Η Σαπφώ της Λήμνου
Η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη μοιάζει με τους θεμέλιους λίθους, σμήνη οστράκων σε ψηφιδωτό διάτρητο, που στο σύνολό της, μαζί με τα κενά, δημιουργεί άρτιες εικόνες.
Η γλώσσα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου είναι περισσότερο ακριβής. Κάθε λέξη, κάθε έκφραση είναι ζυγισμένη στη ζυγαριά του Όσιρι, πολύτιμη, και ενδύει το νόημα, χωρίς να το φυλακίζει. Οι μεταφορές λάμπουν σαν θρυμματισμένο κρύσταλλο, φρέσκιες, αστραφτερές σταγόνες δροσιάς, που με ξαφνιασμένες κοψιές νυστεριού χαράζουν τη βουβή ύπαρξη.
Οι θεμέλιοι λίθοι – οι λέξεις, οι φράσεις – είναι απλοί και καθημερινοί, δανεισμένοι καμιά φορά από πρωτότυπα κείμενα του Ηράκλειτου, της Αποκάλυψης, της Σαπφώς. Πάντα όμως απλά, σαφή εργαλεία χρήσης. Με τη λάμψη που παίρνουν τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Αυτό κάνει φανερή, κραυγαλέα, την αντίθεση με το περιεχόμενο της ύπαρξης (με την ουσία της ύπαρξης) διότι στην ποίηση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου η αγωνία και ο φόβος της ύπαρξης κείνται σαν νεύρα πάνω στο δέρμα.
Η ένταση, θα μπορούσα να πω η κατάνυξη, γίνεται ρίγος, όταν το πνεύμα γίνεται σάρκα και αίμα. Η περιπλάνηση στην άβυσσο είναι ολόιδια με αυτήν του Δανού ψαλμωδού “Απόψε τη νύχτα χτύπησε στην πόρτα της κολάσεως”.
Η Μ. Λ. Π. Ανήκει στους καλύτερους Έλληνες μελετητές του Ελύτη, ίσως από τους ολίγους που κατανόησαν τις πιο λεπτές αποχρώσεις και το βάθος του έργου του. Αναγνωρίζει βέβαια κανείς τον ποιητή του ήλιου στα ποιητικά της, σε παραθέσεις και στίχους που μοιάζουν με εκείνες του δασκάλου. Ποιος θα μπορούσε να αποφύγει την επιρροή της γλώσσας του, των διάφανων μεταφορών και των συνειδητών πειραμάτων ύφους, που κάνουν τη Σαπφώ και τον Ηράκλειτο να μοιάζουν με καλούς γείτονες, που πέρασαν πριν λίγο και δανείστηκαν λίγο ψωμί και λίγο λάδι.
Ακριβώς εκεί αναδεικνύονται οι ομοιότητες με την ποίηση του Ελύτη – στον άψογο χειρισμό της καθημερινής γλώσσας, στην επιλογή των λέξεων – με τη διαφορά ότι στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου οι αποχρώσεις της οδύνης και του σκότους είναι πιο φανερές, περισσότερο σαφείς και πιο αληθινές. Το πένθος και ο πόνος είναι ένα, η οδύνη βίωμα, η περιπλάνηση στην άβυσσο γεγονός. Αυτή η διαφορά την ξεχωρίζει από τον δάσκαλο. Μερικές φορές, σε μερικά σημεία την κάνει μεγαλύτερη. Γιατί η Μ. Λ. Π έχει περιπλανηθεί “άνω και κάτω την άβυσσο μία” (οδός άνω και κάτω μία) και έχει δοκιμάσει μαζί με τον Ηράκλειτο την ανάσα της αβύσσου.
