Τούτο το καλοκαίρι
Τούτο το καλοκαίρι
ήθελα το μάλαμα του ήλιου
να καίει στις φούχτες μου μέσα
λιωμένο σαν όρκος παλιός
Ν’ ανασάνω στο σώμα σου τις πευκοβελόνες
όπως τότε
που κυλιόταν το φεγγάρι στα βρύα
σπαράγματα μιας ζωής που τα ξεβγάζει το κύμα
Και με τους δρόμους μου όλους αγκαλιά να φτάσω
εκεί που τελειώνει το όνειρο
εκεί που αρχίζει η γνώση.Τούτο το καλοκαίρι ήθελα να γίνω μια Λέξη πελώρια
σαν δρόμος όρθιος που ανεβαίνει στ’ αστέρια
και λαμποβολεί
μια λέξη με τρεις συλλαβές ή και τέσσερις
να περιέχουν όλες τις άλλες – όπως θάλασσα ή έρχομαι!
όπως λαμποβολώ
Το καλοκαίρι φεύγει και με παίρνει μαζί του
ποιος ξέρει για πού..,
Για το καλοκαίρι του κορωνοϊού, 2020
Αναρτήθηκε στο fb, Αύγουστος
Ανατέλλοντας το 2021
Η Ιστορία δεν διδάσκει
και ούτε τα λάθη της Ιαστορίας”
μόνον η συνείδηση διδάσκει
Να φοράς όλο το αίμα την κραυγή το πένθος
και με πατημασιές του χρόνου
από τον Υψηλάντη τον Αντρούτσο – τον Aνώνυμο
Για να σε προσκυνήσουν όσοι
πολύ σε αγάπησαν
όσοι σε πρόδωσαν
όσοι βασανισμένη σε αποθέωσαν
Και όρθια να σηκωθείς αγέραστη και αγέλαστη
ως αετού η νεότης σου ανακαινισμένη από
τους όρκους των νεκρών
Και η Μεγάλη Ημέρα γιασεμιά να ευωδιάσει
βασιλικό και ματζιοράνα από της Δέσπως τον μπαξέ
Και όρθιος στο πλάι σου ο Καιρός
να χαιρετήσει την οδοιπορία σου απ’ τα βαθιά
σκοτάδια της σκλαβιάς
Και την ορμή του Παπαφλέσσα σαν οργισμένο
άνεμο να φέρει και την κραυγή της Μάνας
που το λεχούδι της νεκρό πάνω στη ρώγα
και το πένθος, ω, το πένθος των αετών
Αυτά να φέρεις και σιωπή πολλή σιωπή
για ν’ ακουστούν!
Γιατί περίσσεψαν τα πανηγύρια.
Και μη ρωτάς, ω, μη ρωτάς τι εγίναν οι γενναίοι
αυτοί που θυσιάστηκαν
κι αυτοί που τους εχτύπησαν πισώπλατα
Τους όρκους μόνο να θυμάσαι
– για να πονέσουν, ω, να πονέσουν!
Κι ύστερα, αγκάλιασε τους με στοργή
ξανά γι’ αγάπη και για όρκους να τους πεις
που τίμημα δεν έχουν
Θα καταλάβουν.
Όσο για σκηνικό – φέρε τις νύχτες
με τα καραούλια στα στενά
παιδόπουλα σε ερημικά σοκάκια σκοτωμένα
Φέρε και λίγα απ’ τα ποτάμια σου
με τα νερά τους όρθια ενάντια στη λήθη
να ξεδιψάνε τους κυνηγημένους
Φέρε τον καλπασμό από καβαλάρηδες
την ώρα που ξεχύνονταν σαν λευτεριά
να υπάρχει ζωντανό ηχητικό
στην Άγια Ημέρα που ανατέλλει.
Φέρε και τις ακοίμητες Ψυχές
με το αίμα στις φούχτες ζωντανό – ποτέ
του μαρτυρα το αίμα δεν πεθαίνει
Φέρε και κάποια οράματα που δεν ευδόκησαν
όνειρα που ‘γιναν σκοτάδι και πληγή
και με τις μνήμες σου όλες αγκαλιά
με τις ματαιωμένες προσδοκίες
Και με τον Καποδίστρια να κρατάει την πινακίδα – το αυλάκι
το αίμα να κυλάει ανάμεσα στα πικραμένα μάτια του:
“Ελλάδα, 2021!”
Και μη ρωτάς, ω, μη ρωτάς – ποιος
χάραξε τόσο βαθιά το αυλάκι το αίμα
you must remember Marina
Να το θυμάσαι μόνο.
