Σε ένα γραπτό της κείμενο η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου τονίζει ότι ο Άγγελος της Στάχτης είναι η ποίησή της και ότι όλη της η ποιητική και μυθιστορηματική διαδρομή μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δρόμοι βοήθειας για να φτάσει «σε αυτόν τον ασφοδελό λειμώνα της ομίχλης, σε αυτό το ορφικό τραγούδι».1 Πράγματι αν μελετήσει κανείς το έργο της ενδελεχώς θα παρατηρήσει ότι η ποικίλη πνευματική της δημιουργία εκεί ακριβώς κατατείνει· στον Άγγελο της Στάχτης, στην κορυφαία στιγμή της μύησής της. Ποίηση και ποιητική πεζογραφία λειτουργούν ως αναβαθμοί μύησης, ως επάλληλοι κύκλοι της μυητικής διαδικασίας που την οδηγούν στην αφύπνιση της αρχέγονης Μνήμης, στο φωτισμό της ψυχής, στον πόνο και στη θύμηση της μεγάλης περιπλάνησης και εντέλει στην άρρητη γνώση του Μυστηρίου. Στον Άγγελο της Στάχτης, σ’ αυτό το κορυφαίο πνευματικό δημιούργημα, σ’ αυτήν τη μαρτυρία ψυχής, η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου περπάτησε γυμνόπους πάνω στην Άβυσσο, στα ορφικά μονοπάτια του Άδη με λέξεις αιμάσσουσες, με μνήμες αναδυόμενες, με τη γεύση της απόλυτης συντριβής και με τον τρόμο στα μάτια, για νά ’βρει την απαγορευμένη γνώση. Γιατί προϋπόθεση της υπέρβασης, της απαγορευμένης γνώσης είναι η απόλυτη συντριβή, ο βαθιά βιωμένος πόνος του ανθρώπου, που αγγίζει το θάνατο ή που είναι ο θάνατος· ένας «αλλιώτικος» θάνατος όμως ο οποίος οδηγεί στην αναγέννηση του προσώπου. Έτσι ο μυημένος-αναγεννημένος άνθρωπος επικοινωνεί πλέον με τον επέκεινα χώρο ελεύθερος πια και «φωτεινός», αφού έχει ξεπεράσει το φόβο του θανάτου με το «θάνατο»,2 και έχει μάθει τα μυστικά των Θεών, καθώς «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».3
Η λογοτεχνική δραστηριότητα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, μεταφυσική στην ολότητά της, βρίσκεται στον αντίποδα του πολιτισμού της κατανάλωσης και της λήθης του θανάτου. Ζωντανεύει και αισθητοποιεί τις αθέατες πλευρές της πραγματικότητας. Ανιχνεύει υποψίες και δοκιμάζει βεβαιότητες στο χώρο του επέκεινα· δηλαδή εκεί κι εδώ, εδώ κι εκεί σ’ αυτήν την απόλυτη συναίρεση του φυσικού και μεταφυσικού κόσμου.
Πρόθεσή μου είναι με τούτη τη μελέτη να ανιχνεύσω μετά φόβου και γνώσεως τα όρια του συγγραφικού-μεταφυσικού σύμπαντός της και να αποτυπώσω ευκρινώς τις συγκλίσεις και αποκλίσεις του προς τον Κοινό- Ξυνό Λόγο της μακρόσυρτης παράδοσής μας. Η πνευματική αυτή αντιπαραβολή θα επικεντρωθεί στον Κύκλο· σε μια από τις θεμελιώδεις έννοιες του μεταφυσικού αρχετύπου.
