Οι καμπάνες ανοίγουν
αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να
περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με
κεριά και
νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς.
Εκείνος είχε προετοιμάσει το «Πέρασμα», αυτό το «βαθύ πέρασμα» που χρόνια το οραματιζόταν με την προφητική ποίησή του και να, η ώρα ήρθε.
Όταν ένας ποιητής φεύγει, δεν κλαίμε. Σκορπάμε ρόδα στο πέρασμά του και απαγγέλλουμε τους στίχους του. Κι αν τύχει ο ποιητής να είναι τόσο μεγάλος όσο ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης, τότε υψώνουμε την ψυχή μας να αφουγκραστεί τον στίχο του «πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα». Γιατί εκεί φυσάει. Φυσάει ο άνεμος του Αγνώστου που τόσο παίδεψε την ποιητική όρασή του. Φυσάει εκεί που διαβαίνει τώρα γυμνός, κατάγυμνος από τα γήινα και ωραίος, φυσάει εκεί ο πόντος ο γλαυκός. Κι ίσως στα χείλη του να απόμειναν οι στίχοι του:
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος¨ ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός
κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Τώρα βρίσκεται εκεί, στη Χώρα τη χωρίς βασιλέματα.
Κι αναρωτιέται:
Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω.
Σήμερα είναι η δική του ψυχή.
Σαν μελετήτρια του έργου του (δυο χρόνια δούλεψα πάνω στην ποίησή του με τη δική του βοήθεια και ας μου συγχωρεθεί να πω πως την αγάπησε την εργασία μου) αισθάνομαι την ανάγκη να συμμετέχω σε τούτο το ταξίδι της ψυχής, προφέροντας τον δικό του στίχο:
Η επαύριο της ζωής μας θα ’ναι πάλι ζωή.
Εκείνος ξέρει τώρα. Εκείνος είναι στη γνώση και στη λάμψη εκείνη που τόσο τυράγνισαν τη σκέψη του, σε όλο το μάκρος της ζωής του.
Αν ήθελα να δώσω το πρόσωπο του Ελύτη, θα διάλεγα τον στίχο του Εμπεδοκλή «Και εγώ νυν ειμί φυγάς θεόθεν και αλήτης», όταν «αλήτης» έχει την έννοια του εξόριστου και του περιπλανώμενου εγκόσμια. Κι αν ήθελα να δώσω την ανθρώπινη αγωνία του, πάλι τους Ίωνες οραµατιστές θα διάλεγα, γιατί εκείνοι με βοήθησαν να στηρίξω το όραμά μου για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, να βρω την «αγιάτρευτη νοσταλγία» για την υπερβατική πατρίδα της ψυχής του.
Γιατί ο Ελύτης, ως ποιητής, ήταν ένας «Μυστικός». Και θυμούμαι πόσο τον είχε ευχαριστήσει αυτή η διάσταση της oπτικής από την οποία προσέγγισα το έργο του.
Η τελευταία του ποίηση, «Τα ελεγεία της Oξώπετρας», είναι πιστεύω και η πιο ουσιαστική, η πιο αποκαλυπτική, μια σπουδή θανάτου. Νεότερος, ζητούσε να εκπορθήσει τον Παράδεισο της υπερβατικής πραγματικότητας, όμως τα αντικλείδια του δεν ήταν από κατασκουριασμένα υλικά του Άδη, αλλά από «νερά ζάπλουτα σε λάμψεις διαστήματα», ήταν από κοσμικούς ήχους και ρυθμούς «θόη θόη θμος ».
Και ο ίδιος ακόμα ήταν ένας ιππότης εκπορθητής.
«Με το δάχτυλο το αόρατο» , έλεγε, ή «Τόσος μόχθος αιώνων για μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου». Αφού μόνον ο κλειδούχος μπορεί ν’ ανοίξει τις πύλες του Αόρατου. Όµως η «πύλη» δεν άνοιξε. Δεν το έλαβε το μήνυμα σαφές και συγκεκριμένο, τη γνώση της υπερβατικής πραγματικότητας. Κι ας περιδιάβηκε «σκάφος βρεμένο στην πανσέληνο» αυτά τα υπερβατικά τοπία της ποίησης του. Κι ας το «φοβέρισε» το Άγνωστο για τη σιωπή του:
Εγώ που αδάκρυτος υπέμειvα την ορφάvια τnς λάμψης.
Ω καιροί, δεν συγχωρώ, είπε.
Όμως στα «Ελεγεία» του δεν ήταν το ίδιο πια. Κι ούτε μιλούσε με «ανάστροφες κλαίουσες» μέσα στα νερά, αλλά με λέξεις τραχιές, λέξεις και εικόνες που φαγώθηκαν από την αρμύρα της θάλασσας, από τη μάταιη αναμονή της υπερβατικής λάμψης.
Άγρια θάλασσα χτυπιέται πάνω μου, λέει. Και παρακάτω: «Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι…».
Το «Βαθύ πέρασμα» το προετοίμασε στα «Ελεγεία» του. Εκείνος μόνον μπορούσε να οραματιστεί όλες τις στιγμές, να τις βιώσει από πριν, αυτές που τώρα η ψυχή του συναντά στο «βαθύ» πέρασμά της.
Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ’ ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η ΄Οξω Πέτρα μεσ’ από τη μαυρίλα
«Θ’ αρχίσει να αναδύεται.
Η Οξώπετρα της Αστυπάλαιας, που χρόνια πριν μου είχε μιλήσει για την ποίησή του αυτή και την ονόμαζε τότε ακόμα «Τα τρία Μυστικά της Οξώπετρας», ήταν ο εαυτός του ο βυθισμένος στο Άγνωστο. Ομοίωση του ποιητή, που θα αναδυθεί από τα σκοτεινά βάθη της ο εαυτός του ο άγνωστος, θα του αποκαλυφθεί.
Στα «Ελεγεία» είναι κατάγυμνη η ψυχή του σαν την ώρα της Αποκάλυψης.
«Και μόνο η σκέψη σου μου’ καψε όλα το χειρόγραφα», θα πει, βιώνοντας το πυρπολημένο τοπίο ή τον πυρπολημένο από τα χρόνια και την αναζήτηση εαυτό του.
«Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω», λέει. Η άγνωστη ψυχή του, που την είπε φωνή ποιητική και την έκαμε «δεύτερη φύση του». Αυτή που για χάρη της έμεινε για λίγο μέσα του “Μισανοιχτό το Ακοίταχτο». Αυτή η κάποτε «επίσημη ξένη» των «Προσανατολισμών» του.
Μόνον μια τόσο δυνατή ενόραση θα μπορούσε να δώσει με τέτοιους πελεκημένους στίχους το υπερβατικό τοπίο, αυτό όπου τώρα περπατεί με την ψυχή ξυπόλητη και με τον στίχο του στα χείλη:
«Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν».
Ελευθεροτυπία, 19 Μαρτίου 1996