιά
Και στις γλάστρες νωπή
Η μνήμη ανθίζει οπτασίες
Ο χρόνος κλειδωμένος στα συρτάρια
Ευωδιάζει λησμοσύνη
Χαλασμένο το φως στο φυτίλι της λάμπας
Στοιβάζει τις σκιές στους γδαρμένους τοίχους
Στοιβάζει τη σιωπή στη σιωπή
Εκεί που άφησα το τρυφερό σου πρόσωπο
Υπάρχει μια πληγή από λήθη
Τα πουλιά που κρατούν στα ράμφη τους
ένα κομμάτι θάνατο
Είναι ό,τι απόμεινε απ’ το παλιό μου το σπίτι
Η ποίηση αυτή εκδόθηκε το 1961