Ο Κύκλος, το σπουδαιότερο αρχετυπικό σύμβολο στη διαχρονία του ελληνικού πνεύματος, συμπυκνώνει την αντίληψη της καθ’ ημάς Ανατολής περί των ανθρωπίνων πραγμάτων. Πολύ πρώιμα τον εντοπίζουμε στα ορφικά κείμενα, στον Όμηρο ως δομικό στοιχείο του ιλιαδικού έπους,4 στον Ηράκλειτο με «τα πάντα ρει», και στον Ηρόδοτο με το: «κύκλος των ανθρωπηίων εστί πρηγμάτων, περιφερόμενος δε ουκ εά αεί τους αυτούς ευτυχέειν».5 Άριστος γνώμων του κύκλου κι ο Θουκυδίδης «νομοθετεί» περί των πολιτικών σχέσεων και πραγμάτων με μια σαφήνεια ιλαροτραγική, όπως κι ο κύκλος που τον (μας) περιέχει.6 Στην ίδια χορεία κι ευρυχωρία του κύκλου ο Πλάτων, ο Πλούταρχος κι ο Αριστοτέλης που αποφαίνεται πως: «αι αυταί δόξαι ανακυκλούνται εν τοις ανθρώποις»,7 ενώ αντίστοιχα συνυπάρχουν και επιμαρτυρούν τον κύκλιο τρόπο μας: Το δημοτικό τραγούδι, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης8 και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, για να δώσω μερικά μόνο ονόματα που δείχνουν το εύρος της κύκλιας και ιλαροτραγικής ματιάς που συνέχει και συγκροτεί το καθ’ ημάς κοσμοείδωλο ή άλλως το νόημα της ζωής και την πορεία των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Η ηρακλείτεια αντίληψη περί του ενιαίου σύμπαντος κόσμου, που η λειτουργία του στηρίζεται στην αρχή της ενότητας των αντιθέτων και στη διαρκή μεταβολή, υιοθετήθηκε από τον Κοινό Λόγο της πνευματικής μας παράδοσης και αποτέλεσε την επικρατούσα οπτική στα πράγματα του βίου. Συγκεκριμένα η βασική θέση του Ηράκλειτου περί της αέναης πάλης και ταυτόχρονης ενότητας των αντιθέτων, που οδηγούν στην ισορροπία του κόσμου, εφαρμόστηκε χωρίς μεταφυσική, εν είδει «μοντέλου», από το Θουκυδίδη για να ερμηνεύσει την πολιτική συμπεριφορά των πολιτών-οπλιτών του κύκλιου αδιεξόδου. Με άλλα λόγια προσπάθησε ο Θουκυδίδης να εξηγήσει την πολιτική α-πορία, το αδιέξοδο του κύκλου, όπου «η κοινωνική σύγκρουση αποτελεί το δομικό ανυπέρβλητο των ανθρωπίνων κοινωνιών» και όπου «υπάρχει ασταμάτητη κίνηση κι όλο αυτό το αέναον, ξαναφέρνει αμεταβάτως αΐδια και γνώριμα σχήματα: ανακύκληση ταυτοκινητική».9
Κι ενώ οι Έλληνες δέχθηκαν τον κύκλο και την ένωση των αντιθετικών εννοιών, δηλαδή το συναμφότερο, την ανάμειξη του καλού με το κακό που υπάρχουν στο σύμπαν και μέσα στον άνθρωπο, οι «δυτικοί» τα χώρισαν με αποτέλεσμα ο ελληνικός συμπαντικός και κοινωνικο-πολιτικός μονισμός10 να γίνει στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο δυϊσμός και ατέρμονη πάλη για επικράτηση του καλού και αγαθού Αυτή η οπτική σε επίπεδο τουλάχιστον κοινωνικo-πολιτικό παράγει μια μεταφυσική ιδεοκρατία του καλού και του κακού καθώς πιστεύουν ότι με την πάλη και την επικράτηση κατ’ επέκταση του καλού οδηγούνται σε συνθήκες γενικής ισορροπίας ή άλλως Αρμονίας. Με άλλα λόγια έχοντας οι Δυτικοί ως κεντρική αξία την αγαθή Δύναμη ευελπιστούν ότι θα τους οδηγήσει μέσα από την κατάργηση της πάλης και του Κακού σε μια ανώτερη ποιοτικά μορφή κοινωνίας.
Σ’ αυτήν τη «δυτική» αντίληψη των πραγμάτων, το «δυτικό» δυϊστικό «μοντέλο» είναι σαφώς εσχατολογικό, προοδευτικό και δυναμοκεντρικό, αφού στο όνομα της τελικής αλλαγής ευνοεί και παράγει συνεχώς την κίνηση και τη σύγκρουση σε αντίθεση με την ελληνική-κυκλική θεώρηση που αρνείται τη Δύναμη και την Πρόοδο ως αγαθή πορεία προς την Αρμονία και παράγει την «ήρεμη αποδοχή του ιλαρού και τραγικού κύκλου».11 Συνεπώς ο κύκλος της ζωής και των ανθρωπίνων πραγμάτων για τους Έλληνες είναι ά-πορος, αδιέξοδος. Όλοι και όλα γυρίζουν στον ίδιο κύκλο ταυτοκινητικά και ομοιοστατικά τονίζοντας την ιλαροτραγική περιπέτεια του ανθρώπου ή άλλως το ανθρώπινο δράμα. Η έκφραση «δακρυόεν γελάν» συμπυκνώνει το οντολογικό ισοδύναμο της αντιθετικής σύνθεσης στο συναμφότερο του τρόπου μας και χαράσσει εν δυνάμει προοπτικές αποδοχής ή υπέρβασης του πόνου. Κανείς δεν ξεφεύγει από το μεταπτωτικό κύκλο της παράδοσής μας ούτε υπερβαίνει τον πόνο παρά μόνο οι νεκροί: «οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν /και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία».12 Μόνο οι «αναστάσιμοι» νεκροί ξεφεύγουν απ’ τον κύκλο και οι μυημένοι στις ύπατες θρησκευτικές και μεταφυσικές διδασκαλίες.
