Και λέω. Τόσο ευάλωτοι είμαστε ως άνθρωποι. Τόσο ελλιπείς.
Τόσο λίγα μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν κάποια πράγματα τα ζήσαμε σε μια πραγματικότητα ζωντανή και οδυνόμενη ή αν τα ονειρευτήκαμε σε μιαν άλλη ζωή. Για το μυθιστόρημα μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, λέω πως δεν θα μάθω ποτέ αν ήταν ένα μεταφυσικό όνειρο εκείνο που μου επέτρεψε να ζήσω, όπως τις έζησα, εκείνες τις πενήντα επτά ημέρες πολιορκίας της σπαρασσόμενης Βασιλεύουσας, κομμάτι κι εγώ δικό της να πεθαίνω μαζί της κάθε στιγμή, μέσα στη δική της κραυγή.
Όταν από τις εκδόσεις Πατάκη μου είπαν πως θα βγάλουν ξανά το “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, καλοκαίρι του 2016, ήμουν στη Λήμνο. Και πήρα ευθύς να διαβάσω ξανά το μυθιστόρημα.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την πρώτη του έκδοση.
Και είχαν γίνει είκοσι δύο επανεκδόσεις.
Δεν το είχα ξαναδιαβάσει μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια – κάποια αποσπάσματα μόνο για τις επετειακές εκδηλώσεις.
Και έμεινα έκπληκτη.
Τόσο ζωντανός ήταν ο λόγος στη μνήμη μου, τόσο να ρέει μέσα στο μυαλό μου μαζί με την αγωνία που είχα ζήσει τότε, αγωνία για την κάθε λέξη που έψαχνα να βρω, για την κάθε στιγμή ή εικόνα ζωής της μαρτυρικής πολιορκίας. Θυμόμουν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες, πώς έψαχνα να βρω την έκφραση την κατάλληλη για να διατυπώσω την αγωνία που εγώ ζούσα, καθώς ανέβαινα μαζί με τους πολιορκημένους, τον μαρτυρικό δρόμο του Γολγοθά.
Με τόση δύναμη γράφτηκε το βιβλίο αυτό.
Με τόση δύναμη αποτυπώθηκε στο μυαλό μου.
Σαν να ήταν ο δικός μου όρκος. Σαν να είχα ζήσει εγώ τα γεγονότα εκείνα σε περασμένες μου ζωές.
Και ένιωσα σαν να γράφτηκε χτες. Ότι χίλια έτη ως η ημέρα η εχθές.
Λες και ο χρόνος είναι μια επινόηση του μυαλού.
Γιατί τα είκοσι χρόνια πέρασαν πάνω από το βιβλίο. Το σημάδεψαν με την αγάπη των αναγνωστών.
Και λέω πως, ίσως, παράλληλα με το πραγματικο πέρασμα του χρόνου, υπάρχει μια μυστική δύναμη που ακυρώνει τον χρόνο.
Μια δύναμη που τον αφαιρεί ή τον αναιρεί ως αίσθηση του μυαλού.
Και σήμερα, στην εικοστή τρίτη του επανέκδοση, νιώθω σαν να βγαίνει τώρα ολοκαίνουργο και ανέγγιχτο, από τα βάθη της ψυχής μου, καθαρό, με την έννοια μιας ορφικής καθαρότητας.
Και έτσι αποστασιοποιημένη πια από τις συγκινήσεις που ζούσα τότε, αναρωτήθηκα γιατί το έγραψα. Και τι εσήμαιναν για μένα όλες εκείνες οι προφητείες που επαληθεύτηκαν μία μία. Οι προφητείες που με είχαν παγιδέψει σε μια ακατανίκητη γοητεία. Μια γοητεία που ήταν μαζί και δέος και αγωνία υπαρξιακή.
Και λέω. Μπορεί και να το έγραψα για τον ρομαντικό Μικρασιάτη πατέρα μου, τον πρόσφυγα, που έζησε όλη τη ζωή του μέσα σε μια νοσταλγία αβάσταχτη και προσπαθούσε να ξαναβρεί τη μακρινή εκείνη χαμένη πατρίδα έξω από τα υλικά του κόσμου τούτου και έξω από τον χρόνο, μια πατρίδα από τα υλικά της ψυχής.
Μπορεί, λέω, αυτό να με έφερε κι εμένα εκεί να αναζητώ μια πατρίδα έξω από τον τόπο και τον χρόνο.
