“Νιώθω ιδιαίτερα τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω με την κυρία Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου. Ο αείμνηστος Οδυσσέας Ελύτης ήταν ο πρώτος που την αποκαλεί “ποιήτρια” και γράφει πως ο ποιητικός της λόγος είναι “ώριμος” και “τείνει να συλλάβει την παρθενικότητα και την μοναδικότητα των πραγμάτων”. Kάθε κουβέντα της κρύβει έμφυτη ευγένεια, πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και έναν άνθρωπο με “άφταστο” μυαλό που με έναν μαγικό τρόπο συνδέει το παρελθόν με το μέλλον…”
Madalena Maria Diamandi
“Πήραν την Πόλη, πήραν την…”. Το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Θα ήθελα να μου πείτε τί αποτέλεσε αφορμή γι’ αυτό το έργο σας και πόσος χρόνος κι έρευνα χρειάστηκε για να το γράψετε.
Ήταν ένα όνειρο από τα νεανικά μου χρόνια, θα έλεγα. Ο πατέρας μου Μικρασιάτης πρόσφυγας, παιδί είχε φύγει από την πατρίδα του και ήταν αγιάτρευτα νοσταλγός του χαμένου παραδείσου του. Ό,τι και αν κάναμε στο σπίτι μας, εκείνος έλεγε “εμείς στην πατρίδα…” ακόμα και τα τριαντάφυλλα μιας άσπρης τριανταφυλλιάς που είχαμε δεν έλαμπαν σαν εκείνα της πατρίδας. Είχε ανάγκη να πει το όνομά της. Κι όταν έφυγε, είχα γράψει ένα βιβλίο “Σπίτι μου της Μικρασίας” και του το αφιέρωσα. Είναι μια ποιητική αναφορά στο Σπίτι Σύμβολο, και νομίζω πως είναι από τα πιο δυνατά κείμενα που έχω γράψει. Είχα την αίσθηση πως σε όλη του τη ζωή αναζητούσε μια πατρίδα έξω από την ύλη του κόσμου. Και τώρα, στην επανέκδοση του βιβλίου “Πήραν την Πόλη, πήραν την” από τις εκδόσεις Πατάκη για τη νέα διαδρομή του στον χρόνο, όταν το διάβασα ξανά, ύστερα από είκοσι χρόνια και είκοσι δύο επανεκδόσεις, αναρωτήθηκα κι εγώ γιατί το έγραψα. Ένα μυθιστόρημα που μου στοίχισε τόση ψυχή, τόσα δάκρυα. Και βρήκα μέσα μου πως μπορεί να αναζητούσα κι εγώ σαν τον πατέρα μου μια πατρίδα έξω από την ύλη του κόσμου τούτου, μια πατρίδα από τα υλικά της ψυχής.
Όσο για τον χρόνο που χρειάστηκε να το γράψω, να πω μια ολόκληρη ζωή. Γιατί όταν γράψεις ή και όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα σαν αυτό, ο χρόνος δεν είναι πια ο συμβατικός, παίρνει άλλες διάρκειες άλλες αναλογίες. Παίρνει όλα τα αποθέματα που κρατάει η Μνήμη η ακοίμητη, χωράει σε μια αντήχηση σαν τις αντηχήσεις που δεχόμουν όταν με τις ώρες καθόμουν μέσα στην Αγια-Σοφιά να αφουγκραστώ τα γεγονότα. Λοιπόν, μπορώ να πω ότι έκανα τέσσερα σχεδόν χρόνια να το γράψω. Και μια ολόκληρη ζωή να το κουβαλώ μέσα μου.