Ο κύκλος στις αρχαίες ελληνικές εκφάνσεις της μεταφυσικής, (ορφική, ηρακλείτεια, πυθαγόρεια και πλατωνική) σχετίζεται με τις γεννήσεις και δεν είναι αιώνιος, ούτε ά-πορος. Υπάρχει ένα τέρμα και ένας πόρος που σχετίζεται με τους μυημένους. Η απελευθέρωση του μυημένου ανθρώπου από την πτωτική του φύση, ή άλλως την τιτανική του κληρονομιά, έγκειται στο βαθύτερο γεγονός των εξαγνισμών και του ασκητισμού. Στην «ατέλειωτη δοκιμασία του προσώπου» του. Κι ο κύκλος των γεννήσεων διακόπτεται, όταν πια ο μυημένος άνθρωπος μέσα από τους ατέλειωτους κύκλους του βιωμένου του πόνου και της συντριβής φθάσει στην υπέρβαση, στη θεοπτία.
Σ’ αυτούς τους ατέλειωτους κύκλους του πόνου και της συντριβής συναντάμε και τη Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Γεννημένη «κατευθείαν από τα χωρία του Πλάτωνα και του Εμπεδοκλή»13 φέρει μαζί της την ορφική παράδοση, το δόγμα των περιπλανήσεων της ψυχής. Όλο της το έργο, ποιητικό και πεζογραφικό, γέμει από περιφερόμενους κύκλους που περι-φέρουν τη ζωή και το θάνατο, την κραυγή, την οδύνη, τη συντριβή, το ταξίδι, το χρόνο, την ελπίδα και ενίοτε την απελπισία· όλα δηλαδή τα στοιχεία της μεταφυσικής της φιλοσοφίας. Ο ποιητικός της λόγος ιχνευτής των μυστικών του ορατού και του αόρατου κόσμου, εκεί όπου «συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή», στήνει μαγικές ξόβεργες για να πιαστεί η σκιά του Αμίλητου· ο ποιητικός της λόγος φωτεινή αχτίδα που σχίζει τα σκοτάδια της Αβύσσου, άνεμος που μεταφέρει τις σπαραχτικές κραυγές στη χώρα του Αμίλητου: «Η κραυγή βγαίνει από όλο το σώμα του που σφαδάζει. Βγαίνει από τη συντριβή, από τη δίχως έλεος οδύνη. Μια κραυγή, τεράστια, που κάνει κύκλους στο μικρό σκοτεινό δώμα, περνά από τον μισάνοιχτο φεγγίτη, να ταξιδέψει στο χρόνο τον επερχόμενο, αναλλοίωτη. Η κραυγή».14
Σ’ αυτό το απέφθου ευκρινείας παράθεμα διακρίνει κανείς συμπυκνωμένη σχεδόν όλη τη μεταφυσική συμβολική και συμπαντική φιλοσοφία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου· διακρίνει σχεδόν όλα τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το μεταφυσικό της κοσμοείδωλο: Το σώμα, τη συντριβή, την οδύνη, τον κύκλο, το ταξίδι, το χρόνο και την κραυγή. Προπαντός την ΚΡΑΥΓΗ, που είναι η κραυγή του φόβου, της ζωής, του θανάτου, της μεταθανάτιας αγωνίας, της μοναξιάς, του κενού, του πόνου, του ΑΝΘΡΩΠΟΥ· ή, αν θέλετε, που είναι «η κραυγή της Ευρυδίκης. Η κραυγή της ματαίωσης του φωτός».15
Ο κύκλος της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου σε αντίθεση με τον κύκλο της παράδοσής μας δεν είναι ατέρμων και οδηγεί, μέσα από την άσκηση και τη μύηση, το βιωμένο πόνο και την άφατη μοναξιά, στο δρόμο για την Αιωνιότητα· οδηγεί σε μια πραγματική ελευθερία του προσώπου που φαντάζει ως νίκη του ανθρώπου και ελπίδα ζωής. Και όλος αυτός ο αγώνας για το σπάσιμο του κύκλου των γεννήσεων και την κατάκτηση του υπερβατικού κόσμου, της «ουσίας επέκεινα» βιώνεται με πολύ μοναξιά, έξω από τον ιλαροτραγικό κύκλο του τρόπου μας, όπου οι συμπαίκτες κοινωνοί, φίλοι κι εχθροί, σύντροφοι και αντίπαλοι μοιράζονται την απόγνωση και κοινωνούν την ελπίδα της ματαιότητας· έτσι συντροφικά ο ένας για τον άλλο και όλοι για τον καθένα, χωρίς μεταφυσική, χωρίς πρόοδο. Στο σύνολο έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου ο μυημένος όμως βγαίνει απ’ τον ιλαροτραγικό κύκλο και μόνος του αναζητά τον επέκεινα χώρο, ψάχνει τη θεοπτία, το τέλος του ορφικού κύκλου μέσα από την υπέρβαση του πόνου, της συντριβής, της συγκλονιστικής μοναξιάς και της σπαραχτικής κραυγής· ψάχνει το τέλος του ορφικού κύκλου και τη θεοπτία της υπέρβασης μέσα από τις μνήμες, μέσα από το σκοτάδι, μέσα από την άβυσσο της απελπισίας. Μόνος, χωρίς βοήθεια ανθρώπου, εντελώς «Μόνος θα βαδίσει τον δικό του θάνατο. Τη δίχως έλεος μοναξιά του. Μόνος και δυνατός σαν θεός. Με τη συντριβή να τον ανυψώνει».16
