Ένα κείμενο για την παγκοσμιοποίηση
Όταν θα δημοσιευθεί αυτό το κείμενο, η νέα χιλιετία θα έχει ανατείλει και ο καινούριος κόσμος θα είναι μια πραγματικότητα, με τις εξαγγελίες των προφητών μετέωρες ακόμα, αυτές που προοιωνίζουν μια ζοφερή επαύριο για τη μοίρα του πλανήτη, με αλλαγές κοσμογονικές στα ενδότερα της ζωής και της φύσης.
Και σίγουρα ο συγγραφέας επωμίζεται μια νέα ευθύνη μπρος σ’ αυτές τις κοσμογονικές εξαγγελίες, που εδώ και καιρό έχουν καταχωρηθεί ως πραγματικότητα στη ζωή μας, με την αμφίσημη μορφή μιας σαρωτικής παγκοσμιοποίησης.
Η λογοτεχνία από την ίδια τη φύση της είναι αυτογνωσιακή και αντιστασιακή. Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης και όταν ακόμα είναι ποίηση υπαρξιακή ή μεταφυσική. Και είναι αυτονόητο πως η λογοτεχνία είναι οικουμενική.
Όμως στους καιρούς που ξημερώνουν, αυτό δεν φτάνει.
Όλοι συμμετέχουμε, καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, στο δρώμενο της Ιστορίας, δρώμενο ή δράμα, αυτό που παίζεται ερήμην μας στην παγκόσμια σκηνή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, το βιώνουμε το δράμα αυτό, είμαστε οι μάρτυρες των δρωμένων, με τη δική του ξεχωριστή αντίληψη και ευαισθησία ο καθένας.
Και από το στιγμή που το παγκόσμιο αυτό δράμα γίνεται προσωπικό μας, συγκινησιακά και υπαρξιακά, συμμετέχουμε στο παιχνίδι μιας ανώτερης εξουσίας, τεχνολογικής, πολιτικής των μεγάλων χωρών, οικονομικής, βιολογικής, μιας εξουσίας που τείνει να εξοντώσει την προσωπική ζωή του ατόμου, αλλά και την προσωπική μνήμη του μικρού τόπου, την φυσιογνωμία του.
Η παγκοσμιοποίηση είναι μια έννοια με πολλά και αόρατα πλοκάμια. Και σίγουρα εξουσιάζει κιόλας τη ζωή μας από ορατούς και αόρατους δρόμους. Είναι δελεαστικό να αφεθεί κανείς σ’ αυτή τη νέα ροή της ιστορίας, ροή των καθημερινών γεγονότων, να ενδώσει σ’ αυτή την εκπληκτική μεταποίηση του τρόπου ζωής, στην τρομακτική μεγαλοπρέπεια της νέας τεχνολογίας που σαρώνει αιώνων αντιλήψεις. Όμως εδώ ίσως υπάρχει μια βαθύτερη διαλεκτική της αλήθειας.
Είμαστε πολίτες του κόσμου, όμως πρωτίστως είμαστε πολίτες του τόπου μας, της γης μας, της μικρής γεωγραφικά χώρας μας . Τον “φέρουμε” στο κύτταρό μας – κατά την ρήση του Ηράκλειτου – τον τόπο μας, μαζί με τον πολιτισμό και τους αιώνες που κουβαλάει, αιώνες που άφησαν το χάραγμά τους στο αρχέγονο πεδίο της ψυχής.
Αυτά δεν μεταποιούνται ούτε με παγκόσμιες εξαγγελίες, ούτε με τεχνολογικές εξουσίες. Και αν μέσα στο κερδοφόρο πνεύμα των καιρών είναι να θυσιάζονται οι μικρές χώρες, παρασυρμένες από τη δίνη της νέας αλλοτριωτικής αντίληψης, χρέος των συγγραφέων να αντισταθούν. Γιατί πιστεύω πως, ακόμα και αν αφανίσουν έναν μικρό τόπο, στο όνομα μιας ασύδοτης αλαζονικής προόδου, οι μνήμες οι αρχέγονες θα πλανιούνται εκεί, στοιχειώνοντας τον χρόνο.
Μόνο η λήθη θα μπορούσε να συμβάλει στο έργο μιας παγκοσμιοποίησης ισοπεδωτικής.