Η εκπληκτική γραφή σας και ο τρόπος που διηγείστε τα γεγονότα, η περιγραφή των προσώπων -από τον Πορφύριο και την Ελένη του, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, έως τον τελευταίο αυτοκράτορα και τον Ιωάννη Ιουστινιάνη- θα έλεγα ότι δίνουν την εντύπωση ότι ζήσατε από κοντά όλην αυτήν την ιστορία. Υπάρχει κάποιο “μυστικό” που σας οδήγησε στην ολοκλήρωση του δημιουργήματός σας;
Μυστικά δεν υπάρχουν. Ψάχνω κι εγώ να βρω απαντήσεις. Για παράδειγμα, τώρα που το ξαναδιάβασα κι εγώ, χωρίς τη συναισθηματική φόρτιση που είχα όταν το έγραφα, αναρωτήθηκα μήπως τα πρόσωπα που επινόησα, τα φανταστικά, ο Πορφύριος, η Ελένη του, ο γιος τους ο Κωνσταντίνος τους, ο κυρ Ανδρόνικος, ο Μανουέλο, μήπως καθόλου δεν τα επινόησα αλλά ήταν πραγματικά και ήρθαν, αναδύθηκαν από τον χρόνο, για να υποδυθούν τη ζωή τους. Έξω από τη λογική αυτό, σίγουρα. Αλλά έφτασα να το αναρωτηθώ. Γιατί μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια που πέρασαν, πολλές φορές η κραυγή του Πορφύριου με ξύπνησε τις νύχτες σαν εφιάλτης. Η κραυγή του, όταν, τη δεύτερη μέρα των αιμάτων, έδωσε απελπισμένος τον γιο του, τον Κωνσταντάκη του, τεσσάρω χρονών ούτε, τον έδωσε σε κάτι άγνωστους Βενετούς που έφευγαν με το καράβι για να τον σώσει. Και όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, μπήκε μέσα στη θάλασσα τρελός από πόνο και τον φώναζε. Αυτή η κραυγή του με ξυπνά. Και αναρωτιέμαι από πού βγαίνει, από μέσα μου ή βαθιά από τον χρόνο. Τίποτα δεν γνωρίζουμε από αυτό που είμαστε.
Για εσάς, έχω στο μυαλό μου την εικόνα μιας ευγενικής κυρίας. Διαβάζοντας το βιβλίο σας, νιώθω σαν να έχει γραφτεί από άνδρα – καθώς μόνο, ίσως, ένα ανδρικό μυαλό, θα μπορούσε να καταλάβει τη μοιραία απόφαση που μπορεί ένας άνδρας να πάρει, κρατώντας το σπαθί κι αλλάζοντας έτσι την ιστορία. Λένε πως οι μεγάλοι συγγραφείς καθοδηγούνται από κάποια “ανώτερη φωνή” και μ’αυτόν τον τρόπο δημιουργούν αριστουργήματα. Ποιά είναι η γνώμη σας;
Αυτό ακριβώς μου το είχε πει και ο Άρης Τερζόπουλος. Και θα ξέρετε βέβαια πως αγάπησε πολύ το βιβλίο, το μετέφρασε και το εξέδωσε στην αγγλική γλώσσα. Μια εξαιρετική έκδοση. Όμως, όπως θα έλεγε και ο ίδιος, δεν ήταν η στιγμή του να προχωρήσει. Τα πράγματα έχουν μια δική τους τροχιά που δεν την ορίζουμε. Το λέω ξανά, τίποτα δεν ορίζουμε από αυτό που είμαστε.
Στο ερώτημά σας δεν ξέρω τι να απαντήσω. Και πώς μπόρεσα εγώ ένα άτομο εύθραυστο θα έλεγα να περιγράψω με τόση δύναμη τις άγριες εκείνες συγκρούσεις. Και πολλοί μου είπαν πως, όταν διάβαζαν τις σελίδες, πίστευαν πως οι αμυνόμενοι θα μπορούσαν και να νικήσουν ακόμα όπως άλλωστε το πίστευα κι εγώ όταν τις έγραφα. Και ας ήταν οι ελάχιστοι εκείνοι και οι έγκοποι, οι εγκαταλειμμένοι από Θεό και ανθρώπους. Και ας ήταν ήδη τα γεγονότα συντελεσμένα μέσα στον χρόνο.
“Πήραν την Πόλη, πήραν την…” Μια φράση που αντηχεί μέσα στους αιώνες. Μια εναγώνια κραυγή του Ελληνισμού για τις απώλειες που υφίσταται διαχρονικά. Την ιστορία, τελικά, τη γράφουν οι λαοί με το αίμα τους;
Πάντα οι λαοί και πάντα με το αθώο τους αίμα. Όσο για την Βασιλίδα Πόλη, ήταν ο Ελληνισμός που την θρήνησε, με εκείνα τα εξαίσια τραγούδια θρήνους, και την θρηνεί ακόμα. Γιατί το Βυζάντιο είναι μια ιστορία του Ελληνισμού. Ένας ακμαίος Ελληνισμός υπήρχε εκεί από την αρχαιότητα, από το 500 π.Χ. με τους κοσμολόγους οραματιστές που είχαν φτάσει στο απόγειο του πνεύματος – και που μέχρι σήμερα όχι μόνο κοσμούν τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες όλου του κόσμου αλλά και αποτελούν εσαεί το θεμέλιο των επιστημονικών αναζητήσεων.