Γράφτηκε για την Εταιρεία Συγγραφέων: “Ευχές για το 2021”
Καλή χρονιά σε όλους, καλύτερη!
Άκουσε με…
Και μην έχοντας γη να σταθώ
γίνομαι ποίημα
Είπες, δεν θέλεις να λέγεσαι Αριθμός
δεν θέλεις να είσαι μόνον το πνεύμα
Αλλά η “αρμονίη αφανής”
το άρρητο γίγνεσθαι του κόσμου
που εξαγνίζει με πόνο
Κι όταν όρισες τις εντολές του χάους
και χάραξες τη Δικαιοσύνη
χιλιάδες έτη αγρυπνώντας στην καρδιά του ερέβους
για να ποιήσεις το Φως και την ‘Ωρα την Πρώτη
είπες, υπάρχεις τώρα
Υπάρχω
μια σταγόνα ζωή από το δικό σου αίμα – που το είπες
αίμα θυσίας
αίμα ή νερό πηγής από την πρώτη αχειροποίητη ώρα
Γι’ αυτό, άκουσέ με
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ η μυημένη
στις ακατέργαστες μνήμες της διαδρομής μου
υδάτινα περάσματα μέσα μου
Από το σανσκριτικό asFu της ψυχης μου
που κουβαλά τη μνήμη του χάους
έως τον σεντιφένιο μου Άγγελο με το άσπιλο λινό
που έκανε τη μνήμη έγερση
και πάλεψε με τον Σκοτεινόν επάλεψε
στα ασφοδελά ευρώεντα κέλευθα τα μουχλιασμένα
Να τον νικήσει με τη μουσική του
Η μουσική θα καταργήσει το άβατο, είπε
Να τον νικήσει με το φως το αχειροποίητο
Η μνήμη είναι έγερση, φώναξε
“και εν νεκύεσι φαείνω!”
Άκουσέ με,
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ – νερό ή αίμα
που περιέχει όλα τα ποτάμια και τις παλίρροιες τις κοσμογονικές
μνήμες από τη γένεση του κόσμου
Και ας οδοιπορώ τώρα
ας οδοιπορώ σαν τοπίο σε απόγνωση
ας οδοιπορώ
μέσα στην εντολή σου – μέσα
στο μίασμα που έστειλες στο άγος
Ας οδοιπορώ τώρα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα
και το πρόσωπο καμένο από την αστραπή σου
ας οδοιπορώ τώρα, ας οδοιπορώ
Κοιμήθηκα τόσο βαθιά τον εγκόσμιο χρόνο μου
που σε ξέχασα
ήταν τόσο βαριά η εντολή σου η τηλαυγής
που την ξέχασα
Όμως μία μόνη στιγμή του άχραντου φτάνει
για ν’ ανθίσουν όλα τα δάκρυα
για ν’ αθωωθεί ο χρόνος
για ν’ αθωωθώ
Να βρω ξανά τον παλιό μου γαλήνιο ουρανό
Άκουσε με,
Ό,τι κι αν ήθελες να μου πεις
το ‘νιωσα με το άγριο πέρασμα σου
Τούτη την ώρα που τα νερά αλλάζουν
κι ο κόσμος όλος σε δόκανο αγριμιού
Τούτη την ώρα που ο Σκοτεινός περπατάει
σε χίλιους δρόμους μαζί – σκορπώντας τον θάνατο
Κι ο φόβος συμπαγής και άβατος μέσα
στα κλειστά σπίτια
Η φωνή μου φωνή υδάτων πολλών από τα χρόνια του Ιώβ
“Κράζω προς Σε
και δεν μοι αποκρίνεσαι
Άκουσον, δέομαι, είπε,
ίνα τι υπνοίς;”
Ένας ασήμαντος κόκκος νόησης
μέσα στον όγκο της σιωπής
μ’ ένα κερί μόνο στο χέρι
αναμμένο
να φέγγει τη μεγάλη νύχτα
Άκουσέ με,
Στον ώμο της η μάνα τον Άδη εσήκωσε
σαν ανακάλεμα νεκρού
κι έγινε μουσική λύρας επτάχορδης
απ’ την αρχή τις εντολές του χάους να χαράξει
να φτάσει στο μυστικό του ερέβους το αχειροποίητο
που κρύβει το δικό σου Φως.
Άκουσε, εν τέλει, άκουσε με
δέομαι πάνω στις πληγές που μου έδωσες
Και ξέρω πως είναι αυτές
ο δρόμος μου προς Εσένα.
