Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στα χέρια μου η πρώτη έκδοση του βιβλίου τούτου και ίσαμε τώρα που κρατώ την καινούρια, ανανεωμένη έκδοση, ακούω εκείνη την κραυγή αγωνίας των αιώνια «πολιορκημένων Ελλήνων» να διαπερνά τα τείχη της οικονομικής κρίσης, της ηθικής υποδούλωσης, να καταρρακώνει τα σπλάχνα της Ελληνικής Οικουμένης και να αναδύεται ως λάβαρο ανεξαρτησίας ενάντια σε κάθε εχθρική επιβουλή και επιβολή.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου με το μυθιστόρημά της Πήραν την Πόλη, πήραν την…, που κυκλοφορεί σε εντυπωσιακή, ανανεωμένη μορφή από τις εκδόσεις Πατάκη, διαιωνίζει την εναγώνια κραυγή του Ελληνισμού για τις απώλειες που υφίσταται διαχρονικά. Και αποδεικνύει περίτρανα πως την ιστορία τη γράφουν οι λαοί με το αίμα τους.
Μέσα στις 736 σελίδες του βιβλίου ανασταίνεται αγωνιζόμενη ενάντια στον ασιατικό βαρβαρισμό μια ολόκληρη αυτοκρατορία, η Βυζαντινή, με όλα τα σκαμπανεβάσματα, τους αγώνες, τις ατελείωτες περιπέτειες του λαού της, τις εχθρικές επιδρομές, τον πολιτισμό ίσαμε το κορυφαίο γεγονός που είναι η πολιορκία, η πτώση και το πέρασμα των ερειπίων της στα αιματοβαμμένα χέρια των Οθωμανών.
Εύλογα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «σύνοψη ποιητική», «έπος» των ημερών της πολιορκίας και της Άλωσης και της διάλυσης της Βασιλεύουσας. Είναι τόσο πυκνή και δυνατή η μνήμη και η κραυγή της μ. λ. π. , που αναπαριστά την κάθε στιγμή της προϊστορίας και τις πενήντα ημέρες της πολιορκίας, τόσο αδρές οι εικόνες που ζωγραφεί στον καμβά του ιστορικού υφαντού της, που φανερώνει πόσο έχει εισχωρήσει η ίδια στα γεγονότα και τα περιστατικά της ιστορίας ώστε να αποτελεί μέρος της τραγωδίας εκείνης στην οποία κρατάει τον ρόλο του «από περιωπής» αφηγητή.
Έχει ευρεία γνώση, πλατιά θεώρηση του θέματος και του αντικειμένου που την απασχολεί, είναι μέσα στα ιστορικά γεγονότα, πλάι στους ανθρώπους που ίσαμε την τελευταία στιγμή πολεμούν για να περισώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια, ό,τι έχει απομείνει σ’ εκείνους που έγραψαν τον επίλογο της τραγωδίας. Κυριαρχεί μέσα στα καθημερινά πολεμικά δρώμενα:
«Το Πήραν την Πόλη, πήραν την… ζωντανεύει τις τελευταίες ημέρες της σπαρασσόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. […] Με τη δύναμη του ποιητικού λόγου, αλλά και με αναλυτική διείσδυση και θέση έναντι της ιστορίας, η συγγραφέας δίνει την ύστατη αγωνία, τον ύστατο αγώνα, που στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ιστορία του ελληνισμού…» διαβάζομε στο σύντομο, κατατοπιστικό σημείωμα του οπισθόφυλλου.
Είναι ενδιαφέρον και πολύ διαφωτιστικό να μεταφέρω τη δική της γνώμη, και με τα δικά της λόγια, πώς η ίδια η συγγραφέας, η σπουδαία ποιήτρια, θεωρεί τη σχέση της με το συγκεκριμένο βιβλίο και τη θέση της μέσα στην ιστορία:
«…Αισθάνομαι σαν να το έγραψα χτες. Τόσο ζωντανή στη σκέψη μου η κάθε λέξη του. Η κάθε στιγμή αγωνίας που χαράχτηκε μέσα στο μυαλό μου σαν όρκος. […] Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα μένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύμα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος. Να βρω το μεγαλείο εκείνων των τραγικών πολιορκημένων, που η θυσία τους, ο τιμημένος θάνατος που επέλεξαν, έγινε σύμβολο στη συνείδηση του Γένους. Και όλα αυτά προσπάθησα να τα περάσω μέσα από την οδύνη της Μιας Συνείδησης, της μιας μοναχικής κραυγής, αυτής του ήρωά μου, του νεαρού πολεμιστή από τη Λήμνο. Μόνο έτσι η ιστορία μπορεί να γίνει προσωπική μας αλήθεια. Να φτάσει στην υπέρβαση και στην αυτογνωσιακή κάθαρση».