Από τότε, από τα χρόνια που το έγραφα, είχαν μείνει μέσα μου κάποια αναπάντητα ερωτήματα που ακόμα με βασανίζουν. Σε αυτά θέλω να μείνω.
Έλεγα – κι ακόμα λέω. Πώς είναι δυνατόν ο θεός, ή αυτό που λέμε θεό, η έννοη τάξη του κόσμου, πώς είναι δυνατόν να είχε προετοιμάσει χίλια χρόνια πριν τον θάνατο της Βασιλεύουσας, λεπτό προς λεπτό επαληθεύοντας όλες τις προφητείες.
Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανίσχυρος ο άνθρωπος μπρος σε αυτό που είναι διορισμένο από τον χρόνο. Και όλη εκείνη η τρισμέγιστη ανδρεία των υπερασπιστών, όλη η αυτοθυσία, η υπεροχή, η λάμψη της υπεροχής, έως την τελευταία στιγμή, η θέωση, γκρεμίστηκαν αξιοθρήνητα από την επαλήθευση εκείνων των προφητειών που χίλια χρόνια πριν έλεγαν πως η Πόλη θα έπεφτε, όταν…
Όταν η σελήνη θα έβγαινε λειψή, καίτοι γεμάτη στον δίσκο της, πάει να πει, καίτοι σε νύχτα πανσέληνος. Προφητεία που την είχε πει ο μάντης Σώπατρος στον ίδιο τον Κωνσταντίνο τον ιδρυτή. Κι ύστερα, όταν αυτοκράτορας θα ήταν ο Κωνσταντίνος γιος της Ελένης. Όταν θα χανόταν το Φως του θαύματος, εκείνο το υπερφυσικό φως, “το καταβαίνον εξ ουρανού και άνωθεν της πόλεως εστός, διέσκεπεν αυτήν”.
Την διέσκεπε έως την πεντηκοστή τέταρτη ημέρα της πολιορκίας, κάθε νύχτα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω από την Αγια Σοφιά. Αυτό το άδηλο το μυστηριακό φως που το έτρεμε ο Μωάμεθ. Και λίγες μέρες πριν από την τελική επίθεση, είχε πάρει την απόφαση να λύσει την πολιορκία και να φύγει “επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι”.
Όμως δεν έγινε έτσι.
Δεν έγινε αλίμονο. Γιατί αλλιώς ήταν το διορισμένο.
Και εκείνη ακριβώς τη νύχτα, 26 Μαίου Σάββατο, και ενώ ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία και να φύγει, το “εξ ουρανού” φως εξαφανίστηκε.
Κατέβηκε όπως κάθε νύχτα, έμεινε για λίγο πάνω από την Αγία Σοφία, και μετά διαλύθηκε αργά, διασκορπίστηκε προς τη μεριά της Ανατολίας, είπαν οι χρονογραφίες.
Και σκότος μέγα έπεσε στην Πόλη.
Μετά από την έκδοση του μυθιστορήματος την πρώτη φορά, διάφοροι αναγνώστες μου έστειλαν περιοδικά ξένα περισσότερο, έρευνες, που μέχρι σήμερα γίνονται για το τι ήταν εκείνο το μυστηριακό φως.
Όμως και οι ίδιοι οι χρονογράφοι της Άλωσης, τότε, προσπαθούσαν να εξηγήσουν τι ήταν τα διάφορα σημάδια, οι διοσημίες, εκείνων των ημερών. Φαινόμενα μυστηριώδη που μαζί με τις προφητείες που τις γνώριζε ο λαός επιβεβαίωναν τον όλεθρο που ερχόταν. Αυτόν τον ακάθεκτο τον προγεγραμμένο όλεθρο που καμιά ανδρεία ή αυτοθυσία των αμυνομένων δεν μπορούσε να σταματήσει.
Φαινόμενα όπως ο κατακλυσμός Μάιο μήνα, την ώρα της πάνδημης λιτανείας στρατού και λαού της Βασιλεύουσας. Και όπως η μεγάλη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που την περιέφεραν στη λιτάνευση, και έπεσε από τα χέρια των πολεμιστών που την κρατούσαν, έπεσε, σαν να την τραβούσε η γη, είπαν, έπεσε πρινής μέσα στις λάσπες, και δέκα πολεμιστές μαζί δεν μπορούσαν να την σηκώσουν.
Και ύστερα είπαν, πως, την ώρα που έπεσε η Βασιλεύουσα, την ώρα που έπεσε ο σταυρός της από τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς, σκοτείνιασε ο κόσμος, όπως την ώρα της Σταύρωσης του Ιησού.
