Λέξεις περάσματα. Δεν μπορώ να ορίσω διαφορετικά τις λέξεις αυτής της ποίησης παρά σαν μια αναγωγή των συνθημάτων ενός παιδικού παιχνιδιού ή μιας σκοπιάς σε ώρα φυλακής. Λέξεις περάσματα: Για να περάσεις πού; Και, προπαντός, για να βγεις από πού; Ε, ναι, για να βγεις από το αδιέξοδο, το αδιέξοδο αυτού του πεπερασμένου και κλειστού κόσμου, από κάθε τόπο όπου η έλλειψη, η στέρηση, η ανεπάρκεια κινδυνεύουν να σε εγκλωβίσουν. Η ποίηση του Μυστικού Περάσματος είναι πριν απ’ όλα μια ποίηση που περιέχει την οδύνη της απορίας. Απορίας, με την αρχαία έννοια της λέξης, που σημαίνει την απουσία διεξόδου, περάσματος, σημαίνει την αγωνία του αδιεξόδου. Απορία, άπορος. Είναι από τις πιο παλιές ελληνικές λέξεις. Συναντάμε τη λέξη άπορος σε ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου. Απορία είναι η αδυνατότητα να πας πιο πέρα, να προχωρήσεις, να περάσεις, να απεγκλωβιστείς. Είναι η φυσική και ηθική στέρηση, η κυριολεκτική και μεταφορική πενιχρότητα του όντος, η ένδεια του σώματος και της ψυχής, είναι η αβεβαιότητα, η σύγχυση, ο αποπροσανατολισμός. Το ον σε κατάσταση απορίας παραπαίει δίχως δυνατότητα έκβασης, δίχως επαύριο, έγκλειστο στον δικό του παρόντα χρόνο, όπως σε λαβύρινθο, τόπο κατ’ εξοχήν απορικό.
Να απαλλαγείς από την αγωνία της απορίας του όντος, αλλά για να φτάσεις σε τι; Να περάσεις πού; Ε, λοιπόν, προς έναν τόπο και ένα χρόνο που κανείς – εκτός από τους ενορατικούς ποιητές – δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει κι ακόμα λιγότερο να προσεγγίσει, αυτόν τον άλλο χρόνο, τον άλλο χώρο, που αρχίζει πέρα από τα σύνορα οποιασδήποτε περατότητας, οποιουδήποτε εγκλωβισμού του όντος σε κατάσταση απορίας, και δεν είναι προσιτός παρά μόνο σ’ εκείνους, τους τόσο σπάνιους, που έκλαυσαν και κώκυσαν, όπως ο Εμπεδοκλής, μπροστά στον ασυνήθεα χώρον, μπροστά στον τόπο τον άγνωστο και ξένο, τον αλλότριο.
Λοιπόν, εάν ο φιλόσοφος ή ο οραματιστής ποιητής μπορεί να προσεγγίσει αυτην την ακατονόμαστη χώρα, τον αναπόδεικτο τόπο, στα μύχια βάθη του είναι του διανοίγονται τα μυστικά περάσματα, μυστικά και μυστικιστικά μαζί ( η λέξη μυστικός έχει και τις δύο έννοιες στην ελληνική γλώσσα) που οδηγούν προς αυτήν την ασύχναστη έκταση. Και εδώ, στο Μυστικό πέρασμα, ο φιλόσοφος και ο οραματιστής χρησιμεύουν ως φύλακες και οδηγοί της ποίησης, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτων, ο Άγιος Ιωάννης της Αποκάλυψης, η Σίβυλλα, όλοι τους κομιστές ενός λόγου εξόχως μυητικού.
Για τη Μαρία Λαμπαδαρίδου, το αντάμωμα με αυτόν τον λόγο και η προσέγγιση αυτού του άλλου κόσμου ήταν αποτέλεσμα μιας προσωπικής αλγεινής δοκιμασίας, της απώλειας ενός παιδιού που έφυγε στη βρεφική του ηλικία για “τον πάνω κόσμο του”, άστρο που η ανάμνησή του (και πιο πολύ από ανάμνηση, η επίμονη, αόρατη παρουσία του) δεν έπαψαν να την διακατέχουν, να φωτίζουν τους δρόμους του εξορκισμού στην ποίησή της.
Όμως ποιες είναι αυτές οι λέξεις περάσματα, οι λέξεις οδηγοί, που εδώ παίρνουν μιαν αξία ζωτική και επείγουσα, οι λέξεις, κάποιες από τις οποίες χρονολογούνται πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια, λέξεις που τις πρόφεραν τα χείλη των προσωκρατικών κι ύστερα έγιναν ψαλμοί και ωδές από τους μυστικούς βυζαντινούς, αυτές οι λέξεις-σηματωροί της άλλης ζωής, οι λέξεις-φρουροί, που κομίζουν μέχρι τον αιώνα μας, όμοια με τη λάμψη των αστεριών, το φως μιας αλήθειας αναδυόμενης από τα βάθη του χρόνου; Είναι οι λέξεις αίμα, όνειρο, μνήμη, θάνατος, δάκρυ, άβυσσος, φως, λάμψη, ρόδο, χρησμός, ρωγμή, πληγή. Λέξεις που σηματοδοτούν τους εσωτερικούς και μυστικούς δρόμους, διανοίγοντας την οδό του άλλου χώρου, του απρόσιτου, του χώρου του αναπόδεικτου, του απαγορευμένου ακόμα, την οδό του Άδυτου του όντος που, στα αρχαία Ιερά των ναών, ήταν εντελώς απαγορευμένος στους λαϊκούς. Έτσι βλέπει κανείς να ξεπηδούν σ’ αυτή την ποίηση, όπως σε πομπή λιτανείας, πλήθος εικόνες συμβολικές και αποτροπαϊκές, όπως εκείνη της περιπλανώμενης ψυχής που δεν βρίσκει πέρασμα στο αδιέξοδο παρά χάρη στο “αίμα της πληγής”, αυτή τη “ρωγμή της ψυχής”, το “βουητό της αβύσσου”, που την διαπερνάει και την περιέχει.
Ποίηση μυστική, λοιπόν, μυητική, ποίηση της οδύνης του σώματος, της καρδιάς, ολόκληρης της ύπαρξης που ανατείνεται να καταργήσει το χρόνο και το θάνατο, ν’ αγγίξει τον κόσμο τον μέχρι τώρα ανέγγιχτο και αναπόδεικτο, που αρχίζει ακριβώς εκείθε του ανθρώπου, ακριβώς εδώθε του αγγέλου, με αυτά τα λόγια και με αυτές τις επωδές που έχουν τη δύναμη να “κάνουν την άβυσσο ν’ ανθίζει”. Που έχουν τη δύναμη ακόμα, στην ύστατη επίκλησή τους, να ανασυνθέτουν – εδώ κάτω ή εκεί επάνω – την εικόνα του χαμένου παιδιού, που έγινε “αστέρι τρυφερό”. Σπάνια ποίηση έχει συλλέξει, έχει συγκεντρώσει σε μιαν αναβλύζουσα γραφή τόσα μηνύματα και σημάδια τριών χιλιάδων χρόνων της ελληνικής γλώσσας. Γιατί η ποίηση αυτή είναι, επίσης, ένα εκπληκτικό και ζωντανό προσκύνημα στα ιερά της γλώσσας, από την εποχή των προπυλαίων και του αρχαίου Άδυτου μέχρι τα εικονοστάσια των βυζαντινών παρεκκλησιών. Προσκύνημα οριοθετημένο από σιλουέτες οικείες, σαν αυτή του Ηράκλειτου, του Αναξαγόρα, του Αγίου Ιωάννη, του άγνωστου συγγραφέα του Ακάθιστου Ύμνου, του ωραιότερου ποιήματος της βυζαντινής λειτουργίας, και του σύγχρονου ποιητή Ελύτη. Αλλά οι σηματωροί αυτοί στο Μυστικό Πέρασμα, οι μυητικές αναγωγές της ποίησης, δεν είναι ούτε παραπομπές ούτε αυτούσιες παραθέσεις. Τα επιλεγμένα αποσπάσματα είναι εντεταγμένα, θα έλεγα ακόμη ενσωματωμένα στην ποίηση, και οι αρχαίες λέξεις αποτελούν ένα σώμα με τις σύγχρονες. Ναι, ζώσες εντάξεις από ρήσεις του Ηράκλειτου, του Πλάτωνα, της Αποκάλυψης, σαν ένα ανάβλυσμα εικόνων νέων, οι λέξεις που βοήθησαν την ποιήτρια να “διαστείλει την ψυχή της”, να “απομαγνητίσει τη σιωπή”, για να μπορέσει να διασχίσει τις αβύσσους που την χωρίζουν από το Άδυτον του κόσμου.
Δυο λόγια, πριν ολοκληρώσω, για την συγγραφέα αυτής της ποίησης του φωτός. Γνώρισα τη Μαρία Λαμπαδαρίδου εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι, στη Σορβόνη, όπου παρακολουθούσε μαθήματα στο τμήμα θεατρικών σπουδών. Στην Ελλάδα είναι γνωστή ως θεατρικός συγγραφέας και τα έργα της παίχτηκαν επανειλημμένως σε ιδιωτικές και κρατικές σκηνές. Είναι, εξάλλου, συγγραφέας ενός ωραίου δοκιμίου για το έργο του Σάμουελ Μπέκετ – τον οποίο συνάντησε πολλές φορές -, ένα δοκίμιο που δεν έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, με τίτλο “Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης” και ενός άλλου για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Έχει εκδώσει και άλλες ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και ποιητική πρόζα, μεταξύ των οποίων η αυτοβιογραφία των παιδικών της χρόνων (γεννήθηκε στο νησί της Λήμνου), που γράφτηκε από τα όνειρα εκείνης της εποχής.
Αλλά η Μαρία Λαμπαδαρίδου, πριν απ’ όλα, είναι ποιήτρια, ουσιαστική, υπαρξιακή ποιήτρια. Η ποίηση δεν είναι γι’ αυτήν παιχνίδι γραφής, αλλά τρόπος υπάρξεως, τρόπος αναπνοής, τρόπος ζωής. “Γράφω γιατί είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχω”, λέει, “γράφω για δεν μπορώ παρά μόνον έτσι να υπάρχω. Το κάθε ποίημά μου είναι ένα ατόφιο κομμάτι από τη ζωή”. Η ποίηση γι’ αυτήν γίνεται πράξη αντίστασης, γίνεται άρνηση του σύγχρονου μηδενισμού, γίνεται εξέγερση ενάντια στην παράλογη διακήρυξη του κόσμου. Για τη Μαρία Λαμπαδαρίδου, η ποίηση είναι “το αίμα της αλήθειας”. Στο Μυστικό Πέρασμα είναι ακόμα κάτι περισσότερο: η ποίησή της εδώ είναι το αίμα της μνήμης που κυλά μέσα στις λέξεις και της δίδει καινούρια δύναμη μιας Γένεσης χωρίς ανάπαυλα.
Μετάφραση από τα Γαλλικά: Καθηγήτρια Yolanda Astarita Patterson
Δημοσιεύτηκε στον τόμο “A woman of Lemnos”, Guernica Publications 2002
Δημοσιεύτηκε επίσης στο γαλλικό περιοδικό του Γαλλικού Ινστιτούτου CTL No 24 Φεβ. 1996