Υπάρχουν δυο εκδοχές της μεταφυσικής βεβαιότητας: Η μία αφορά στην περίπτωση που ο μυημένος πιστεύει ακράδαντα στην μεταφυσική βεβαιότητα ως οπαδός της υπερβατικής αλήθειας και η δεύτερη αφορά στην περίπτωση που, ενώ ο μυημένος πιστεύει φανατικά και τελετουργικά στη μεταφυσική βεβαιότητα, κάποιες φορές όμως αμφιβάλλει και δυσπιστεί· βλέπει την Άβυσσο στα πόδια του και ιλιγγιά· νιώθει τη φρίκη του κενού στην ψυχή του και πισωπατεί· αφουγκράζεται τον αντίλαλο της σιωπής της «Μεγάλης Νύχτας» και αναρριγεί. Σ’ αυτήν τη δεύτερη εκδοχή μπορεί να προσμετρηθεί η περίπτωση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, διότι «αν και πατάει γερά στο υπερβατικό της όνειρο, αν και χωράει ολόκληρη στα φωτισμένα μονοπάτια της ύπαρξής της, εντούτοις η ματιά της κρατάει ακόμα την εικόνα της Αβύσσου, κρατάει ακόμα την παγωμένη αίσθηση του αδύνατου».17 Γι’ αυτό είναι τραγική Ελληνίδα. Γιατί το τραγικό υπάρχει στο έργο της, στη ματιά της, στη φωνή της. Αόρατα νήματα τη δένουν με την τραγική μας παράδοση, με το συναμφότερο18 του ιλαροτραγικού μας κύκλου, αυτό που συναιρεί το φυσικό με το μεταφυσικό στοιχείο, τη ζωή με το θάνατο, το ον με το μη ον. Με άλλα λόγια, όπως γίνεται πάντα με τις αληθινές καταστάσεις, πίσω από τη μεταφυσική βεβαιότητα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου ακολουθεί ο ίσκιος της τραγικής αμφιβολίας του επέκεινα κόσμου, ο ίσκιος του μεταφυσικού κενού, της ανυπαρξίας και της βεβαιότητας του τίποτα. Ο νόμος των αντιθέτων και η πικρή-ανείπωτη γεύση του τραγικού.19
Ένα επίσης στοιχείο που μαρτυρεί την επιμέρους σύγκλιση του μεταφυσικού κύκλου της Λαμπαδαρίδου-Πόθου με αυτόν της μακράς και αδιάλειπτης παράδοσής μας είναι η πίστη της στη συνύπαρξη πεθαμένων και ζωντανών, που οδηγεί στην όντως Κοινωνία του τρόπου μας. Έρχεται με το λόγο της,20 η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, και αναβαπτίζει τη ρήση του σκοτεινού Εφέσιου φιλοσόφου: «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες»21 και συναντά τη μαρτυρία του Σεφέρη «όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι».22
Κι αυτή η παράλογη και εν πολλοίς ακατανόητη για τους Δυτικούς σχέση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της ελληνικής κοσμολογίας που διαμορφώνει και χαρακτηρίζει ανυπερθέτως την ελληνική ταυτότητα. Στην ελληνική παράδοση την όντως Κοινωνία συναποτελούν πεθαμένοι και ζωντανοί, όλοι μαζί σε μια κοινή και αδιαίρετη Πολιτεία, στην «άνω και κάτω Εκκλησία του Δήμου», καθώς στον ένα και πάγκοινο κύκλο μας οι νεκροί απλώς αλλάζουν θέση. Έτσι υπάρχει μια «ζώσα» και συνεχής λογοδοσία προς τους νεκρούς μας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Οι νεκροί βοηθούν τους ζωντανούς αλλά και ενίοτε τους τιμωρούν. Διαχρονικά η θρησκευτική μας παράδοση επιτάσσει οι νεκροί να τιμώνται από τους ζωντανούς στη βάση ενός πνεύματος συναλληλίας και αρμονικής συνύπαρξης.23 Ανάλογης βαρύτητας και αποδεικτικής αξίας για την «Κοινοπολιτεία» ζωντανών και πεθαμένων της ελληνικής παράδοσης είναι και ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη: «Δεν είσαι ένας, είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπά σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερό σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό, το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας []. Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.