Ένα από τα δυνατά και αξιοσημείωτα ατού του μυθιστορήματος είναι το ότι η πολύ καλά πληροφορημένη ιστορικά και μυθιστορηματικά συγγραφέας παρουσιάζει ευφυώς, άλλοτε παράλληλα και συχνά συγχρόνως με την πορεία της εξελισσόμενης τραγωδίας, τη ζωντανή συμμετοχή του νεαρού Λήμνιου ήρωά της στη μεγαλειώδη, την κορυφαία εκείνη στιγμή του αγώνα που καταγράφτηκε με αίμα στην Ιστορία του Ελληνισμού, του Ελληνικού Έθνους και του Λαού, αλλά και στην Ιστορίας της ανθρωπότητας.
Ο νεαρός Λήμνιος ήρωας εκφράζει τον αγωνιζόμενο λαό σε όλες τις φάσεις της πολιορκίας και σε κάποιες θύμησες της καθημερινότητας που, γέρος πια ο επιζήσας, αναπολώντας εξιστορεί με έντονο συναισθηματικό φόρτο, παλμό και ημερωμένο πόνο, αποκαθαρμένο μακριά από τον όλεθρο και τη φρίκη του πολέμου:
Είναι τόσο πυκνή και δυνατή η μνήμη και η κραυγή της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου[…]που φανερώνει πόσο έχει εισχωρήσει η ίδια στα γεγονότα και τα περιστατικά της ιστορίας ώστε να αποτελεί μέρος της τραγωδίας εκείνης.
«Καθόμουνα κουρνιασμένος μέσα στην Αγια – Σοφιά και κοίταζα τις ανταύγειες τις θαμπές από τα πρόσωπα των αγίων, που τρεμολάμπανε στο φως των ασημένιων πολυκάντηλων, μορφές ιερές, προσκυνημένες, από χρυσό και σμάλτο χιλίων χρόνων, […] κι ύστερα θα σβήνανε για πάντα, ύστερα σιωπή και σκοτάδι….και σιωπή […] Α, τι πόνος, τι πόνος» (σελ. 54).
Μέσα από την τραγωδία που παίζεται στα τείχη και παράλληλα προς αυτήν, περνάει το οικογενειακό δράμα, η αγωνία του πολεμιστή για την πορεία της εγκυμοσύνης και της γέννας που περιμένει η γυναίκα του, όπως αφηγείται από απόσταση χρονική και τοπική τα γεγονότα, όταν πια στη Μνήμη και στη συνείδησή του όλα έχουν καταλαγιάσει, είναι τελειωμένα και καθαγιασμένα. Και οι ψυχές των αδικοχαμένων αναπαύονται στην αγιασμένη τους αιωνιότητα.
Με τον τρόπο αυτό, η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου μεταφέρει το δράμα στον ίδιο τον ήρωα, ο οποίος, εκών άκων εκπροσωπεί τον λαό, στο αγωνιζόμενο αείποτε υπόδουλο και πολιορκούμενο Γένος των Πανελλήνων, είτε αποκαλούνται Βυζαντινοί είτε Ρωμιοί ή γενικώς και ορθώς Έλληνες. Προσωποποιεί και εξανθρωπίζει την Ιστορία. Ανοίγει κρυφές κερκόπορτες και μπάζει τον αναγνώστη μέσα, στα γεγονότα.