Εκείνος λοιπόν ο Ελληνισμός, η δύναμη της ελληνικής γλώσσας και της αρχαίας ελληνικής παιδείας εξελλήνισε πολιτισμικά την πανίσχυρη ρωμαϊκή αυτοκρατορία του ανατολικού κόσμου. Και ήταν η εναγώνια κραυγή εκείνου του Ελληνισμού, που μέχρι σήμερα βιώνει τις συνεχιζόμενες απώλειες της πιο οδυνηρής περιπέτειας στην Ιστορία.
«Καθόμουνα κουρνιασμένος μέσα στην Αγια – Σοφιά και κοίταζα τις ανταύγειες τις θαμπές από τα πρόσωπα των αγίων, που τρεμολάμπανε στο φως των ασημένιων πολυκάντηλων, μορφές ιερές, προσκυνημένες, από χρυσό και σμάλτο χιλίων χρόνων, […] κι ύστερα θα σβήνανε για πάντα, ύστερα σιωπή και σκοτάδι….και σιωπή […] Α, τι πόνος, τι πόνος» είναι τα λόγια του Λήμνιου ήρωά σας. Θα ήθελα να μου περιγράψετε το συναισθηματικό φόρτο, καημό και πόνο που βίωσαν οι Έλληνες με την Άλωση.
Ο καημός και ο πόνος που βίωσαν οι Έλληνες πριν και μετά την Άλωση είναι το μυθιστόρημα. Παράλληλα με τα συγκλονιστικά ιστορικά δρώμενα των πενήντα επτά ημερών της πολιορκίας, δίδεται ολόκληρη η πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας προς την καταστροφή, τα λάθη, τα “αμαρτήματα” των αυτοκρατόρων, όπως τα λέει ο Γεώργιος Φραντζής. Και η μετά την Άλωση οδυνηρή περιπέτεια δίνεται μέσα από το βασικό πρόσωπό του μυθιστορήματος, τον Πορφύριο, που αποτελεί μια αναγωγή στο δράμα ολόκληρου του σπαρασσόμενου Ελληνισμού.
“Και λέω, πώς είναι δυνατόν ο θεός, ή αυτό που λέμε θεό, η έννοη τάξη του κόσμου, πώς είναι δυνατόν να είχε προετοιμάσει χίλια χρόνια πριν τον θάνατο της Βασιλεύουσας, λεπτό προς λεπτό επαληθεύοντας όλες τις προφητείες! Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανίσχυρος ο άνθρωπος μπρος σε αυτό που είναι “διορισμένο” από τον χρόνο.” είναι τα λόγια σας. Πιστεύετε ότι αυτό που λέμε μοίρα, πεπρωμένο είναι προδιαγεγραμμένο; Υπάρχει περίπτωση ανθρώπινης παρέμβασης ή όλα είναι “έτσι να γίνουν;”
Όπως ακριβώς το διατυπώνω. Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί σε άλλους καιρούς άλλων προφητειών. Όμως οι προφητείες εκείνες που μιλούσαν χίλια χρόνια πριν για το πώς θα έπεφτε η Βασιλεύουσα επαληθεύτηκαν όλες, μία μία. Και βρήκα πως είναι συνταρακτικό να ζει κανείς στην καρδιά μιας προφητείας που αλάνθαστα θα επαληθευθεί. Για μένα, ως συγγραφέα, ήταν ακόμα πιο οδυνηρό, γιατί ήξερα ότι οι προφητείες όλες επαληθεύθηκαν. Όμως το πιο βασανιστικό ήταν άλλο: Ποια ήταν η δύναμη αυτή που έκρυβε μέσα της η προφητεία ώστε να την επαληθεύσει αλάνθαστα. Αυτό. Και είπα: Η πεπρωμένη στιγμή. Είπα: Η Πόλη έπεσε από την πεπρωμένη στιγμή.