«Μην πεθάνης, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί».24
Αν και πεθαμένοι οι παλιοί παίκτες-συμπαίκτες του κύκλιου βίου μας εξακολουθούν να είναι «υποστασιακά» παρόντες στις καλές και στις δύσκολες στιγμές των ζωντανών, καθώς η «υποστασιακή» επικοινωνία δεν αίρεται. Και δεν αίρεται γιατί η αγάπη ακυρώνει το θάνατο, όπως προσεπιμαρτυρεί και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου.25 Ένα δε πλήθος ηθών και εθίμων της ελληνικής μακρόσυρτης κυκλικής παράδοσης κατατάσσει την αλήθεια αυτή στα εκ των ων ουκ άνευ της πνευματικής μας περιπέτειας.
Κύκλος είναι και η ειμαρμένη, κατά τον Πλούταρχο και «όπως ακριβώς η κυκλική κίνηση αλλά και ο χρόνος που τη μετρά είναι είδος κύκλου, έτσι και η λογική των όσων επισυμβαίνουν κυκλικά θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί κύκλος».26 Και οι Στωικοί πιστεύουν ότι στον κόσμο όλα τα πράγματα γίνονται σύμφωνα με την ειμαρμένη. Ανάλογη είναι και η άποψη της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Στον κύκλο του χρόνου οι Μοίρες έχουν προαποφασίσει το πεπρωμένο εκάστου ανθρώπου. Έτσι «ποτέ ο άνθρωπος δεν πάει πέρα από το σημάδι, από τη μοίρα» και πάντα είναι παιχνίδι στα χέρια των θεών, καθώς «μια σκοτεινή μοίρα ορίζει τη ζωή μας».27
Πουθενά δε φαίνεται στο συγγραφικό-μεταφυσικό σύμπαν της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου ο άνθρωπος να ορίζει έστω και στο ελάχιστο τη μοίρα του· να μπορεί να την αλλάξει με τις αποφάσεις του ή τις ενέργειές του. Τα πάντα λειτουργούν κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της Ανάγκης. Έτσι ο λόγος της Λαμπαδαρίδου-Πόθου νοηματοδοτεί την ανθρώπινη περιπέτεια· ορίζει την ουσία του τραγικού βιώματος· την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «Και εγώ αισθάνομαι ως μέσα στα οστά μου την εξουσία της μοίρας επάνω στις ανθρώπινες ζωές. Το κρυφό παιχνίδι της με τους ανίδεους βροτούς, που το σχεδιάζει χρόνια πριν, με όλες τις ασήμαντες λεπτομέρειες. Οι μοίρες. Αυτές που, αθέατες, κινούν όλα τα νήματα των γεγονότων».28
Το τραγικό γεννιέται ακριβώς τη στιγμή που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του, να αλλάξει το ριζικό του. Κι αν είναι αλήθεια ότι η παρουσία μιας υπέρβασης, όποια κι αν είναι αυτή η υπέρβαση, προσδιορίζει το τραγικό, τότε το σύνολο έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου γέμει από το τραγικό στοιχείο· γέμει από κραυγές συντετριμμένων ανθρώπων, που αδυνατούν να ορίσουν το πεπρωμένο τους. Επομένως θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ποιητική της πεζογραφία είναι κατά κάποιο τρόπο τραγωδία υπαρξιακή, που ακολουθεί την ελληνική παράδοση με τη διαφορά όμως ότι η σύγκρουση δε γίνεται ανάμεσα σε πρόσωπα με τη μεσολάβηση και την παρουσία των θεών ή σε πρόσωπα και Θεούς, αλλά η σύγκρουση είναι εσωτερική μεταξύ όντος και μη όντος, παρουσίας και απουσίας του επέκεινα χώρου. Γι’ αυτό η Λαμπαδαρίδου-Πόθου είναι τραγικό πρόσωπο του κύκλιου τρόπου μας.