Έζησε τον θάνατο του παιδιού της. Και μέσα από τον θάνατο αυτόν βίωσε την άβυσσο, μια περιπλάνηση σκοτεινή, που, με εσωτερική άσκηση επίπονη, την έκανε μύηση προς το φως. Γι’ αυτό και ολόκληρη η ποίησή της είναι εμποτισμένη από ένα ουρανικό φως, σαν εκείνο που μοιάζει με την πλατωνική ανάμνηση της ψυχής για τον χαμένο της ουρανό. Όμως εκτός από αυτό, έζησε και την τρομοκρατία της χούντας, όταν, εργαζόμενη ως υπάλληλος στο Υπουργείο Εσωτερικών, έκανε το καθήκον της απέναντι στην αλήθεια και αρνήθηκε την ταπείνωση, αρνήθηκε να θέσει την πένα της στην υπηρεσία της χούντας. Κι ακόμα δεν εδίστασε να δώσει το έργο της “Ο Χορός της Ηλέκτρας” να παιχτεί, καρδιά χούντας, ένα έργο που διακήρυττε το παράλογο καθεστώς και που η λογοκρισία το είχε χαρακτηρίσει “αναρχικό και επικίνδυνο”.
Κι ακόμα, η Μ. Λ. Π. την άβυσσο του σκότους την έζησε και μέσα από το έργο του Samuel Beckett – του οποίου είναι μελετήτρια, αλλά και είχε πολύχρονη αλληλογραφία μαζί του.
Όμως ενώ την πρώτη άβυσσο της απώλειας του παιδιού της την έζησε με το σώμα, με την αγωνία του σώματος και της ψυχής, τούτη την άβυσσο του μηδενισμού την έζησε με τον πόνο του μυαλού, της γνώσης.
Ήταν η ανυπέρβατη (που δεν έχει υπέρβαση) άβυσσος του έργου του Samuel Beckett, που εξέφραζε τον μηδενισμό ολόκληρης της διανόησης του δυτικού κόσμου και την άρνηση των υπερβατικών οραμάτων, όπως γράφει η ίδια στη μελέτη της. Αυτή ήταν μια άλλη περιπλάνηση στο σκότος της υπάρξεως, απαραίτητη ίσως για να βρει μυημένη τις δικές της ρίζες, να βγει στη δική της ελληνική Αρχή της σκέψης, στην Υπέρβαση του ελληνικού Φωτός, που περιρρέει τους στίχους της. Το έργο του Samuel Beckett ήταν για κείνη ο αντίποδας της ελυτικής ποίησης του φωτός, που, όμως, όπως σημειώνει η ίδια, είχε μια τρομακτική δύναμη. Ίσως εμπνευσμένη από την “πάλη του Ιακώβου” απέκτησε το ένστικτο για τις λεπτές αποχρώσεις και τον όγκο της τεράστιας αγωνίας του μεγάλου Ιρλανδού. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, η συνάντηση αυτή βάθυνε το ενδιαφέρον της Μ. Λ. Π για την έκφραση μέσω της γλώσσας, για την δυνατότητα και τις αδυναμίες της να δημιουργήσει σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους η υλοποίηση του λόγου, όπως θα το εξέφραζε ο Ηράκλειτος, η περιπλάνηση του λόγου από “εικόνα σε γράμμα” από τον ουρανό στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Αυτή η διαδικασία έδωσε στον άνθρωπο νέες γνώσεις, νέες πιθανότητες να λάβει μέρος στα μυστικά των Ελευσίνιων Μυστηρίων τα οποία μοίρασε σε κανονικές δόσεις, έτσι που να μπορούν να κατανοηθούν από τον κοινό νου. Ο λόγος έγινε διάλογος, ο Διόνυσος ενώθηκε με τον Απόλλωνα και αυτή η νέα θεία δύναμη μεταφέρθηκε στην ψυχή του ανθρώπου που γέννησε ένα νέο είδος τέχνης, το δράμα, που θα τον οδηγούσε στη γνώση “Γνώθι σ’ αυτόν. Γνώρισε τον θεό”.
Ο Beckett είχε καταλάβει, τώρα και η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Έχυσε το κρασί του ελληνικού ήλιου στο κέλτικο ποτό των μαγισσών. Να είναι αυτό το ποτό της τόσο δυνατό και διαυγές, τα ποιήματά της τόσο όμορφα, τόσο εύθραυστα; Τόσο που όταν κανείς τα διαβάζει, φοβάται πως η κούπα θα πέσει και θα γίνει χίλια κομμάτια.
Ο Ingemar Rhedin είναι Σουηδός μεταφραστής της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη.
Απόδοση στην ελληνική: Ακριβή Κονιδάρη και Νίκος Σερβετάς.
Με συμμετοχή του ίδιου του Ingemar Rhedin για την ακριβή έκφραση.