“Κάποια πράγματα δεν τα ορίζουμε εμείς. Γεννιούνται από εμάς, όμως έχουν τη δική τους μοίρα. Και νιώθω πως το μυθιστόρημα αυτό είναι πιο δυνατό από εμένα.” Ποιά ήταν τα συναισθήματά σας όταν καταφέρατε να ολοκληρώσετε το αριστούργημά σας;
Αλίμονο αν ένας συγγραφέας πιστεύει πως το βιβλίο που μόλις τέλειωσε είναι και αριστούργημα. Απλά, ένιωθα πολύ ταλαιπωρημένη, θυμάμαι, ήταν μια εξαιρετικά επώδυνη, συναισθηματικά, γραφή, τον τελευταίο καιρό πια έκλαιγα συνέχεια, περπατούσα στον δρόμο και δεν ήξερα αν βρισκόμουν εδώ στην Αθήνα ή εκεί στις επάλξεις του Αγίου Ρωμανού και στην Αγια-Σοφιά. Και όταν έβαλα την τελευταία λέξη και έψαξα να βρω την ημερομηνία για να την γράψω, είδα πως ήταν 29 Μαϊου.
Σύμπτωση άραγε; Είχε γίνει 999 σελίδες δακτυλογραφημένες. Ήταν το τελευταίο μου βιβλίο σε γραφομηχανή και τα κοκαλάκια του αυχένα μου από τότε είχαν γίνει θρύψαλα.
Ποιό ήταν το κίνητρό σας για να ασχοληθείτε με τη σπουδαία τέχνη της λογοτεχνίας;Ποιά είναι, κατά τη γνώμη σας, τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει κάποιος ένας καλός συγγραφέας και να αγαπηθούν τα έργα του;
Δεν υπάρχουν συνταγές. Ή είσαι ή δεν είσαι. Δύσκολα “γίνεσαι”. Και για να αγαπηθεί το έργο σου από το αναγνωστικό κοινό χρειάζεται ψυχή και αλήθεια – και μιλάμε για έργο που έχει μια ποιότητα.
Πρόσφατα έχει επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη το επίσης ιστορικό σας μυθιστόρημα “Το Ξύλινο Τείχος”, ύστερα από έντεκα χρόνια και οκτώ επανεκδόσεις. Πέστε μας λίγα λόγια και γι’ αυτό
Είναι ολόκληρο το έπος του αρχαίου κόσμου. Στα χρόνια των Μηδικών Πολέμων. Γύρω στα 480 π.Χ. Το “ξύλινο τείχος” είναι ο χρησμός που είχε δώσει στους Αθηναίους το Μαντείο των Δελφών λίγο πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. όταν ο Ξέρξης, ύστερα από τη νίκη του στα στενά των Θερμοπυλών, κατέβαινε καίγοντας πόλεις και ιερά. “Μόνον το ξύλινο τείχος θα σώσει εσάς και τα παιδιά σας” τους είπε. Και ύστερα από πολλές ερμηνείες, ο Θεμιστοκλής φώναξε: “Το ξύλινο τείχος είναι τας ναυς!” “Το ξύλινο τείχος είναι τα πλοία” Και ευθύς έδωσε εντολή όλοι οι Αθηναίοι να επιβιβαστούν στις τριήρεις του αθηναϊκού στόλου και να μεταφερθούν στη Σαλαμίνα. Έτσι, ο Ξέρξης και τα απέραντα στρατεύματά του έκαψαν μια άδεια Αθήνα. Και τόσος ήταν ο θυμός του, γιατί δεν παραδίδονταν οι Έλληνες, που έκανε στάχτη τα πάντα.
Και δυο λόγια. Το “Ξύλινο Τείχος” είναι ένα μυθιστόρημα εξακοσίων σελίδων και μου κόστισε απέραντη έρευνα απέραντη μελέτη. Έπρεπε να γνωρίσω τη φιλοσοφία ζωής του Σπαρτιάτη, τις αξίες του και το πολίτευμά του, για να τον καταλάβω, να βρω γιατί μεγαλούργησε.
Κι από την άλλη, έπρεπε να γνωρίσω τη φιλοσοφία ζωής του Αθηναίου που ήταν τόσο διαφορετική, να γνωρίσω τις δικές του αξίες που ήταν κι αυτές διαφορετικές, τη σχέση του με τους θεούς και με τη Νέκυια, να βρω γιατί, μέσα στη διαφορετικότητά του, μεγαλούργησε εξίσου και ο Αθηναίος.
Η απόλυτη ευφυϊα των ανθρώπων εκείνων ήταν το πιο δελεαστικό στοιχείο του μυθιστορήματος.
Γράφω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μια σκέψη που την θεωρώ κλειδί της σημασίας που έχει η χρονική εκείνη περίοδος του αρχαίου κόσμου όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα:
“Κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος, εάν, τότε, επικρατούσε ο περσικός ιμπεριαλισμός, με τον αμύθητο πλούτο και το φρόνημα του δούλου. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, δύο διαφορετικών πολιτισμών, και επεκράτησαν οι “ολίγοι ελεύθεροι”.
