Δεν είναι τυχαίο που οι εκδόσεις Ίκαρος και ο Ε. Ν. Μόσχος θέλησαν να “χαιρετήσουν τον καινούργιο αιώνα” με το ίδιο βιβλίο που ο μεγάλος Γάλλος ποιητής Πωλ Κλωντέλ χαιρέτησε την αυγή του αιώνα που ήδη διανύσαμε, αυτόν τον πολυτάραχο και αντιφατικό με τους δύο πολέμους και την έξαρση της τεχνολογίας. Η αληθινή ποίηση έχει μέσα της όχι μόνο το προφητικό στοιχείο αλλά και το διαχρονικό και το διανθρώπινο. Και είναι επίκαιρη και παρούσα σε κάθε στιγμή του ανθρώπινου βίου, συμβολική των ερημωμένων καιρών που βιώνει ο άνθρωπος αλλά και των σωτήριων επιταγών που εναγώνια εξαγγέλλει το πνεύμα. Αυτά τα στοιχεία της ποίησης διαθέτει ο τόμος “Πέντε Μεγάλες Ωδές” και ένας “Ύμνος για να χαιρετήσουμε τον Καινούργιο Αιώνα” που επιμελήθηκε ο Ε. Ν. Μόσχος, αποδίδοντας με οξυδέρκεια και ευαισθησία τον ποιητικό λόγο, αλλά και πλουτίζοντας το βιβλίο με ένα διαφωτιστικό όσο και διορατικό εισαγωγικό δοκίμιο και με εξίσου διαφωτιστικά σχόλια και σημειώσεις. Πρόκειται για μια ποίηση βιβλικής αγωνίας και ενατένισης του θείου, της Θείας Χάρης, ως έσχατης εξόδου από την κοσμική οδύνη. Και αυτό είναι το μήνυμα που φέρει το βιβλίο στην αυγή του νέου κόσμου που ξημέρωσε.
Είναι εκπληκτικό το πώς ο Πωλ Κλωντέλ, γαλουχημένος με τις αθεϊστικές τάσεις της εποχής του, δέχτηκε “σε μία στιγμή”, όπως εξομολογείται, τη Θεία Χάρη και έγινε ένας ένθερμος υμνητής της πίστης του Θεού σε όλο το κατοπινό έργο του. Γεννημένος το 1868 στην Καμπανία, δέχτηκε την πρώτη αντιθρησκευτική μόρφωση στα επαρχιακά κολλέγια της Γαλλίας, και στη συνέχεια στο λύκειο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι, όπου, όπως γράφει, είχε τελείως χάσει την πίστη του, συμπλέοντας με το ρεύμα του καιρού.
Εκείνο που δημιούργησε αυτή τη “μεταστροφή” του, “Ma conversion”, όπως την ονομάζει, ήταν η μελέτη των “Εκλάμψεων” του Αρθούρου Ρεμπώ, καθώς και “Μια εποχή στην κόλαση”. “Για πρώτη φορά τα βιβλία αυτά άνοιγαν μια χαραμάδα στο υλιστικό μου κάτεργο και μου έδιναν τη ζωηρή και σχεδόν αυθόρμητη αίσθηση του υπερφυσικού”, εξομολογείται ο ίδιος. “Επιτέλους έβγαινα από τον βδελυρό εκείνο κόσμο του Ταιν, του Ρενάν και των υπόλοιπων Μολώχ του 19ου αιώνα. (…) Το υπερφυσικό μου είχε αποκαλυφθεί. Η μεγαλοφυϊα μού παρουσιάστηκε με την πιο έξοχη και αγνή μορφή της, σαν ένας φωτισμός.” Όση έκπληξη θα μπορούσε να προκαλέσει σήμερα, έναν αιώνα μετά, η θρησκευτική εκείνη έξαρση, σε μια εποχή που η πίστη ολοένα ερημώνεται διανοίγοντας τον τρόμο του κενού, άλλη τόση ήταν και η έκπληξη του πνευματικού κόσμου της Γαλλίας, όταν είδαν έναν ποιητή του μεγέθους του Πωλ Κλωντέλ να διακηρύσσει τόσο φλογερά, όχι μόνο με την ποίησή του αλλά και με το πάθος της ζωής του, την πίστη του στο Θεό. Σε μια εποχή κιόλας που όλα τα πνευματικά ρεύματα προετοίμαζαν την αθεϊστική αντίληψη, αυτή που κάποιες δεκάδες χρόνια μετά έμελλε να γεννήσει τον υπαρξισμό του Καμύ και του Σαρτρ, την πλήρη άρνηση του Θεού. Ο Παπατσώνης, που τον χαρακτήριζε μια ίδια θρησκευτική προσήλωση, έγραψε το 1942 στα Πειραϊκά Γράμματα: “Για την οδό προς Δαμασκό στάθηκε στον Κλωντέλ η γνωριμία του με το έργο του Αρθούρου Ρεμπώ, όσο κι αν αυτό φαίνεται αλλόκοτο. Ξεχνούν όσοι βλέπουν με παράξενο μάτι τέτοια όργανα μεταστροφής, το πόσο οι βουλές του Κυρίου είναι ανεξιχνίαστες και διαφορετικές στην κάθε ατομική περίπτωση”.