Από την άλλη μεριά ο ορφικός κύκλος είναι ταυτόσημος με το χρόνο και κατ’ επέκταση με την αιωνιότητα. Σχετίζεται, όπως προείπαμε, με τη γέννηση ή τις γεννήσεις και μπορεί δυνητικά μέσα από μια επίπονη διαδικασία ο μυημένος άνθρωπος να ξεφύγει από τη μετενσάρκωση και να φτάσει σε μια κατάσταση πλήρους θεώσεως. Η ψυχή που έχει πέσει από τα υψηλότερα μέρη του ουρανού περιπλανιέται ανάμεσα στους άσωτους χρόνους και στην αιωνιότητα. Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου μέσα από τον κύκλο χαράσσει με τον ποιητικό-προφητικό της λόγο τη μεταφυσική της βεβαιότητα: «Αιώνες μετά, χρόνια άσωτα, θα τη βρω ξανά τη μνήμη, λέω, και θα είναι αυτή που εγώ χάραξα πάνω στην πέτρα και πάνω στην άνοιξη που θα ανθίσει χωρίς εμένα». Γιατί για τη Λαμπαδαρίδου-Πόθου ο χρόνος σχετίζεται με τη μνήμη· είναι «μια διάσταση της μνήμης», ή άλλως χρόνος και μνήμη ταυτίζονται. Ο χρόνος ο ανθρώπινος, η ζωή η ανθρώπινη, όπως και οι στιγμές, αποτελούν μέρος της αιωνιότητας. Η ίδια θα πει: «Είμαι εγώ το θραύσμα της αιωνιότητας και περιέχω ολόκληρο το χρόνο». Άρα η αιωνιότητα εμπεριέχει το χρόνο, είναι το πρότυπο του χρόνου και ο χρόνος είναι οι λιγόστιγμες αποτυπώσεις της θνητής μας φύσης. Συνεπώς με όχημα τη μνήμη-ανάμνηση ο μυημένος άνθρωπος αναζητά την αιώνια αλήθεια που έχασε και κάποτε του είχε δοθεί. Κι αυτή η αλήθεια κατοικεί στη μνήμη, στις αστραπές και στις εκλάμψεις του επέκεινα χώρου, στην αιωνιότητα. Εκεί που η ψυχή πριν τους αιώνες της περιπλάνησής της κατοικούσε.
Αλλά πού βρίσκεται όμως αυτός ο χώρος, πού βρίσκονται τα σύνορά του, η αρχή και το τέλος του; Ο μεταφυσικός χώρος δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος· συνυπάρχει ενωτικά και αξεδιάλυτα με το φυσικό χώρο. Μόνο που δεν αποκαλύπτεται εύκολα καθώς δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους και γι’ αυτό δε συλλαμβάνεται από την επιστημονική λογική του ανθρώπου. Είναι το θαύμα που «βλέπουν» οι μυημένες ψυχές, όταν το αδύνατο εισβάλλει στο φυσικό κόσμο. Όταν ο μεταφυσικός κόσμος γίνεται ένα με το φυσικό. Τότε το αδύνατο είναι το θαύμα και το θαύμα είναι δυνατό. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια του μυημένου ανθρώπου· μπροστά στα «μάτια» της ψυχής του. Μήπως τελικά τα όρια του φυσικού και μεταφυσικού κόσμου βρίσκονται μέσα μας στο χώρο της ψυχής ή καλύτερα της σωματοψυχής, καθώς αποτελούμε μέρος του «απόλυτου σύμπαντος»; Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου δεν αμφιβάλλει· ως θεοπρόπος του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος χρόνου αποφαίνεται: «Εγώ που έζησα αιώνων αδυσώπητη ερημιά εγώ, ο σημαδεμένος από τους σκοτεινούς θεούς, που με εξόρισαν στη δοκιμασία της ύλης – να χαθώ ή να βρω ίσως τους δρόμους μιας θεϊκής ανάβασης»29
Πάντως τη μεταφυσική πραγματικότητα δεν μπορούμε συχνά να τη βιώσουμε παρά μονάχα σε στιγμές που οι ρωγμές του χρόνου αναδίδουν πνοές του Αμίλητου. Τη στιγμή που ο κύκλος του άπειρου χρόνου εναλλάσσει την αρχή με το τέλος και το τέλος με την αρχή και λειτουργεί το φαινόμενο του θανάτου και της ζωής. Τότε που η στιγμή χωράει στο άπειρο, αλλά και το άπειρο στη στιγμή. Τότε που καθετί στο φυσικό κόσμο βρίσκεται αδιάκοπα εκεί, στην αέναη εναλλαγή της αρχής και του τέλους· εκεί στο πιο αδιάκοπα ακραίο όριο του σύμπαντος, που μοιάζει κάτι σαν το αιώνιο χείλος της αβύσσου30 ή στην ίδια την άβυσσο. Εκεί στο σημείο μηδέν και ένα, όπου συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν από τους βαθύτερους νόμους του σύμπαντος: το ενικό πρόσωπο του έρωτα και του θανάτου. Δυο κορυφαίες στιγμές στον ίδιο χρόνο· ο απόλυτος έρωτας και ο απόλυτος θάνατος.
