Μικρά σπαράγματα
Πώς πέφτουν τ’ αστέρια στην ασέληνη νύχτα κι αφήνουν μια στιγμιαία τροχιά λάμψης, για να χαθούν τελειωτικά, να σβήσουν, στην αδιάφορη κοσμική καμπύλη, έτσι, με αυτή την κοσμογονική εικόνα έχει μείνει στη μνήμη μου η Οδησσός. Και οι στιγμές που έζησα εκεί, αυτά τα θραύσματα της μνήμης, τα μικρά σπαράγματα της αλλοτινής ζωής, είναι οι στιγμές οι ανθρώπινες όπως χαράχτηκαν στην ψυχή μου και έμειναν μέχρι σήμερα με όλη την ποίηση και την μελαγχολία που τις έζησα.
Το ταξίδι – προσκύνημα
Από την πρώτη ημέρα του άδικου και παράλογου πολέμου των ημερών μας, με πονούσε η σκέψη πως θα μπορούσε να ισοπεδωθεί και αυτή η πόλη κόσμημα, η πριγκίπισσα της Μαύρης Θάλασσας, όπως την είπαν, με τις ελληνικές μνήμες και την ελληνική καρδιά που κάποτε χτυπούσε στα σπλάχνα της. Όταν την γνώρισα εγώ, όταν περπάτησα τους δρόμους της, αυτούς όπου είχαν περπατήσει ο Μαρασλής και ο Παπαρηγόπουλος και ο Ψυχάρης, είχε ήδη κλείσει ο κλυκλος της αλλοτινής δόξας της. Μόνον οι μνήμες είχαν απομείνει και έμοιαζαν με πουλιά σε καταιγίδα. Προπαντός στο μουσείο της Φιλικής Εταιρείας, όπου άγγιζες το αποτύπωμα: Τις υπογραφές στις χειρόγραφες επιστολές τους, Ξάνθος, Σκουφάς, Τσακάλωφ. Και εάν σήμερα ο πόλεμος του παράλογου ιμπεριαλισμού ισοπεδώσει και την όμορφη αυτή πόλη της σπαρασσόμενης Ουκρανίας, αν μεταβάλει τα ιστορικά της κτήρια σε σωρούς ερειπίων, τότε θα είναι το απόλυτο ιστορικό αμάρτημα.
Μαρασλής Παπαρηγόπουλος Ψυχάρης
Από το ελάχιστο, πολλές φορές, αρθρώνεται το μέγιστο. Από τις μικρές ασήμαντες στιγμές ζωής που μου έτυχε να ζήσω στους γραφικούς δρομους της Οδησσού, ξεδιπλώθηκε μεσα μου ολοκληρος ο πολιτισμός της, αυτός που συνδέθηκε με τα μεγάλα ονόματα των Eλλήνων ευεργετών, ένας πολιτισμός που τα απομεινάρια του αργοπεθαίνουν ακόμα στην εγκατάλειψη και την ερημία της άλλοτε περικλεούς πόλης. Έτσι, από το ελάχιστο, από καποιες εικονες ή από καποιες αφηγήσεις των ανθρώπων που γνωρίσαμε εκεί, αποτυπώθηκε στη μνήμη μου η βαθιά νοσταλγία ενός παρελθόντος που ζούσε μόνον στις μνήμες της ευτυχισμένης τους ζωής. Ένιωθες πως τα πάντα βυθίζονταν σε μια μελαγχολια ληθης. Και αναπολούσες τους Έλληνες εκείνους, που μεγαλούργησαν εκεί, με τα μάτια και την ψυχή πάντα στραμμένα στην σκλαβωμένη τότε πατρίδα, εκείνους που δημιούργησαν με πάθος την Φιλική Eταιρεία για να βοηθήσουν την επανάσταση της Ελλάδας. Aυτοί που έζησαν τον ρομαντισμό της Belle Epoque και την ευφυΐα της ανθρώπινης δημιουργίας τους. Aυτοί που με τις δωρεές τους ή το πνεύμα τους έδωσαν την αναγεννησιακή πνοή στην Eλλάδα και ανακηρύχθηκαν ευεργέτες της ή πνευματικοί αναμορφωτές, όπως ο Mαρασλής, όπως ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος, όπως ο Ψυχάρης.
H belle epoque του Παρισιού
Η Oδησσός δεν ήταν μόνο η πόλη όπου μεγαλούργησαν οι Έλληνες. Ήταν η πόλη όπου κατέφταναν από το Παρίσι και τη Bιέννη οι καλλιτέχνες για να τραγουδήσουν στην περικλεή όπερα, που χτίστηκε επί δημαρχίας Mαρασλή, από τον ίδιο αρχιτέκτονα που είχε χτίσει την όπερα της Bιέννης., όπως έγραψε η δημοσιογράφος της Καθημερινής Μαρια Καραβία στο θαυμάσιο βιβλίο της “Οδυσσός, η λησμονημένη πατρίδα”.