Γράφτηκε τον Μάρτιο του 2020, στις μέρες του κορωναϊού
Σύνδεσμος στο ενορχηστρωμένο ποίημα
Ο προαιώνιος οβολός
Από καιρό ξέσκεπες οι νύχτες μου
διαφανείς
να συνορεύουν με το πέραν
Κι εγώ να κοιτάζω την άλλη όψη των πραγμάτων
με τα φλούα φλαφς των νερών άγνωστων
κάτω από τον ύπνο μου
Να αφουγκράζομαι τις κινήσεις του Αόρατου
Ξέμεινα να σηκώνω στον ώμο μου
τον προαιώνιο οβολό
να λυγίζει ο δρόμος μου από το βάρος του
Όλα μου τα υπάρχοντα ένας αρχαίος αγερμός
που ξέμεινε από τα ιερά μυστήρια
και ο φόβος
μη βρεθώ χωρίς νόμισμα στην άκρη των νερών – όπου
ο σκοτεινός βαρκάρης με το μυτερό πλεούμενο
Μια ζωή δούλεψα να αποκτήσω την περιουσία αυτή
να τη φυλάξω πάνω στη ράχη του χρόνου
Και τώρα γέρνω από το βάρος της – καθώς
την περιφέρω ανάμεσα στα τιμαλφή μου
σαν βεβαιότητα αρχέγονη
κομμάτι αδέσποτο των μυστηρίων
Τόσο μάταιη οδοιπορία
με τα κέλευθα τα ασφοδελά κάτω
απ’ τις νύχτες μου
κι ένας τεράστιος οβελίσκος obulus
σαν μυθική αμοιβή
για το νερένιο μονοπάτι της ομίχλης.
Γράφτηκε τον Νοέμβριο 2020, με συλλογική θεματική “ο χρόνος είναι χρήμα είναι χρέος” για το περιοδικό δε κατα
Ο ποιητής γράφει την Ιστορία
Κανείς δεν ήξερε για την καρδιά του
δυο αιώνες τώρα στενάζει μέσα στην πέτρα
κι ο χρόνος πάνω της γράφει την ιστορία του κόσμου
τα γράμματα όλο και πιο ακατάληπτα
πιο οργισμένα
Και τις νύχτες του έρημου σεληνόφωτου
έρχεται ο Καβαλάρης
τα μάτια του ροές του ανέμουέρχεται μ’ ένα κοντύλι στο χέρι
να γράψει το ποίημα που δεν πρόφτασε
μα το αίμα χλωρόΠού είστε ορέ Ψυχές της Ρούμελης;
Μήπως εκάματε κι εσείς Hotel τη λέξη Ελευθερία;Θέλω να βγω στο ξέφωτο
διαβάστε περισσότερα
να περπατήσω μαζί σας
εκεί όπου η Μνήμη ακόμα ιερή
φωτίζει λόγγους και βουνά τις νύχτες
Όταν οι σκοτωμένοι περπατούν μονάχοι
σαν όρθιες ερημιές που ζώνονται το ασήμι τους
γιατί τ’ άρματα κοιμούνται στα μουσεία
και ψιθυρίζουν λόγια μιας λευτεριάς
που ’γινε ακατάληπτη με τον καιρό.Δεν με χωράει η ιστορία αυτή
με τον επαίσχυντο οβολό στο χέρι
δεν καταδέχομαι την ιστορία που γράφεται με οβολό
Εγώ είμαι ο Ποιητής
έδωσα την καρδιά μου στην Ιδέα
και καρδιά ζητώΠού είστε σύντροφοι της Ρούμελης και του Μωριά
θέλω να έρθω να σας βρω μαζί να περπατήσουμε
στις πιο αψηλές κορφές
όλος ο κόσμος να ιδεί πως
οι Ψυχές αψήλωσαν με τον καιρό
πως δεν απόθαναν μωρέ
δεν αποθάναμε ποτέ
Και ίσως καιρός να γράψουμε εμείς την Ιστορία
απ’ την αρχή.Έτσι ο Ποιητής μονάχος
με το γυμνό του χέρι ενάντια στον καιρό
είναι η αλήθεια έξω από την ιστορία
εκεί όπου μόνο οι Ψυχές αγρυπνούν
Ακατάδεχτες.Κι αν τύχει και βρεθείς νύχτα του φεγγαριού
στη γη της Ρούμελης
ακούς πατημασιές και λόγια ακατάληπτα
έτσι όπως μόνο ο ποιητής
τη γλώσσα των βουνών και των θεών
της αστραπής τη γλώσσα
και του αίματος μιλεί
της αλήθειας που ’μεινε έξω απ’ τον χρόνο των θνητώνΓιατί ο Ποιητής γράφει την ιστορία του κόσμου.
Μάης 2019. Το ποίημα γράφτηκε για το Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων