Τι σημαίνει για εσας το βιβλίο σας ”Πήραν την Πόλη, πήραν την…”, υστερα απο εικοσι χρόνια να εχει κάνει εικοσι δυο επανεκδόσεις και να ακολουθεί θριαμβευτική πορεία στον χρόνο;
Δεν ξέρω αν είναι θριαμβευτική η πορεία του στον χρόνο. Και τι σημαίνει θριαμβευτική πορεία για ένα μυθιστόρημα. Αν σημαίνει επίσημες επιβραβεύσεις, όχι δεν τις είχε. Αν πάλι σημαίνει την αγάπη του αναγνώστη, αυτή την είχε ως τα βάθη της ψυχής του. Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε το βιβλίο, πριν από είκοσι χρόνια, αγαπήθηκε πολύ από τον αναγνώστη. Αγαπήθηκε με αγάπη βαθιά. Ήταν αγάπη και πόνος μαζί. Μπορεί και να ξυπνούσε μέσα του αυτή τη συλλογική μνήμη του Γένους, που είναι μια δύναμη έξω από τον έλεγχο του νου. Ή μπορεί ο λόγος μου, έτσι όπως ξεδιπλώνει τα γεγονότα με μια ιδιαίτερη εσωτερική γραφή, μπορεί, λέω, να ξυπνά στην ψυχή του αναγνώστη μια υπερβατική μνήμη ή συμμετοχή σε εκείνα τα γεγονότα της θυσίας, σε εκείνον τον έντιμο θάνατο που επέλεξαν οι τραγικοί πολιορκημένοι, οι εγκαταλειμμένοι απο θεό και ανθρώπους, σε εκείνον τον θρύλο της ματωμένης Αγια-Σοφιάς.
Πόσα χρόνια περιπλανιόσαστε στα χρόνια των δακρύων της βυζαντινης παρακμής για να καταλήξετε στο σχεδιάγραμμα του βιβλίου;
Ναι, χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσω να ξεπεράσω τον φόβο, το δέος που ένιωθα στη σκέψη πως θα τολμούσα να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Πολλά χρόνια μάζευα χρονογραφίες και ό,τι υλικό έβρισκα σχετικό με το έπος της Άλωσης. Και όλο ήθελα να ταξιδεύω εκεί, να κάθομαι μέσα στη σκοτεινή Αγια-Σοφιά. Να αφουγκράζομαι τη σιωπή της. Ήταν ο πατέρας μου Μικρασιάτης πρόσφυγας και όταν ήμουν παιδί, αντί για παραμύθια, που δεν τα είχαμε κιόλας τα χρόνια εκείνα στη Λήμνο, μου διηγόταν ξανά και ξανά τις μνήμες της “εξορίας και του διωγμού”, όπως τις έλεγε. Και ο μεγάλος πόνος του, η αγιάτρευτη εκείνη νοσταλγία για τη χαμένη γη του, είχαν γίνει και δικός μου πόνος, δική μου αγιάτρευτη νοσταλγία. Καθόμουν μέσα στην Αγια-Σοφιά και προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τις αντηχήσεις, με την ίδια την κραυγή που είχε μείνει εκεί, να ανασύρω το παρελθόν της κραυγής και του σπαραγμού. Τότε έμαθα πως ό,τι έχει υπάρξει, δεν χάνεται. Ό,τι έχει υπάρξει, υπάρχει στον χρόνο. Κι όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, ένιωθα πως συμμετείχα, πως ήμουν και εγώ μέρος εκείνου του μαρτυρίου, εκείνου του μεγαλείου.