Αυτό ακριβώς προσπαθεί με το έργο της να πετύχει η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου· να αγγίξει τον επέκεινα χώρο στις στιγμές της αέναης αλλαγής του τέλους και της αρχής του αιώνιου κύκλου· τότε που η μνήμη βάζει ένα τέλος στο χρόνο της ατέρμονης υπαρξιακής ανακύκλησης και η μύηση εξακοντίζει την ψυχή στον άναρχο χρόνο σφραγίζοντας τελεσίδικα τη νέα κατάσταση και τη μεταβολή της χρονικής εμπειρίας. Κι όλο τούτο μέσα σε μικρές αστραπές αμφιβολίας του επέκεινα κόσμου· μέσα σε κύματα πικρής-ανείπωτης γεύσης του τραγικού, που ορίζει την μακρά και αδιάλειπτη παράδοσή μας. Έτσι σχεδόν στο σύνολο έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου η μνήμη και η νοσταλγία του επέκεινα κόσμου από τη μια και ο φόβος του θανάτου από την άλλη αποτελούν τους δυο αντίθετους πόλους της συναισθηματικής, νοητικής και ψυχικής της περιπέτειας, όπου συμφύρονται, συναιρούνται σε μια αντιθετική σύνθεση, που προσιδιάζει στο συναμφότερο του τρόπου μας. Φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος, ον και μη ον σε μια ατέρμονη ανακύκληση της αβέβαιης βεβαιότητας. Ο συγκλονιστικός της λόγος το επιμαρτυρεί: «Όμως το ότι υπήρξα, το ότι έχω υπάρξει, είναι τόσο αδιαφιλονίκητο, που θέλω ν’ αφήσω το δαχτυλικό μου αποτύπωμα πάνω στη σκοτεινή ύλη του κόσμου. Ένα δαχτυλικό αποτύπωμα, που θα μοιάζει με κραυγή μέσα στην έρημο»,31 ο δε ποιητικός της λόγος το καθαγιάζει:
Είμαι ένα άστρο που κλαίει τις νύχτες μονάχο
Στ’ ασημένια περάσματα
Κλαίει στην άκρη άκρη του πλανήτη
Μισό στη νύχτα βυθισμένο και μισό στο φως.32
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Ο Δημήτρης Τσιάμαλος είναι πανεπιστημιακός διδάκτωρ και δοκιμιακός μελετητής
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Αθήνα 2007, Κέδρος, σ. 376.
2. Γι’ αυτό οι ήρωες της Λαμπαδαρίδου δε φοβούνται το θάνατο, αλλά κοιμούνται με το θάνατο. Βλ. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, Αθήνα 2006, Κέδρος,
σ. 495.
3. Οδυσσέας Ελύτης, «Ρήμα το Σκοτεινόν», Τα ελεγεία της Οξώπετρας, Αθήνα 1991, Ίκαρος.
4. Στη Ραψωδία Ω της Ιλιάδας ο Όμηρος σκηνοθετεί τη συνάντηση Αχιλλέα-Πριάμου κυκλικά.
5. Ηροδότου Ιστορίαι, Ι 207, μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη, Αθήνα 1964, Γκοβόστη.
6. Πρβλ: «διότι, όπως μας διδάσκει ο τρόπος μας, ο κύκλος είναι πάντα ιλαροτραγικός και εκτός κύκλου δεν υπάρχει τίποτε, κανένα άλλο σχήμα, καμιά άλλη οδός πρωτοπορίας: κι αυτό επίσης είναι ιλαροτραγωδία Άρα φαύλος κύκλος: στην πολιτική, οι μόνοι έγκυροι κύκλοι είναι οι ιλαροτραγικοί». Κώστας Ζουράρις, Θεοείδεια παρακατιανή, Αθήνα 1989, Εξάντας, σ. 39.
7. Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά 339β, 29, Κάκτος.
8. Πρβλ: «Κόσμος αιώνιος αλλ’ αδιάπτωτα σε κατάσταση νεογέννητου. Σκηνές που, για να έχουν επαναληφθεί ταυτόσημες τόσο πολλές φορές, έφτασαν να γίνουν συντεταγμένες του ελληνισμού». Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, Αθήνα 1995, Ίκαρος, σσ. 426-427.
9. Κώστας Ζουράρις, Άθλια Άθλα Θέμεθλα, Αθήνα 1997, Αρμός, σσ. 78-79.
10. Ανάλογη αντίληψη συναντάμε και στη νεότερη πνευματική μας παράδοση. Κι εδώ το ενιαίο του Σύμπαντος και η ενότητα του υλικού και πνευματικού κόσμου μαρτυρούν αβίαστα αφενός τη σχέση του Νέου Ελληνισμού με την Αρχαιότητα και την αδιάλειπτη πνευματική μας κληρονομιά και αφετέρου τη διατήρηση πάγιων, ελληνικών γνωρισμάτων στο σώμα της νεοελληνικής κουλτούρας, όπως μεταξύ άλλων: τη σύνθεση ορθολογισμού και μυστικισμού, την εγκοσμίωση των μεταφυσικών αξιών, τη διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και στο νόμιμο, την αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων και της αντίληψης του τραγικού κλ.π. Περισσότερα για το θέμα βλ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Διαχρονικοί Πολιτισμικοί Κώδικες στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Παπαδιαμάντης, Ξενόπουλος, Σικελιανός, Εμπειρίκος, Universidad de la Laguna, 2002, σ. 17.
11. Κώστας Ζουράρις, Άθλια Άθλα Θέμεθλα, ό.π., σ. 65.