Πιστεύω πως όσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες που έχει κανείς στον τόπο του, στη γη του, τόσο πιο παγκόσμιο είναι το έργο του. Και αυτό θα πρέπει να είναι το όπλο του συγγραφέα στους νέους καιρούς που ξημερώνουν. Η αντίστασή του. Να διασώσει με το έργο του, να καταγράψει, να ισχυροποιήσει αυτές τις ρίζες του, τους δεσμούς με την παράδοση, με τις μνήμες τις ιστορικές, με τους θρύλους και τους μύθους του τόπου του. Με άλλα λόγια, να στραφεί προς ένα είδος “εθνικής” λογοτεχνίας – με την έννοια του “εθνικού”, όπως το ερμήνευσε ο Διονύσιος Σολωμός “εθνικό είναι το αληθινό”. Και πιστεύω ακόμα πως πρέπει να υποστηριχθεί από την Πολιτεία αυτό το είδος της λογοτεχνίας, εάν θέλουμε να υπάρχουμε ζωντανά και ενεργά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, με όλη την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας.
Έτσι, και αν ακόμα αφανίσουν τους μικρούς τόπους, αν καταστρέψουν το γεωφυσικό τους ύφος και ήθος, αν επικαλύψουν χιονοστιβάδες νέων μορφών ζωής τη ζωή μας, ένα μέρος από τη μνήμη να μπορέσει να διασωθεί μέσα από το έργο των συγγραφέων, λαϊκές παραδόσεις, έθιμα, θεοί και μάρμαρα, ο πολιτισμός του τόπου και ο πολιτισμός του προσώπου.
Η νέα χιλιετία που ξημερώνει στον κόσμο, είναι βέβαιο πως θα επιβάλει νέους θεούς, νέα είδωλα. Δεν τον χρειάζεται τον Ποιητή, τον Μυστικό, τον Φιλόσοφο, δεν τον χρειάζεται τον προφήτη Οραματιστή. Άλλα είδωλα ανατέλλουν. Άλλοι προφήτες. Η παγκόσμια ειδησεογραφία του αίματος, η καλπάζουσα τεχνολογία, το χρηματηστήριο.
Όμως επειδή πιστεύω πως βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει ριζωμένη μια αρχετυπική νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, των χαμένων θεών, υπάρχει μια ανάγκη επιστροφής σ’ αυτούς τους μυθικούς θεούς που γέννησε ο τόπος, γι’ αυτό και μιλώ για αντίσταση του συγγραφέα. Αντίσταση στη δελεαστική λήθη των καιρών. Υπαρξιακή, υποστασιακή αντίσταση. Οντολογική ακόμα. Γιατί πρέπει να βγει από τα βαθιά στρώματα του συγγραφέα ο λόγος του για τον τόπο – η ευθύνη του πως είναι συγγραφέας μιας μικρής χώρας, εκτεθειμένης στην απειλή μιας σαρωτικής, ισοπεδωτικής λαίλαπας. Η ειρωνία και ο σαρκασμός δεν βοηθούν. Και ούτε η έπαρση.
Και ίσως τότε αναδειχθούν κάποιες θετικές πλευρές αυτής της υπερπρόσωπης δύναμης που την είπαν παγκοσμιοποίηση. Έτσι που να μην αφανιστούν οι πολιτισμοί των μικρών λαών και να μην αφομοιωθούν από τις χώρες της εξουσιαστικής τεχνολογίας.
Γιατί ένας πολιτισμός δεν μετριέται επίπεδα στο γεωγραφικό μήκος της χώρας, αλλά κάθετα, στο βάθος των χιλιετιών του. Και εννοώ τον δικό μας μεγάλο πολιτισμό. Και σίγουρα, ο σύγχρονος συγγραφέας, ανάλογα με την ευαισθησία που διαθέτει, μοιραία θα βρεθεί στην πιο ακραία αγωνία του: Να κρατήσει αναλλοίωτη την πολιτισμική του ταυτότητα. Η οικουμενικότητα να ξεκινάει από τον μέσα κόσμο της ψυχής, εκεί που στην ουσία πραγματοποιείται ο έξω κόσμος. Εκεί όπου οι αναλογίες παίρνουν μιαν άλλη έννοια, για να θυμηθούμε τον στίχο του Ελύτη, “δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι από το βουνό, δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος”.
Το κείμενο μου είχε ζητηθεί από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, άνοιξη του 1999