Χρονογραφίες, κειμήλια, προφητείες, αρείφνητος πλούτος και οδυνόμενη γραφή;
Ναι, οδυνόμενη γραφή. Και προφητείες που επαληθεύτηκαν όλες, μία μία. Χίλια χρόνια πριν τις είχε πει τις προφητείες αυτές ο μάντης Σώπατρος στον Κωνσταντίνο τον ιδρυτή της αυτοκρατορίας. Και επαληθεύτηκαν με μια συγκλονιστική ακρίβεια. Όλες. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι μήπως αυτό, ακριβώς αυτό, η τρομακτική εκείνη επαλήθευση των προφητειών, μπορεί να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Βρίσκω πως στο βάθος του φόβου αυτού υπάρχει μια ελξη, μια ακατανίκητη μυστηριώδης έλξη που είναι μαζί φόβος και δέος. Η σκέψη πως βρίσκεσαι στο έλεος της δύναμης που κρύβει μια προφητεία ειπωμένη χίλια χρόνια πριν, γεννά μια ακατανίκητη ανάγκη να μάθεις όχι μόνον αν θα επαληθευθεί η προφητεία, αλλά, στην ουσία, να μάθεις τι είναι αυτό το τόσο δυνατό που αλάνθαστα θα την επαληθεύσει. Φόβος και δέος μαζί, όπως είπα. Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του, έτσι παγιδευμένοι μέσα στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου. Έτσι να νικούν νίκες γιγάντιες και την ίδια στιγμή να νικιούνται από την πεπρωμένη στιγμή. Γιατί νικούσαν. Όλες τις πενήντα επτά ημέρες της πολιορκίας νικούσαν τα αιμοχαρή ασκέρια του Μωάμεθ, και έλεγαν λίγο ακόμα, λίγο ακόμα να κρατήσουν, λίγο ακόμα να τους βοηθήσει ο θεός. Μόνο που ο θεός έλειπε. Κι εκείνοι πολεμούσαν ίσαμε την τελευταία στιγμή, ξέπνοοι και ματωμένοι, πολεμούσαν σαν γίγαντες, σαν ημίθεοι, περιμένοντας το θαύμα. Και αυτή τη στιγμή λέω πως ίσως, δεν νικήθηκαν από την ξεχασμένη πυλίδα, την Κερκόπορτα ή από τα άγρια στίφη, αλλά από την επαλήθευση των προφητειών. Από την Πεπρωμένη Στιγμή.
Γιατί ήταν μοιράμενη η πτώση. Ήταν διορισμένη από τον χρόνο. “Ήτανε θέλημα θεού”, είπε το δημοτικό τραγούδι, ο θρήνος. Θέλημα θεού που χίλια χρόνια πριν είχε διατυπωθεί στην προφητεία. Και σε όλα εκείνα τα “σημεία”, ή διοσημίες που φάνηκαν εκείνες τις τελευταίες ημέρες προαναγγέλλοντας τον θάνατο.
Στόχος σας ήταν να συμπεριλάβετε σε αυτό όσα η επίσημη ιστορία δεν κατέγραψε;
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα στηρίζεται περισσότερο σε αυτά που μένουν έξω από την ιστορία, γιατί ένα μυθιστόρημα για να είναι σωστό πρέπει να κάνει την ιστορία ζωή, δηλαδή την αφηρημένη έκταση της ιστορίας να την κάνει διαλεκτική πάθους και όρκο και θυσία και πόνο ανθρώπινο, να τα χωρέσει όλα αυτά στη μία μοναχική συνείδηση, στη μία μοναχική κραυγή, σαν αυτή του Πορφύριου του σημαδεμένου μου ήρωα από τη Λήμνο.
Μεσα απο την αφήγηση του Λημνιού πολεμιστή;
Ναι, του Λημνιού πολεμιστή του σημαδεμένου με τον κύκλο της ώχρας στο μέτωπο. Η οδυνηρή περιπέτεια και οι κακουχίες που έζησε, στα μετά την Άλωση χρόνια, θα μπορούσα να πω πως αποτελούν μια αναγωγή στην οδυνηρή περιπέτεια ολόκληρου του θυσιασθέντος ελληνισμού.
