Ύστερα από 20 χρόνια και 22 επανεκδόσεις,
σε μια νέα διαδρομή στον Χρόνο
“Η πολυβραβευμένη συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου όταν το 1996 παρέδιδε στο αναγνωστικό κοινό το ιστορικό μυθιστόρημα «Πήραν την Πόλη, πήραν την», ίσως δεν φανταζόταν πως σήμερα θα μετρούσε είκοσι δύο επανεκδόσεις. «Αισθάνομαι ευγνώμων που μπόρεσα και έγραψα αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν επώδυνη γραφή και χρειάστηκε άπειρη έρευνα και πόνος ψυχής» μας αποκαλύπτει σήμερα η ίδια. Το μυθιστόρημα αυτό έχει κάτι μαγικό. Ακροβατεί ανάμεσα στο φθαρτό και στο αιώνιο και δημιουργεί στον αναγνώστη μια γοητεία με θαυμαστό τρόπο”.
Το βιβλίο σας “Πήραν την Πόλη, πήραν την” είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Μετά από είκοσι δύο επανεκδόσεις είναι ξεκάθαρο πως έχει μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Ποιο είναι το μυστικό;
Δεν υπάρχει μυστικό. Όταν ένα ιστορικό μυθιστόρημα έχει απήχηση σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό, σημαίνει πως και τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται αλλά και ο τρόπος που δίνονται τα γεγονότα αυτά, η γραφή, ενδιαφέρουν τον αναγνώστη. Και το έπος της Άλωσης μας συγκινεί ως Έλληνες, έχει περάσει στη συλλογική μας μνήμη ως ιστορία του Ελληνισμού αλλά και ως θρύλος. Κι εξάλλου, στο ογκώδες αυτό μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, προσπάθησα να δώσω χιλιάδες ιστορικές πληροφορίες, τεκμηριωμένες όλες από τους ίδιους τους χρονογράφους της εποχής εκείνης.
Είκοσι δύο επανεκδόσεις έχουν γίνει στα είκοσι χρόνια από την πρώτη του έκδοση. Και τώρα διανύει την εικοστή τρίτη επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Πατάκη. Το βιβλίο έγινε ξανά από την αρχή, η εκτύπωση, η επιμέλεια. Επτακόσιες σαράντα πέντε σελίδες, σε μια Νέα Διαδρομή στον χρόνο. Γιατί μοίρα του βιβλίου είναι να παραμένει πάντα νέο, όταν αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη. Όταν την πλουτίζει. Και το “Πήραν την Πόλη, πήραν την” αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό και, ελπίζω, το ίδιο θα αγαπηθεί και στη νέα του διαδρομή.
Γιατί επιλέξατε να γράψετε για τις τελευταίες ημέρες της Βασιλεύουσας και όχι λίγο πιο νωρίς, για τις ένδοξες στιγμές της;
Αυτές οι πενήντα επτά ημέρες της πολιορκίας της Βασιλεύουσας με ενδιέφεραν. Πώς ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας, μαζί με τον τυραγνισμένο λαό του και με τους λίγους ορκισμένους του πολεμιστές, έτσι παγιδευμένοι όλοι στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου, έζησαν την ύστατη αγωνία, τον ύστατο τρόμο του έντιμου θανάτου που είχαν επιλέξει, τα έζησαν με τόση γενναιότητα, με τόση τραγικότητα θα έλεγα, που πέρασαν μαζί στο Πάνθεο των Αθανάτων, πέρασαν στον θρύλο, έγιναν σύμβολο της οικουμένης. Ήταν εκπληκτικό να βλέπω μέρα με τη μέρα να επαληθεύονται οι προφητείες εκείνες που χίλια χρόνια πριν είχαν πει για το πώς θα έπεφτε η Πόλη. Και ο λαός τις ήξερε τις προφητείες αυτές. Όπως εκείνη του Σώπατρου που έλεγε πως η Πόλη δεν θα πέσει παρά μόνον όταν η σελήνη “καίτοι γεμάτη θα φανεί λειψή στον δίσκο της”. Και έτσι έγινε. Στις 24 Μαϊου, Πέμπτη, ήταν πανσέληνος, όμως η σελήνη χάθηκε και το σκότος που έπεσε στην Πόλη πάγωσε τους ανθρώπους. Και όλα τα άλλα σημάδια, όπως το Φως που κατέβαινε από τον ουρανό κάθε νύχτα, όλες τις νύχτες της πολιορκίας, έως τις 26 Μαϊου, ημέρα Σάββατο, που κατέβηκε και πάλι από τον ουρανό, έμεινε για λίγο πάνω από την Αγια-Σοφιά και μετά σκορπίστηκε και χάθηκε. Και τότε, μόνον τότε ο Μωάμεθ αποφάσισε τη μεγάλη την τελικά επίθεση.