Μέσα από το βλέμμα του Λήμνιου πολεμιστή τότε, και από τις δικές του αφηγήσεις όπως τις ιστορεί στον καμβά της τραγωδίας, ο κάθε αναγνώστης, κι ο πιο δύσκολος, παρακολουθεί τον αυτοκράτορα να περιφέρεται στις επάλξεις και να εμψυχώνει τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, τον πατριάρχη με τους άμαχους να προσεύχονται γονατιστοί μέσα στην Αγια-Σοφιά. Κι έρχεται ως εμάς ο απόηχος του «Ακάθιστου Ύμνου» και το «Τη Υπερμάχω…».
Ο χωροχρόνος συναιρείται, το απώτατο ιστορικό παρελθόν γίνεται ζωντανό παρόν, το όραμα του πολεμιστή φτάνει και ίσαμε τη δική μας ορατότητα, οι αγωνίες του είναι και δικές μας και διαχρονικές. Η ιστορία είναι μαρτυρημένη από τις πηγές και καταγραμμένη από τους ιστορικούς. Εδώ γίνεται προσωπική ιστορία των ηρώων μέσω των φανερών ηρώων που εκπροσωπούν και τους αφανείς ήρωες, το πλήθος των ανώνυμων υπερασπιστών της ελευθερίας.
Ο χρόνος ο κοινός και ο ιστορικός χρόνος, το όραμα, η συνείδηση της γης, της ηθικής της ελευθερίας, του καθήκοντος, της πατρίδας, της αγάπης, θυσίας, το θαύμα, ο κύκλος, το νερό, το αίμα, η μνήμη είναι έννοιες σταθερές στις οποίες η συγγραφέας συνήθως εστιάζει το έργο της.
Μέσα σε τούτο το ιστορικό μυθιστόρημα παρατηρεί κανείς την αγωνία και το πάθος της δημιουργού του για το μέλλον των ηρώων, για τη συνέχεια του ήρωά της και του Έθνους. Δεν νοείται μέλλον χωρίς παρελθόν και ζωή χωρίς μέλλον, δίχως χριστιανική ανθρωπότητα. Ο σταυρός ακατάλυτο σύμβολο ενότητας και θυσίας του χριστιανισμού κόσμου ακαταμάχητο. Και του Έλληνα, της νέας γενιάς που φέρνει ο γιος του ήρωα εκείνου, του Λήμνιου νεαρού που δένει κόμπο με κόμπο, σταθμό με τον επόμενο σταθμό, τους κρίκους όλης της μυθιστορίας για να την παραδώσει στη νέα γενιά.
Οραματίζεται τη χρυσαυγή, το αναμενόμενο χάραμα, το ξημέρωμα του κόσμου με τον ερχομό της νέας ζωής, του γιου του. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Κρατώ τον μαργαριταρένιο σταυρό στο χέρι μου. Αυτός μας ένωσε, λέω. Αυτός θα ενώσει πια τον κύκλο του χρόνου, σαν δακτυλίδι ακριβό με μαργαριταρένια πέτρα στην καρδιά σου, βασιλεύουσα».
Και κλείνει με έναν εξομολογητικό, κατανυκτικό απόλογο / κατάθεση ψυχής που είναι οι τελευταίες γραμμές:
«Τώρα λέω, μπορεί να μην έγραψα ένα μυθιστόρημα των ιστορικών γεγονότων, αλλά της Μιας Συνείδησης, της μοναχικής κραυγής, αυτής του ήρωά μου, του σημαδεμένου, του ευλογημένου, που έζησε μέρα με τη μέρα, λεπτό το λεπτό τα οδυνηρά γεγονότα, τα κατέγραψε με το μυαλό και με το σώμα του, έγινε ο μάρτυρας των ερειπίων […]».
Ακολουθεί σύντομη βιβλιογραφική σημείωση, σχεδιαγράμματα χαρτών των περιοχών που σχετίζονται με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την πολιορκία και την Άλωση. Επίσης, χαρακτηριστικό τμήμα, δείγμα από «Το χερσαίο θεοδοσιανό τείχος» και λίστα με τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Στο εντυπωσιακό εξώφυλλο εικονίζεται βυζαντινός σταυρός λιτανείας των αρχών του 12ου αιώνα, ενώ το οπισθόφυλλο κοσμεί ιδιόχειρη βυζαντινή γραφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό diastixo, τον Δεκέμβριο 2017
Η Ελένη Χωρεάνθη είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας