“Πρέπει να εξορκίζουμε την ύπαρξη”, Ποιήματα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου
Υπάρχουν πολλοί καλοί ποιητές στην Ελλάδα του σήμερα. Πολλοί από τους καλύτερους είναι γυναίκες. Μία από αυτές; είναι η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, της οποίας έχει εκδοθεί μία ολόκληρη συλλογή ποιημάτων στη Σουηδία, το Μυστικό Πέρασμα.
Είναι ένα τόσο ασυνήθιστο αλλά και ευχάριστο συμβάν. Ειδικότερα επειδή το μετέφρασε ο Ίνγκεμαρ Ρεντίν, ο οποιός έπεισε τον εκδοτικό οίκο να δώσει μαζί με το σουηδικό και το αυθεντικό κείμενο, το ελληνικό, στις αριστερές σελίδες του βιβλίου,
Με αυτόν τον τρόπο περιορίζει την δική του εκδοχή της μετάφρασης, κατευθύνοντας τον αναγνώστη – αυτόν που έχει περισσότερες από τουριστικές γνώσεις για την ελληνική γλώσσα – στο πρωτότυπο. Ο Ρεντίν έχει πλουτίσει το βιβλίο προσθέτοντας στο τέλος και ένα πλούσιο σε απόψεις προσωπικό κείμενο με διεισδυτικό πνεύμα.
Μεταξύ των άλλων – και με τη βοήθεια παραπομπών – ταυτίζει ένα μέρος από την ποίηση της Λαμπαδαρίδου με τους προγόνους της όπως τον Ηράκλειτο, τον Αναξαγόρα, τον Πλάτωνα, και δημιουργούς των ψαλμών, τον Ιώβ και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Και αυτό το δεχόμαστε με μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Η Λαμπαδαρίδου είναι μια απαιτητική συγγραφέας υψηλής διανόησης, τουλάχιστον αν την δει κανείς από μια εκκοσμηκευμένη (κοσμική) σουηδική προοπτική. Αν την εξετάσει κανείς από μιαν άλλη πιο φυσιολογική οπτική γωνία, η Λαμπαδαρίδου εγγράφεται αυτονόητα στη σύγχρονη ελληνική παράδοση – αυτήν που περικλείνει τον Κάλβο και τον Σικελιανό ως κύριες μορφές.
Η Λαμπαδαρίδου θέλησε να χτίσει μια γέφυρα που να ενώνει το μεγάλο ελληνικό και χριστιανικό παρελθόν, το οποίο κυριαρχεί εδώ και χιλιάδες χρόνια και περιλαμβάνει τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και τους βυζαντινούς οραματιστές.
Η πλησιέστερη μορφή στην οποία μας παραπέμπει η ποιήτρια είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Γι’ αυτόν λέει ο Ρεντίν πολύ ωραία “κάνει την Σαπφώ και τον Ηράκλειτο να εμφανίζονται σαν καλοί γείτονες οι οποίοι λίγο πριν πέρασαν και δανείστηκαν λίγο λάδι”.
Η ποιήτρια, ως προς την νοσταλγία και το πάθος της, έχει κοινά σημεία με την Γκαμπριέλ Μιστράλ, η οποία έγραψε το τραγούδι για ένα γιο. Αλλά η χιλιανή συνάδελφος έγραψε για ένα παιδί που ποτέ δεν απέκτησε, ενώ η Ελληνίδα γράφει για ένα παιδί που έχασε. Είναι ένα συμβάν που αναγκάζεται να διαπιστώσει αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί.
Η ποιήτρια έχει ένα απραγματοποίητο όνειρο να περάσει στην άλλη διάσταση – στον Άλλον Καιρό.
(…) Ξορκίζοντας να προκαλείς το θαύμα της ύπαρξης, να υψώνεσαι σαν κοσμική μητέρα πάνω από τον θάνατο.
(…) Φυσικά, αυτό είναι ένας σχηματισμός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός κατά γράμμα.
(…) Όσο ορμητικά και αν ταυτίζεται η ποιήτρια τόσο με την Σίβυλλα “μασώντας δάφνες και αγριόριζες” όσο και με την μητέρα του Ιησού, που το παιδί της θυσίας “Ευαγγελίζει τον κόσμο”, εδώ ούτε μόνον ο Ιουδαίος ούτε μόνον ο Έλληνας, αλλά όλοι και όλα δίνουν σάρκα και οστά σε μια εκ βαθέων διαμαρτυρία εναντίον της συνθήκης της υπάρξεως. Αυτή η διαμαρτυρία ηχεί διά μέσου της ιστορίας μας και της προϊστορίας μας. Σίγουρα, επίσης, μέσω του μέλλοντος το οποίο ανοίγεται μπροστά μας.
Το ότι δεν έχει δοθεί μία απάντηση δεν πρέπει καθόλου να θεωρηθεί μη κατανοητό.
Όλοι το ήξεραν αυτό, τουλάχιστο κάποιες φορές. Όλοι το ήξεραν. Ακόμα κι αυτοί που έχουν δουλέψει πιο απλοϊκά στον κόσμο των ιδεών, όπως αρμόζει σε έναν ποιητή στα ύστερα του εικοστού αιώνα.
Η Μ. Λ. Π. Το ξέρει αυτό. “Το σώμα μου γεμάτο ρωγμές κι αναβλύζει η άβυσσος / δεν έχω πού να σταθώ”.
Για τον υποφαινόμενο αναγνώστη, για μένα, είναι περισσότερο συναρπαστική η ποιήτρια στα σημεία που κινείται μεταξύ αρχαγγέλων και πυθίας με τα κρυστάλλινα νερά των παραδείσων της.
Αλλά είναι μια φανερή αναγκαιότητα για κείνη να μην αφήνει καμιά προοπτική αδοκίμαστη.
Μόνο βάσει αυτών των επιδιώξεων μπορεί να πει: “σταλαγματιές από αίμα τα σημάδια μου”.
Bengt Holmqvist, εφημερίδα Dagens Nyheter της Στοκχόλμης, Σουηδία, 8 Νοεμβρίου 1996.