Να γινει η ιστορία προσωπική μας αλήθεια;
Μόνον όταν η ιστορία γίνει προσωπική μας αλήθεια, πάει να πει, μόνον όταν βιωθεί από τη συνείδηση, θα μπορέσει να φτάσει στην υπέρβαση και στην αυτογνωσιακή κάθαρση.
Εσείς θελατε να φτάσει στην υπέρβαση και την αυτογνωσιακή κάθαρση;
Μα γι’ αυτό, πιστεύω, αγαπήθηκε το μυθιστόρημα από τους αναγνώστες έτσι όπως αγαπήθηκε στη διαδρομή των είκοσι χρόνων του – και νομίζω πως έτσι θα συνεχίσει. Υπάρχει ένα άνοιγμα προς το φως, μια κάθαρση που είναι μαζί και υπέρβαση ή αυτό εισπράττει ο αναγνώστης. Αυτό εισέπραξα και εγώ τώρα που το διάβασα από την απόσταση των είκοσι χρόνων. Κι ύστερα, είναι και το προσωπικό δράμα του ήρωά μου, του Πορφύριου, αυτό το ανθρώπινο δράμα του, που το είπα αναγωγή στην οδυνηρή περιπέτεια του θυσιασθέντος ελληνισμού, όχι μόνο στα μετά την Άλωση χρόνια, αλλά μέχρι την προσφυγιά του Μικρασιάτη πατέρα μου. Από τα βάθη εκείνου του χρόνου ξεκινάει το ανθρώπινο δράμα και απλώνεται μέχρι σήμερα.
Και για την ελληνικότητα του Βυζαντίου;
Πολύς λόγος τα τελευταία χρόνια για το πόσο είναι ελληνικό το Βυζάντιο. Κι εγώ θέλω να καταθέσω την άποψή μου, περισσότερο για τον αναγνώστη του μυθιστορήματος.
Βέβαια, το Βυζάντιο είναι και ελληνικό!
Όχι με την έννοια της ελλαδικής γης. Η ιστορία του Βυζαντίου είναι ιστορία του ελληνισμού.
Όταν στις 11 Μαϊου του 330 ίδρύθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, περιελάμβανε και πολλές πόλεις ελληνικές. Από τη βαθιά αρχαιότητα υπήρχε εκεί ελληνισμός, στα Ιωνικά παράλια και ως μέσα στον Βόσπορο, στον Εύξεινο, με πολιτισμό μεγάλο. Και σίγουρα θα μπορούσε να καταποντιστεί ο ελληνισμός αυτός κάτω από την πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του ανατολικού κόσμου.
Όμως δεν έγινε έτσι.
Τόση δύναμη είχε η ελληνική γλώσσα, αλλά και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός που σιγά σιγά, με την πάροδο των αιώνων, εξελλήνισε την τεράστια την κατάφρακτη Ρωμαϊκή Ατοκρατορία. Και η ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας. Επίσης, η αρχαία ελληνική γραμματεία απετέλεσε το θεμέλιο της παιδείας των λογίων και πολλών αυτοκρατόρων.
Και εκείνο που συνειδησιακά, θα έλεγα, αποδεικνύει το πόσο το Βυζάντιο είναι και ελληνικό, δηλαδή πόσο η ελληνικότητα του Βυζαντίου έγινε συνείδηση του Γένους, είναι το γεγονός ότι:
Μετά την Άλωση, όταν η δοξασμένη Βασιλίδα Πόλη είχε πέσει πια στα χέρια του Μωάμεθ, ήταν ο ελληνισμός που την θρήνησε, με εκείνα τα σπαραχτικά τραγούδια-θρήνους που σώζονται ακόμα. Και ήταν ο ελληνισμός που την πένθησε. Και την πενθεί ακόμα.
Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα “Ανθρώπων έργα, Μάρτιος 2017
Ο Γιώργος Κιούσης είναι δημοσιογράφος, εκπαιδευτικός.