Μετά τη μεταστροφή του ο Πωλ Κλωντέλ έγραψε τα σημαντικά θεατρικά έργα του “Ο Χρυσοκέφαλος”, 1989, “Η Πολιτεία”, 1890, “Η Ανταλλαγή”, 1893, και “Η Μικρούλα Βιολαίν”, 1898. Έγραψε επίσης και μια ποιητική σύνθεση εμπνευσμένη από τον πνευματικό του βασανισμό, αυτή τη θρησκευτική κρίση της πίστης που πέρασε, με τίτλο “Στίχοι εξορίας”, 1895.
Οι “Πέντε Μεγάλες Ωδές” και ο “Ύμνος για να χαιρετήσουμε τον Καινούργιο Αιώνα”, γράφτηκαν στην αυγή του περασμένου αιώνα, σαν μια διακήρυξη της ώριμης πια θρησκευτικής του συνείδησης, όταν ο ίδιος υπηρετούσε ως διπλωμάτης στην Κίνα και Ιαπωνία. Στην πρώτη Ωδή που έχει τίτλο “Οι Μούσες” και είναι εμπνευσμένη από μια σαρκοφάγο του Λούβρου, ο ποιητής επικαλείται τις θυγατέρες του Δία που κινούνται σαν σε χορό τραγωδίας γύρω από τη μητέρα τους τη Μνημοσύνη. Στη δεύτερη Ωδή, “Το Πνεύμα και το Νερό”, που είναι γραμμένη στον κλειστό χώρο των τειχών του Πεκίνου, ο ποιητής οραματίζεται την απεραντοσύνη της θάλασσας σαν μια ελευθερία του πνεύματος και ένωση με τον Θεό. Στην τρίτη Ωδή, το “Δοξαστικό”, υμνεί τη γέννηση του πρώτου παιδιού του, που είναι ο “Σαρκωμένος Λόγος” του Θεού. Η τέταρτη Ωδή, “Η Μούσα είναι η Θεία Χάρη”, είναι ένας αγωνιώδης διάλογος με τη Μούσα, τη θεϊκή έμπνευση, και ο ποιητικός λόγος εδώ έχει τα σημάδια της επίδρασης που δέχτηκε από τον Πίνδαρο. Η πέμπτη και τελευταία Ωδή, “Το Κλειστό Σπίτι”, συμβολίζει την εσωστρεφή τάση του ποιητή, την ενδοσκόπηση, την καταβύθιση στην εσωτερική γνώση και αλήθεια. Ακολουθεί ο “Ύμνος για να χαιρετήσουμε τον Καινούργιο Αιώνα”, που γράφτηκε επίσης στο Μεγάλο Τείχος, το 1907, και που υφολογικά και ποιητικά συμπληρώνει τις Πέντε Ωδές.
Βέβαια ολόκληρη η ποίηση του Κλωντέλ, γραμμένη σε μια εποχή που δεν είχαν ακόμα κυριαρχήσει οι κατοπινές υπερρεαλιστικές μορφές, αλλά και απαλλαγμένη από το υπαρξιακό στοιχείο λόγω της εναπόθεσης της υπαρξιακής αγωνίας στην απόλυτη πίστη, εστιάζεται περισσότερο στο συναίσθημα και τη θρησκευτική ανάταση προς το ουρανικό φως. “Θεέ μου, που γνωρίζεις κάθε άνθρωπο πριν γεννηθεί, με τ’ όνομά του, / Θυμήσου και μένα, τότε που κρυμμένος ήμουνα μέσα στου βουνού τη σχισμάδα”, λέει στη δεύτερη Ωδή.
Ο Ε. Ν. Μόσχος γράφει στο εισαγωγικό του δοκίμιο για το έργο του Κλωντέλ: “προσφέρει μερικά ακηλίδωτα από το χρόνο μηνύματα τόσο για τον άνθρωπο της εποχής που γράφτηκε, όσο και για τον βασανισμένο, καταταλαιπωρημένο και ανεπανάληπτα διαψευσμένο στις προσδοκίες του άνθρωπο του 20ου αιώνα, με τους δύο παγκοσμίους πολέμους, με τα εκατομμύρια τους νεκρούς, με τα τόσα υλικά και ηθικά ναυάγια, με τις τόσες επαναστάσεις και ανατροπές”.
Είναι ένα βιβλίο σημαντικό, μια άλλη φωνή αγωνίας στην ερημούμενη ζωή μας, μια ποίηση που άντεξε στν χρόνο. Ο Ε. Ν. Μόσχος είναι γνωστός από τα σημαντικά βιβλία του, «Μύρο και Δάκρυ», “Τ. S. Eliot, Δέκα Χορικά απ’ το ‘Βράχο’, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια”, “Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά” “Ελευθερία και Γλώσσα” και άλλα. Οι “Πέντε Μεγάλες Ωδές” και ένας «Ύμνος για να χαιρετήσουμε τον Καινούργιο Αιώνα» αποτελεί μία ακόμα πολύτιμη προσφορά στα ελληνικά γράμματα, με την έξοχη απόδοση του ποιητικού λόγου του Κλωντέλ. Ένα μικρό δείγμα της ποίησης: “Ας βαδίσουμε, γιατί δεν έχουμε τη μόνιμη κατοικία μας εδωδά / Σήμερα το πρωί δειπνήσαμε μέσα στου Ουράνιου Πατέρα την κατοικία / Λίγα απ’ τα παιδιά του, για ένα τόσο μεγάλο συμπόσιο και για μια τόσο πλούσια ευωχία”.
Εφημερίδα Καθημερινή 6 Αυγούστου 2002
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Η ποίηση του Πολ Κλοντέλ