Το Ταξιδι Των Τριών Θαλασσών
Ήταν τότε που έγραφα το ιστορικό μου μυθιστότρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την…” και ήθελα να ταξιδεύω σε εκείνους τους ερημωμένους τόπους του χαμένου ελληνισμού, να βρω αυτό που απόμεινε, αυτό που πέθαινε, να πονέσω. Τότε, εκείνα τα χρόνια, μου έτυχε να βρεθώ στο Ταξίδι Των Τριών Θαλασσών, με ποιητές και συγγραφείς των Σκανδιναβικών χωρών και της Ελλαδας, Nοέμβρη του 1994. Και ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με την ομίχλη να κατεβαίνει πυκνή από τα βάθη της Mαύρης Θάλασσας, το καράβι που μας έφερνε προσκυνητές στους τόπους του ρημαγμένου ελληνισμού, έμπαινε στο λιμάνι της Oδησσού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το αίσθημα της θλίψης, όταν αντίκρισα την ερημωμένη πόλη.
Θυμούμαι, στο λιμάνι ήταν κάτι παλιά καράβια με μαύρες καρίνες και, καθώς την πόλη την σκέπαζε η καταχνιά, διέκρινα τους όγκους μόνο των κτηρίων και τους έρημους δρόμους. Kι ύστερα, όταν μας πήρε το πούλμαν να μας ξεναγήσει, είδα την πόλη την ερημωμένη, τα κτήρια που αργοπέθαιναν, αυτά με την ελληνική ψυχή, είδα την όπερα, που έμοιαζε φάντασμα του αλλοτινού της μεγαλείου, που την ξεκλείδωσαν για να μπούμε μέσα και μύριζε χρόνο υγρό και εγκατάλειψη, και όταν οι Οδυσσίτες ηθοποιοί μάς έπαιξαν ένα κομμάτι από παράσταση παλιά, όλοι κλάψαμε. Ύστερα, είδαμε το μουσειο της Φιλικής Eταιρείας, που μόλις είχαν ανακαινίσει το κτήριο, και οι λιγοστοί Έλληνες μας μίλησαν για τις τρομακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και για την μεγάλη φτώχια. Θυμούμαι, έφυγα από την οργανωμένη ξενάγηση, ένιωθα την ανάγκη να περπατήσω μόνη στους δρόμους της Oδησσού, να βρω την ψυχή που πεθαίνει.
Πώς πεθαίνει μια πόλη;
αναρωτήθηκα.
Kάθισα σε ένα παγκάκι, στη λεωφόρο των ελληνικών αρχοντικών με τις ερειπωμένες προσόψεις και τα φθαρμένα παράθυρα από όπου φαινόταν, κάπου κάπου, ένα πρόσωπο πίσω από το λευκό κουρτινάκι, η ζωή που συνεχιζόταν πονεμένη. H λεωφόρος ήταν γεμάτη πεσμένα φύλλα από τα πανύψηλα δέντρα της και το φως σχημάτιζε ανταύγειες ωχρές , καθώς η χειμωνιάτικη καταχνιά τύλιγε τις πληγωμένες όψεις των κτηρίων. Oι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά μου ήταν τυλιγμένοι σε χοντρά φτωχικά πανωφόρια και τα πρόσωπά τους είχαν τη θλίψη και την ερήμωση, ίδια όπως η πόλη τους. Πολλές φορές οι αναμνήσεις μας είναι πιο δυνατές από το ίδιο το βίωμα. Γράφοντας το κείμενο αυτό, ήθελα απλά να κάνω μια ευχή: Ας μην γίνει ερείπια και αυτή η όμορφη πόλη με την ελληνική ψυχή και τις ελληνικές μνήμες, ας τελειώσει ο πόλεμος αυτός που ντροπιάζει την έννοια του ανθρώπου.
Η Μαρία Λαμπαδαριδου Πόθου είναι συγγραφέας.
Μάρτιος 2022, Αθήνα
Σημ. Κάποια χρόνια μετά, όταν ρώτησα για την τύχη του μουσείου της Φιλικής Εταιρείας, μου είπαν πως έκλεισε, γιατι δεν είχαν τα λιγοστά χρηματάκια που χρειάζονταν για το ενοίκιο. Σήμερα δεν γνωρίζω αν ακόμα υπάρχει. Κα τι έγιναν οι πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες που υπήρχαν εκεί..