Ποιητική κατάθεση τριάντα χρόνων αποτελούν οι δύο καλαίσθητοι τόμοι «Ποιήματα» του Μανόλη Πρατικάκη, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και περιλαμβάνουν δεκατρείς ποιητικές συλλογές, επτά στον πρώτο τόμο και έξι στον δεύτερο.
Μια ποιητική διαδρομή που καταγράφει την εξέλιξη και την ωρίμανση του ποιητή μέσα στο γίγνεσθαι των ίδιων των υλικών της ποίησής του, πώς τα μεταστοιχειώνει και τα ανασυνθέτει για να φτάσει σε νέα πεδία όρασης και ενόρασης, σε νέες γνωστικές προσεγγίσεις των υπαρξιακών του ερωτημάτων ή της «μυθικής Αλληγορίας» που υφαίνει το σώμα «παραιτημένο απ’ τη μορφή του».
Τη «μυθική Αλληγορία» του κοσμικού φαινομένου πιστεύω πως αναζητά ο Πρατικάκης από την πρώτη του ποίηση των λυρικών αναζητήσεων έως την τελευταία της αστρικής μνήμης και της ταύτισης του εγώ με το κοσμικό γίγνεσθαι, έτσι που το πρόσωπο του ποιητή να γίνεται το κέντρο αυτού του απόλυτου “γίγνεσθαι” αλλά και, ταυτόχρονα, να χάνεται μέσα στα στοιχεία του, να εξομοιώνεται με αυτά, ενόργανα ή ανόργανα, αφού αποτελούν την οντολογική του πατρίδα. «Όπως από τους σκοτεινούς βυθούς οι ιχθύες / με το σμάλτο στα λέπια αστρικών, ακόμη ασύνδετων σημάτων», γράφει, κι αλλού, «Σ’ αυτό το αγκάλιασμα φυτρώνει η μόνη / μας πατρίδα ερειπωμένη, φυλλοβόλα / καθώς ακούς τα νεογέννητα νερά / να κελαηδάνε». Ένα κοσμογονικό στοιχείο υπάρχει στην ποίησή του, σάμπως να αλιεύει τις εικόνες του από βάθη αρχετυπικά της ύπαρξης, από βυθούς χαμένους σε αρχέγονα σχήματα, έτσι που ο υπερρεαλισμός της ποιητικής εικόνας να σημαίνει τον πόνο μιας γνώσης ανέφικτης ή, ακόμη, μια αίσθηση αγγέλλουσα άλλη αλήθεια. Και όλη αυτή η καταβύθιση σε «κοιτάσματα ζώντα», αποτελούν ίσως και το τεκμήριο της ψυχιατρικής του επιστήμης. «Και καθώς γειτνιάζεις με κοιτάσματα ζώντα / και οστά πεθαμένων ημερών, ξέρεις τώρα / να περνάς στη φλέβα σου το ασήμι / και να βγαίνει ποταμίσια ρήματα / στο θώρακα. Ξέρεις γιατί σα νυχτώνει / αγαθά θηρία σκύβουνε στο ρυάκι σου», γράφει.
Έτσι, από την πρώτη του ποίηση, όπου παραδινόταν σ’ ένα ηδυπαθές παιχνίδισμα του έρωτα και του θανάτου, αναζητώντας τη νέα συγκίνηση, έως αυτή της ώριμης γνώσης, ο Μανόλης Πρατικάκης κινείται σε μια μεταφυσική και συνάμα οντολογική συνεύρεση με το ποιητικό του αντικείμενο που είναι η διαύγαση του βάθους της ανθρώπινης νόησης σε μια σχέση αιμάσσουσα με το κοσμογονικό γίγνεσθαι των πραγμάτων. «Όταν τελειώνει η γύρη της φωτιάς / και βάζεις ενέχυρο / το δικό σου θάνατο για να μη σβήσει», έγραφε στην πρώτη του ποίηση, κι αλλού, «ν’ ανασαίνεις πάντα μες στις απουσίες / σαν αγρίμι σε μονιά / για να ψάχνω στους αιώνες / τα ίχνη σου». Η πρώτη του ποίηση λειτούργησε σαν ηδυπαθές εκμαγείο για να αποτυπωθεί με δυνατό λόγο η μετέπειτα ποίησή του, ιδιαίτερα οι ποιητικές συλλογές του «Η Λήκυθος» και «Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου», που στην ουσία είναι κοίμηση και ανάσταση αέναη του δικού του σώματος στη διαδρομή της μεγάλης σκοτεινής νύχτας της ψυχής. «Ακούω πάλι του πεύκου τον ψίθυρο», γράφει, «οι ερημιές μού άσκησαν το νου κι αφέθηκα / μαλακό εκμαγείο των ανέμων». Θα έλεγα πως η ποίησή του είναι μια προσωπική μυθολογία, αναγνωρίσιμη από την αγωνία που την περιρρέει: να ανιχνεύσει τα προϋπαρξιακά βάθη της ψυχής. «Πώς σου φέγγουν / παλαιά ναυάγια – που δεν ξέρεις – απ’ της νύχτας τους άγριους βυθούς», γράφει. Κι αλλού: «Στον χωρίς γυρισμό δρόμο / σφηνωμένα αλλιώς του νου μου τα χαλίκια. / Πατημασιές άστρων».
Οπωσδήποτε υπάρχουν κι άλλες οπτικές και διαστάσεις στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη, όπως ο χρόνος και ο θάνατος όχι ως στοιχεία του κοσμικού γίγνεσθαι αλλά ως ανθρώπινη αγωνία. Ίσως η αγαπημένη του ποίηση, από την νεότητά του ακόμα, να ήταν αυτή του Οδυσσέα Ελύτη. Βρίσκω εικόνες που πάνε στο βάθος να σμίξουν με το δικό του ποιητικό όραμα. Όμως, από την άλλη, κάθε γνήσιος ποιητής μοιραία θα περπατήσει τους ίδιους δρόμους όταν στην ποιητική αγωνία του αναζητά μια οντολογική προσέγγιση των πραγμάτων. Αφού κοινά είναι τα μονοπάτια που οδηγούν στα υπερβατικά πεδία της ψυχής και στις υπαρξιακές αναζητήσεις της άλλης αλήθειας. Το πώς θα οραματιστούμε τις πατημασιές μας στον πηλό, αυτό κάνει, πιστεύω, την προσωπική μυθολογία, αυτό το βαθύτερο φιλοσοφικό όραμα του κόσμου. Και αυτό καταξιώνει τον ποιητή.
Ο Μανόλης Πρατικάκης είναι ένας καταξιωμένος ποιητής που αφήνει στο έργο του την προσωπική του σφραγίδα: «Ψηλαφώντας σκαρμούς και κουπιά γνώρισα τα χέρια μου».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, Δεκέμβριος, 2006