Αυτό. Και είναι μέγιστο το γεγονός ότι τότε δεν επεκράτησαν οι μύριοι των Περσών. Η σημερινή δομή των αξιών θα ήταν πολύ διαφορετική. Κι ύστερα, όπως το είπα ήδη, το μυθιστόρημα αυτό το έγραψα για τη γη μας, για τον τόπο μας τον πολύπαθο. Ήθελα να πω πόσο ιερή ήταν και η μία σπιθαμή γης για εκείνους τους όμαιμους μακρινούς αδελφούς μας.
Κι ακόμα, το έγραψα για τα νέα παιδιά, για τους νέους, να γνωρίσουν τη γης τους, τις ρίζες τους, να τις αγαπήσουν, να νιώσουν υπερήφανοι για τον τόπο τους. Όσο μπόρεσα.
Πόσα χρόνια κάνατε να το γράψετε;
Θα πω περίπου το ίδιο, όπως και για το “Πήραν την Πόλη, πήραν την”. Όταν γράφεις ή όταν διαβάζεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα σαν το “Πήραν την Πόλη, πήραν την” ή σαν το “Ξύλινο Τείχος” , ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά. Έχει άλλες διάρκειες και άλλες αναλογίες. Σήμερα, στη νέα κυκλοφορία του “Ξύλινου Τείχους”, θα έλεγα πως έκανα τρία χρόνια να το γράψω. Δέκα να το παλεύω μέσα μου παράλληλα με ό,τι άλλο έγραφα. Και δυόμισι χιλιάδες χρόνια να το περπατήσω. Γιατί ήταν τόσο ζωντανό τόσο σημερινό σαν να μου έφερε μέσα στο δωμάτιό μου τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια να περπατώ πάνω στις χιλιετίες, να ανεβαίνω και να κατεβαίνω τους αιώνες ψάχνοντας στα ερείπια της Ιστορίας να βρω αυτό που δεν πεθαίνει με τον θάνατο, αφού ό,τι έχει υπάρξει υπάρχει για πάντα.
“Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου”, είναι ο τίτλος του βιβλίου σας. Ο ίδιος ήταν ο πρώτος που σας αποκάλεσε “ποιήτρια” και έγραψε πως ο ποιητικός σας λόγος είναι “ώριμος” και “τείνει να συλλάβει την παρθενικότητα και την μοναδικότητα των πραγμάτων”.Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τη γνωριμία σας με τον κορυφαίο μας ποιητή και ποιά μαθήματα ζωής πήρατε από εκείνον.
Αυτά όλα τα γράφω στο βιβλίο μου “Τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου” που είναι σελίδες από τα ημερολόγια που κρατούσα μια ζωή και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Εκεί γράφω και για την γνωριμία μου με τον Σάμουελ Μπέκετ και για το βιβλίο που έγραψα για το συνταρακτικό έργο του και την σκοτεινή ανυπέρβατη σκέψη του, καθώς και για το βιβλίο που έγραψα αμέσως μετά για τη μεγάλη την υπερβατική ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και τη γνωριμία μου μαζί του. Δύο χρόνια από τη ζωή μου αφιέρωσα στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ και άλλα δύο στον Οδυσσέα Ελύτη αλλά ήταν τόσο πολύτιμη η δουλειά μου εκείνη και πήγε σε βάθος μέσα μου άνοιξε δρόμους.
“Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.” είπε κάποτε ο σπουδαίος Οδυσσέας Ελύτης. H σημερινή Ελλάδα, νομίζω πως διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από εκείνη που ονειρεύτηκε ο μεγάλος Έλληνας νομπελίστας. Αντικρίζοντας τη γονατισμένη χώρα μας, τί πιστεύετε, μπορούμε να ξαναφτιάξουμε;
Εδώ μόνο ευχή μπορεί να κάνει κανείς. Να έρθει άνωθεν μια δύναμη μια βοήθεια. Κάποτε έλεγα πως η ίδια η χώρα θα βρει τις αρχέγονες δυνάμεις της και θα διώξει τα σκοτάδια που την λάβωσαν, εδώ και δεκαετίες να χειμάζεται σαν ανοχύρωτη. Πασχαλινές μέρες είναι. Ας ευχηθούμε,
προσ-ευχηθούμε. Θα πω και μια λαϊκή παροιμία που την έλεγε ο Μικρασιάτης πατέρας μου: “Μην καταριέσαι το σκοτάδι. Είτε πιστεύεις είτε δεν πιστεύεις, άναψε ένα κερί”. Τα σκοτάδια φοβούνται και το ελάχιστο φως.
“Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο”. Ένα τρυφερό βιβλίο για την ψυχή του παιδιού, για την ψυχή του έφηβου, με βασικό του στόχο πώς ένα παιδί θα καταφέρει να ενταχθεί στον σημερινό αλλοτριωμένο και αντιφατικό κόσμο. Αν μπορούσατε να δώσετε στα παιδιά μου και στα παιδιά όλου του κόσμου μια συμβουλή που θα τους συντροφεύει σε όλη τους τη ζωή, ποια θα ήταν αυτή;
Ναι, αυτό το βιβλίο διαβάστηκε και αγαπήθηκε από χιλιάδες ελληνόπουλα και γονείς. Έχω μισό σεντούκι γράμματα που έλαβα. Όμως ποια μία ευχή θα μπορούσε να συγκρατήσει το ορμητικό κύμα αυτής της νέας παγκοσμιοποιημένης ζωής που ξεχύθηκε με τη νέα χιλιετία με τη νέα τεχνολογία με τα νέα είδωλα. Να πω: Να φυλάξουν στην καρδιά τους τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Να πω: Να φυλάξουν ιερή την αγάπη για εκείνα που θεμελίωσαν τις αξίες στον τόπο μας και έθρεψαν τους αγώνες και τις θυσίες για να κρατηθεί ελεύθερη τούτη η γη μέχρι σήμερα.
Τι φοβάστε περισσότερο κυρία Λαμπαδαρίδου;
Τη λήθη. Τη λήθη φοβάμαι.
Ποιοί είναι οι ήρωές σας στην πραγματική ζωή;
Θα μπορούσε να είναι ο κάθε ταπεινός άνθρωπος.
“Όποιος διατηρεί την ικανότητα να βλέπει την ομορφιά, δεν γερνάει ποτέ.” πίστευε ο Κάφκα. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να διατηρήσουν ακμαίο το μυαλό και την ψυχή;
Η ικανότητα να συμμετέχει κανείς στην ομορφιά είναι από τα πιο σημαντικά. Και ο Κάφκα μέγιστος. Άλλωστε, δεν υπάρχει η ομορφιά αν δεν συμμετέχεις.
“Δεν πειράζει να διστάζεις, αν μετά προχωράς μπροστά.” είπε κάποτε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σας που λυγίσατε αλλά καταφέρατε να προχωρήσετε; Αν ναι, τί σας βοήθησε να συνεχίσετε;
Η μητέρα μου, που είχε εκείνη τη βαθιά σοφία του λαού, έλεγε: Εφτά φορές να πέφτεις και οκτώ να σηκώνεσαι!
“Τα λάθη μου είναι η ζωή μου.” έλεγε ο Σάμουελ Μπέκετ. Συμφωνείτε μαζί του;
Όχι, δεν μπορεί να το είπε αυτό ο Σάμουελ Μπέκετ. Εκτός και αν ο λόγος του είχε ένα άλλο νόημα.
Πώς θα ήταν μια ζωή χωρίς λάθη αλλά μόνο με σωστές επιλογές;
Δεν νομίζω πως υπάρχει μια τέτοια ζωή. Ο Ελύτης είπε: Να προσπαθεί κανείς να κάνει τα λιγότερα λάθη. Μόνον όποιος δεν κάνει τίποτα δεν θα κάνει και λάθη. Όμως και από την άλλη: Από τα λάθη μας μαθαίνουμε.
“Πάντα θα’ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει” γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Παράπονό του”. Υπάρχει, πιστεύετε, δεύτερη ζωή, ή ευκαιρία να ζήσουμε κάποια πράγματα από την αρχή;
Όχι, βέβαια. Το βέλος του χρόνου δεν γυρίζει πίσω. Σ’ αυτή ή στην άλλη ζωή.
Aπό τα ποιήματά σας, ποιοί στίχοι σας εκφράζουν περισσότερο και γιατί;
Όλοι οι στίχοι μου με εκφράζουν. Εκφράζουν τη στιγμή που είχαν γραφτεί.
Η Μανταλένα Μαρία Διαμαντή είναι δημοσιογράφος
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό klik του Άρη Τερζόπουλου, το 2017