Τις ημέρες της δόξας του Βυζαντίου τις έδωσα σε άλλα μυθιστορήματα μου, ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα “Νικηφόρος Φωκάς. Όμως και στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, υπάρχουν αναφορές μνήμης των προσώπων, ιστορικών και φανταστικών, στις εποχές της δόξας της αυτοκρατορίας.
Η συγγραφή ιστορικού μυθιστορήματος είναι μια τεχνική ανανέωσης της λογοτεχνίας ή απλά μια πρακτική που ανοίγει νέους εμπορικούς δρόμους;
Οι “εμπορικοί δρόμοι” δεν έχουν καμιά σχέση με ένα σοβαρό ιστορικό μυθιστόρημα. Και ούτε το ιστορικό μυθιστόρημα είναι τεχνική ανανέωσης της λογοτεχνίας. Για να γράψει κανείς σωστά ένα ιστορικό μυθιστόρημα χρειάζεται άκρα υπευθυνότητα και θέση έναντι της ιστορίας. Και χρειάζεται μια ιδιαίτερη ικανότητα του συγγραφέα ώστε να μπορέσει την αφηρημένη έκταση της ιστορίας να την κάνει ζωή και διαλεκτική πάθους και όρκο και θυσία. Και χρειάζεται ακόμα να έχει ο συγγραφέας την ικανότητα να φέρει τα ιστορικά συμβάντα σε μια διάσταση του παρόντα χρόνου. Τότε μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να γίνει ζωή και παρών χρόνος. Και είναι αυτό που το καθιστά ζωντανό και ενδιαφέρον.
Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης πιστεύετε ότι είναι ακόμη ανοικτή πληγή για τους Έλληνες;
Ανοιχτή πληγή. Τότε που ο μαρτυρικός αυτοκράτορας είχε βεβαιωθεί πια για την εγκατάλειψή του από τη Δύση, είχε βεβαιωθεί πως δεν θα του έστελνε τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί όταν έγινε η “ενωτική λειτουργία” στην Αγια-Σοφιά, πως θα έμενε μόνος και πως καμιά χριστιανή πόλη δεν θα τον βοηθούσε, μέσα σε εκείνη την απέραντη απελπισία και αγωνία του, είχε πει: “εμένα εγκατέλειψαν που επί χίλια χρόνια η Πόλη μου ήταν ο βράχος του χριστιανισμού που πάνω του χτυπούσαν τα κύματα του Ισλάμ”. Και ύστερα, ακολούθησαν οι ατέλειωτοι διωγμοί, η οδυνηρή περιπέτεια του Ελληνισμού μετά την Άλωση, οι πρόσφατες ακόμα περιπέτειες των Ελλήνων της Πόλης. Ο πρόσφυγας πατέρας μου. Το ένα έφερε το άλλο. Γιατί όταν μια συμφορά ανοίγει τον δρόμο, άπειροι δρόμοι ακολουθούν. Και οι δρόμοι αυτοί φτάνουν ως τις μέρες μας.
Είναι στη σκέψη σας να γράψετε βιβλίο για τις περιπέτειες των Ρωμιών της Πόλης τον τελευταίο αιώνα; Ή θα προτιμούσατε μια άγνωστη ιστορία κάποιου από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου;
Θα δείξει το αύριο. Για την ώρα αισθάνομαι ευγνώμων που μπόρεσα και έγραψα αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν επώδυνη γραφή. Και χρειάστηκε άπειρη έρευνα για να συγκεντρώσω τις άπειρες ιστορικές πληροφορίες, να τις τεκμηριώσω, να τις συγχωνεύσω με τον μύθο που έπλασα για να γίνει η ιστορία μυθιστόρημα, πάει να πει, ζωή και παρατήρηση ζωής και ψυχή. Άπειρη έρευνα και άπειρος πόνος ψυχής.
Συνέντευξη στην δημοσιογράφο Μαριάνθη Κουνιά
Εφημερίδα “Παραπολιτικά”, 8 Απριλίου 2017.