Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου αποτελεί μια σταθερή αξία των Γραμμάτων μας, μένει ανθηρή στον χώρο της λογοτεχνίας 61 χρόνια παράγοντας έργο σημαντικό, θεμελιωμένο στις αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, του μυθικού και του ιστορικού βίου των Ελλήνων, εστιάζοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον της στον άνθρωπο, την πατρίδα, την Ιστορία και τον πολιτισμό. Το πρώτο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή Συναντήσεις, κυκλοφόρησε το 1959. Ήδη από τη δεκαετία 1960-1970 ήταν ευρέως γνωστή και καταξιωμένη ως ποιήτρια με διαχρονικές προδιαγραφές.
Πολυγραφότατη, ακάματη, καταξιωμένη στη συνείδηση του κόσμου ως συγγραφέας ιστορικών και κοινωνικών μυθιστορημάτων και ως ποιήτρια περιωπής, αγαπημένη συγγραφέας των μικρών παιδιών και των εφήβων. Δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Ο δυνατός, περιεκτικός λόγος, ουσιαστικός, χαμηλότονος και γλυκύτατος, ο τρυφερός λόγος της μένει, επιμένει και διδάσκει Ιστορία και πολιτισμό σε μικρούς και μεγάλους.
Έκανα μια αναδρομή στο συγγραφικό παρελθόν της, διαβάζοντας το πρόσφατο βιβλίο της για εφήβους προφανώς, όμως αφορά όλους τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται να μάθουν να ακούν «τον χτύπο της καρδιάς τους». Πρόκειται για το χαριτωμένο, κομψό βιβλίο που φέρει τον ασυνήθιστο τίτλο: Ο χτύπος της καρδιάς σου. Στο εξώφυλλο, ένα συνεσταλμένο αγοράκι που κρατάει αγκαλιά ένα σκυλάκι, πιο κει ένα βάζο με αποξηραμένα μάλλον λουλούδια, όσα υπάρχουν στην επιφάνεια είναι ζωγραφισμένα με τρυφερά, ευαίσθητα χρώματα από την ταλαντούχα Φωτεινή Στεφανίδη, προδιαθέτουν για κάτι όμορφο που κρύβεται στις σελίδες του βιβλίου. Και εξάπτει τη φαντασία και την περιέργεια να μάθεις ποιας ιεροτελεστίας τα μυστικά θα σου αποκαλυφθούν.
Και όντως συμβαίνουν πολύ σημαντικά γεγονότα, που η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου ιστορεί και καταγράφει με τον δικό της μοναδικό τρόπο: με λογική και με ευαισθησία. Ο χειρισμός του πολύπλοκου και οδυνηρού θέματος που την απασχολεί και πραγματεύεται, η απώλεια δηλαδή αγαπημένου προσώπου, είναι ο πλέον ενδεδειγμένος. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις και το κατάλληλο περιβάλλον ώστε όλα να γίνουν έτσι που να μην ξύνουν μήτε να δημιουργούν άλλες πληγές και να μην προκαλούν περισσότερο πόνο.
Τον πυρήνα του βιβλίου αποτελεί ένα τραγικό γεγονός, ο οδυνηρός θάνατος πατέρα πυροσβέστη που θυσίασε τη ζωή του στο καθήκον. Τόπος και χρόνος δεν αναφέρονται, σκόπιμα και πολύ σωστά. Σημασία έχει το πώς και το γιατί. Με το τραγικό αυτό γεγονός συνδέονται σημαντικά και άξια προσοχής γεγονότα και πρόσωπα. Η συγγραφέας ασχολείται με τις συνέπειες μιας οικογενειακής τραγωδίας που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Πρωταγωνιστούν ο Νικόλας και ο Μπίλμπο, ένα σκυλάκι που το βρήκαν ο Νικόλας με τον φίλο του τον Χάρη ξεπαγιασμένο να κλαίει πάνω σε μια μάντρα και το επέβαλε ο Νικόλας στην οικογένειά του. Ως εδώ τίποτα το ασυνήθιστο.
Η συγγραφέας όμως αξιοποιεί την ικανότητα που έχουν τα σκυλιά να διαισθάνονται ενστικτωδώς τον επερχόμενο κίνδυνο, όχι μόνο από επικείμενο σεισμό, αλλά να «ακούνε» ακόμα και τον «χτύπο της καρδιάς» του ανθρώπου με τον οποίο τα συνδέει ισχυρός δεσμός. Η ιστορία που αφηγείται τόσο όμορφα και τόσο πειστικά είναι αληθινή. Αυτό καθιστά το γεγονός και τα γεγονότα περισσότερο ενδιαφέροντα και αγαπητικά. Στο σύντομο αφήγημα που αποτελεί το περιεχόμενο του βιβλίου, ο Μπίλμπο τής δίνει την ευκαιρία να πει σημαντικά πράγματα πολύ απλά, με απόλυτη φυσικότητα.
Ο Νικόλας της είναι ένα συνειδητοποιημένο αγόρι. Από τα δεκατέσσερά του, χάρη στην επικοινωνία με τη μητέρα του, θέλει να γίνει ένας χρήσιμος άνθρωπος και να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Από το σκυλάκι του έμαθε πολλά και σημαντικά πράγματα, που τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις:
“…Και τα μάτια του ήταν τόσο νοήμονα. Όταν σε κοίταζε, σου μετέδιδε, θαρρείς, αυτό που ένιωθε, αυτό που ήταν μαζί σκέψη και συναίσθημα. […] Και ενώ ως εκείνη τη στιγμή ήθελα, όταν μεγαλώσω, να γίνω πυροσβέστης, άλλαξα γνώμη. Εκείνο που ήθελα πια ήταν να σπουδάσω μια επιστήμη για να μάθω πώς λειτουργεί το μυαλό. Το μυαλό ενός ανθρώπου ή ενός ζώου. Ποια είναι αυτή η ικανότητα που το κάνει να αντιλαμβάνεται πράγματα που δεν ακούγονται και που δεν φαίνονται.”