Μέχρι σήμερα με παιδεύουν τα ερωτήματα αυτά.
Όμως ούτε απάντηση ούτε εξήγηση βρήκα.
Κάποιες φορές αναρωτιέμαι κι εγώ η ίδια μήπως αυτό, ακριβώς αυτό, η συγκλονιστική επαλήθευση των προφητειών, μπορεί να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Βρίσκω πως στο βάθος του φόβου αυτού υπάρχει μια έλξη, μια ακατανίκητη μυστηριώδης έλξη, που είναι μαζί φόβος και δέος. Η σκέψη πως βρίσκεσαι στο έλεος της δύναμης που κρύβει μια προφητεία ειπωμένη χίλια χρόνια πριν, γεννά μια ακατανίκητη ανάγκη να μάθεις όχι μόνον αν θα επαληθευθεί η προφητεία, αλλά στην ουσία, να μάθεις τι είναι αυτό το τόσο δυνατό που αλάνθαστα θα την επαληθεύσει.
Φόβος και δέος μαζί.
Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του, έτσι παγιδευμένοι μέσα στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου.
Έτσι να νικούν νίκες γιγάντιες και την ίδια στιγμή να νικιούνται από την πεπρωμένη στιγμή.
Γιατί νικούσαν. Όλες τις πενήντα επτά ημέρες της πολιορκίας νικούσαν τα αιμοχαρή ασκέρια του Μωάμεθ. Και έλεγαν, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα να κρατήσουν, λίγο ακόμα να τους βοηθήσει ο θεός. Μόνο που ο θεός έλειπε. Και εκείνοι πολεμούσαν ίσαμε την τελευταία στιγμή, ξέπνοοι και ματωμένοι. Γίγαντες ή ημίθεοι, περιμένοντας το θαύμα.
Και αυτή τη στιγμή λέω.
Ίσως δεν νικήθηκαν από την ξεχασμένη πυλίδα. Την Κερκόπορτα. Ή από τα άγρια στίφη, αλλά από την επαλήθευση των προφητειών.
Από την Πεπρωμένη Στιγμή.
Γιατί ήταν μοιράμενη η Πτώση.
Ήτανε θέλημα θεού, είπε το δημοτικό τραγούδι.
Θέλημα θεού που χίλια χρόνια πριν είχε διατυπωθεί στην προφητεία.
Και προφανώς δεν γινόταν να ακυρωθεί. Γιατί είχε εγγραφεί σε εκείνες τις άλλες τις άγνωστες διαστάσεις του χρόνου.
Και αυτό δεν μπόρεσα ακόμα να το αποδεχτώ.
Ακόμα με βασανίζουν, σαν αναπάντητα ερωτήματα, οι διοσημίες εκείνες, τα σημάδια, που φάνηκαν τις τελευταίες ημέρες προαναγγέλλοντας τον θάνατο.
Πολλές φορές, έρχεται στον ύπνο μου η κραυγή. Και με ξυπνά. Η κραυγή του Πορφύριου, η κραυγή εκείνη που για μένα ήταν μια αναγωγή στην περιπέτεια ολόκληρου του τότε σπαρασσόμενου ελληνισμού.
Έρχεται στον ύπνο μου. Η κραυγή. Την ώρα που ο ματωμένος μου Πορφύριος έδωσε τον γιο του, τον Κωνσαντίνο του στους άγνωστους, που έφευγαν, για να τον σώσει.
Από πού ανεβαίνει αυτή η κραυγή μέσα μου.
Από ποιες απρόσιτες κοίτες ζωής άλλης που κοιμούνται στα βάθη της ψυχής μας.
Και λέω. Τόσο ευάλωτοι είμαστε ως άνθρωποι. Τόσο ελλιπείς.
Τόσο λίγα μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε.
Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω άλλη μια φορά τις εκδόσεις Πατάκη, που εν μέσω κρίσης απειλητικής, έβγαλαν το ογκώδες αυτό βιβλίο.
Από την καρδιά μου σε ευχαριστώ αγαπημένη μας Άννα Πατάκη για την ιδιαίτερη αγάπη με την οποία φρόντισες την έκδοση του βιβλίου, στη Νέα του αυτή Διαδρομή στον Χρόνο.
Η ομιλία έγινε σε ειδική εκδήλωση, στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, Μάιος 2017
Το βιβλίο υπήρχε σε γιγαντοαφίσσα στο περίπτερο των εκδόσεων Πατάκη.