12. Γιώργος Σεφέρης, «Εμείς που ξεκινήσαμε», Ποιήματα.
13. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Απάντηση σ’ ένα γράμμα και μία τύψη, Αθήνα 1991, Ελληνική Λέσχη Βιβλίου, σ. 32.
14. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σ. 164. Πρβλ: «Χίλια χρόνια μετά, έλεγα, δυο ή δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, θα τη βρω την κραυγή αυτή να ταξιδεύει στην ατέλειωτη νύχτα και θα είναι δική μου». Αυτόθι, ό.π., σ. 71. Επίσης πρβλ. «Μα αισθάνομαι πως σου μιλώ μέσα από ένα κύκλο. Και ένας κύκλος δεν έχει ποτέ αρχή και τέλος, μέση. Είναι σαν τη ζωή μας. Και η ζωή μας είναι κύκλος. Κι ας μοιάζει να έχει αρχή και τέλος και μέση. Στην ουσία, είναι ένας κύκλος, που η αρχή ταυτίζεται με το τέλος». Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Απάντηση σ’ ένα γράμμα και μία τύψη, ό.π., σ. 46.
15. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Έκτη Σφραγίδα, Αθήνα 1999, Κέδρος, σ. 44.
16. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σ. 175.
17. Δημήτρης Τσιάμαλος, Η υπαρξιακή οδύνη ως βασικό στοιχείο του μεταφυσικού ρεαλισμού στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η περίπτωση της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχ. 25, Αθήνα 2004, Γκοβόστη, σ. 135.
18. Πρβλ: «Η ζωή μου κυλά αμφίδρομη. Λες και οι πηγές της συναντιούνται κάπου με τις πηγές του Αχέροντα. Ο μισός μου εαυτός είναι εκεί, στον Άδη. Σε εκείνα τα μουχλιασμένα μονοπάτια περιπλανιέται η ψυχή μου». Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σ. 601.
19. Πρβλ: «Μέχρι σήμερα πίστευα πως ο λειμώνας των νεκρών ήταν δίπλα μου, μέσα στη ζωή μου, στην πεδιάδα του ύπνου μου. Δεν ξέρω πια τι με περιμένει». Αυτόθι, ό.π, σ. 603.
20. Πρβλ: «εμάς θα μας βοηθήσουν οι νεκροί μας, είπε, και γέλασε σαρκαστικά. Θα φέρουμε όλον τον Άδη στο πεδίο της μάχης, και τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα, να δούμε ποιος έχει πιο πολλούς» Αυτόθι, ό.π., σ. 132.
21. Ηρακλείτου, απόσπασμα Β 62 [Ιππόλυτος, Έλεγχος, ΙΧ 10 ], Κάκτος, σ. 78.
22. Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές, τόμ. Α, Αθήνα 1981, Ίκαρος, σσ. 261-262.
23. M. P. Nilsson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήνα 1987, Παπαδήμα, σσ. 110-111, 115. Επίσης βλ. Margaret Alexiou, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Αθήνα 2002, Μ. Ι. Εθνικής Τραπέζης, σσ. 38-39.
24. Ν. Καζαντζάκη, Ασκητική (Salvatores Dei), Αθήνα 1971, Ε. Καζαντζάκη, σ. 34.
25. Πρβλ: «Η άλλη όψη του θανάτου είναι η αγάπη, λέω. Η αγάπη μόνο ακυρώνει το θάνατο. Ο Θόας θα είναι πάντα ζωντανός όσο εγώ θα τον αγαπώ». Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σ. 459.
26. Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί ειμαρμένης», τόμ. 15, Αθήνα 1995, Κάκτος, σ. 44.
27. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο Άγγελος της Στάχτης, Αθήνα 2001, Κέδρος, σ. 327.
28. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σ. 575.
29. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο Άγγελος της Στάχτης, ό.π., σ. 327. Στον κύκλο του άπειρου χρόνου καθώς η αρχή συμπίπτει με το τέλος και το τέλος με την αρχή «ο χρόνος υπάρχει αυτούσιος σε παρελθόν και μέλλον, ένα υλικό ακατέργαστο, εκδικητικό, που αιχμαλωτίζει την ψυχή μας». Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Το Ξύλινο Τείχος, ό.π,
σ. 91. Επίσης πρβλ: «Ο χρόνος μας περιέχει, με όλες τις λεπτομέρειες των στιγμών που μας επιφυλάσσει το άγνωστο μέλλον». Αυτόθι, ό.π., σ. 575.
30. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Μεταφυσικής Προλεγόμενα, Αθήνα 2003, Βιβλ. της «Εστίας», σ. 236.
31. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Απάντηση σ’ ένα γράμμα και μια τύψη, ό.π., σ. 31.
32. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, «Ωδή Όγδοη-Περιμένοντας τον κλειδούχο», ό.π., σ. 349.