Δημιουργεί τις προϋποθέσεις και το κατάλληλο περιβάλλον ώστε όλα να γίνουν έτσι που να μην ξύνουν μήτε να δημιουργούν άλλες πληγές και να μην προκαλούν περισσότερο πόνο.
Πώς επικοινωνεί με αυτά.
Πώς συμμετέχει…
“Η μαμά χαιρόταν που έκανα αυτές τις σκέψεις […]. Έβλεπε τον Μίλμπο όχι σαν ένα τυχαίο ζωντανό, αλλά σαν ένα αθώο πλάσμα που αποτελούσε μικρό, ελάχιστο τμήμα της μεγάλης δημιουργίας του κόσμου, κι ακόμα, ένα πλάσμα που συμμετείχε στο μυστήριο της δημιουργίας αυτής.”
Με τον τρόπο αυτό, θεωρώντας δηλαδή τα πράγματα και τα γεγονότα στη μεταφυσική τους διάσταση, το έργο της αποκτά τεράστιες, συμπαντικές διαστάσεις. Εκτιμώ πως η ικανότητά της να διαισθάνεται όχι μόνο όσα συμβαίνουν γύρω της, αλλά και όσα πρόκειται να συμβούν, μπορεί να μην την κάνει ευτυχισμένη, αλλά της δημιουργεί τις προϋποθέσεις να είναι πάντα μπροστά από την εποχή της. Όπως ακριβώς συνέβη και με την είσοδό της στον χώρο των Γραμμάτων. Είχε προηγηθεί της εποχής της. Ο κορμός του έργου της, ήτοι το ποιητικό και το πεζογραφικό, παραμένει σταθερά στην πρώτη γραμμή της προτίμησης του κοινού της, που επικοινωνεί με αυτή την ιδιαιτερότητα της μεταφυσικής προσέγγισης και ερμηνείας των γεγονότων που εμπεριέχει το έργο της και την ακολουθεί δεκάδες χρόνια.
Έτσι, τόσο ο Νικόλας, όσο και ο χαρισματικός Μπίλμπο που διαισθάνεται και διαβάζει τα πάντα στα μάτια των ανθρώπων, ακούει όσα δεν ακούνε οι άνθρωποι, μας επιβάλλονται με την αλήθεια τους: Ο Νικόλας είναι σίγουρος ότι ο Μπίλμπο ακούει την καρδιά του πατέρα του και όταν αυτή λειτουργεί στο ξένο σώμα που δωρήθηκε, ξέρει γιατί επιμένει ο Μπίλμπο να είναι στα πόδια του λήπτη. Απλούστατα γιατί το τετράποδο «ακούει τον χτύπο της καρδιάς» του δωρητή πυροσβέστη, που ήταν ο πατέρας του Νικόλα.
Και εδώ η συγγραφέας δεν αφήνει κενά στον αναγνώστη. Με το γράμμα που ο Νικόλας γράφει στον απόντα πατέρα του, κι ας μην πάει ποτέ με κανένα ταχυδρομείο στα χέρια εκείνου, ο Νικόλας είναι σίγουρος πως ο πατέρας του επικοινωνεί μαζί του με την άλλη υπόσταση, την άυλη. Σ’ αυτό το γράμμα εξηγεί στον πατέρα του όσα αφορούν τα πάρε-δώσε με τον λήπτη της καρδιάς του:
“Με απασχολεί ο Μπίλμπο. Με απασχολεί το γεγονός πως ήξερε, εκείνος απ’ όλους ήξερε, πως η καρδιά σου ήταν ζωντανή και χτυπούσε όταν εμείς κλαίγαμε στις πένθιμες τελετές. Εκείνος άκουγε τον χτύπο της καρδιάς σου. […] Είναι στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να τριγυρνά στο πανεπιστήμιο όπου δουλεύει ο Τζέισον (ο λήπτης), την άλλη στιγμή ξανά εκεί βρίσκομαι, στο εργαστήρι του Τζέισον […] να ακούω τον χτύπο της καρδιάς σου, για να σε βρίσκω εκεί που είσαι, στον Αόρατο Κόσμο […]. Μπορεί αυτό να είναι το θαύμα.”
Έτσι, με πολύ απλό τρόπο περνάει το μήνυμα για τη σημασία που έχει η δωρεά οργάνων. Αυτό το θαύμα της ιατρικής επιστήμης που παρέχει τη δυνατότητα, αφενός κάποια όργανα του ανθρώπου ο οποίος έχασε τη ζωή του πρόωρα, να συνεχίσουν να ζουν στο άλλο σώμα που τα φιλοξενεί και σ’ εκείνο που δέχτηκε τα ζωτικά όργανα ως πολύτιμο δώρο ζωής, να συνεχίσει τη ζωή του με αυτά. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου παραδέχεται και πιστεύει στο θαύμα. «Γιατί», λέει αλλού, «τα θαύματα θυμώνουν αν δεν τα πιστεύεις».
Διαβάστε αυτό το υπέροχο βιβλίο!
Αναρτήθηκε στο περιοδικό Διαστιχο, 31 Μαρτίου 2020
Η Ελένη Χωρεάνθη είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας