Μικρά αποσπάσματα
Για την ποίηση “Μικροί Κόσμοι”
“(…)Κι έρχεται μια στιγμή, στιγμή Πυθίας αθέλητης, απρογραμμάτιστης, που η Λαμπαδαρίδου αρπάζει όλες αυτές τις επιρροές, τις κομματιάζει με μανία κι υπερηφάνεια, κι από τα κομμάτια τους γράφει το ποίημα ( Μικροί Κόσμοι) “Κάποτε με λέγαν Σήφη”:
Δεν προσποιείται πια
Η γύμνια σκέπασε τις πληγές
Κάποτε με λέγαν Σήφη
» Τώρα δεν είμαι παρά μια φούχτα άναρθρο χώμα
Εγώ όπως κι Εσύ
» Τώρα δεν είμαι παρά το τελευταίο μου πορτρέτο
ανάμεσα στις παπαρούνες
εικόνα και ομοίωση του προσώπου που κάποτε υπήρξα
Εγώ όπως κι Εσύ
» Οι νεκροί δεν έχουν ηλικία (κι ήμουν μονάχα είκοσι δυο)
» Όπως η μνήμη της πέτρας γυμνοί
» Όπως τα μάτια σου εκείνο το βράδυ που τα πήρε ο άνεμος
» Τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο νεκροταφείο
θα μπορέσουμε ήσυχα να θυμηθούμε τα παλιά:
» Κείνο το καλοκαίρι που σε γνώρισα στην αμμουδιά
τι να ’γινε;
» … και κείνη η στάχτη απ’ τα καμένα χειρόγραφα
» … και κείνα τα κόκαλα που κροταλούσαν τις νύχτες
πίσω απ’ τα εικονίσματα
» … Δεν είναι πια καιρός για θύμησες
» Τα δάκρυα φύτεψαν το λείψανο στην καρδιά μου
» … κείνο το λείψανο που φύτρωσε τ’ άλλο καλοκαίρι
(…)
” Τώρα που ο κόσμος δεν είναι πια ένα “απέραντο ξενοδοχείο”
με τις πόρτες κλειστές και τα παράθυρα σφραγισμένα
» Οι ποιητές δεν ξέρουν τι λένε
» Προτιμώ την αλήθεια μέσα σε μια φούχτα χώμα
» Δεν υπάρχει σωτηρία. Μας μένει η θύμηση.
» … ο κόσμος είναι από φωτιά και χώμα και νερό Και
μέσα του κυλά μια μικρή φλέβα αίμα
» … ο κόσμος είναι το χέρι μου που γράφει τ’ όνομά σου
τούτη την ώρα
» Κι ύστερα; Πού πήγες;
» … η κυρία Σόζοστρις είχε μαντέψει τον πνιγμό.
» Ο Φλοιβάς ο Φοίνικας δεν θα ξανακούσει πια τη φωνή των γλάρων
και τη θάλασσα πάνω στα βράχια
» Δεν σε βλέπω. Δεν είδα ποτέ τα μάτια σου. Ήταν πράσινα;
Ήταν γαλάζια;
» … μόνο θυμούμαι την πέτρα που σήκωνες πάνω στο στήθος
(τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο μπόρεσα…)
» Αντίο
» Αντίο Αλέξη Αντίο Μαρίνα
» Αντίο Αντίο
» Ο κόσμος ήταν γεμάτος από πέτρες ασήκωτες και σπασμένα
χωματένια πρόσωπα
» Δεν θα το ξεχάσω
» Ήταν κι ένα μικρό παιδί που κοιμόταν στα χόρτα
» Δεν θα το ξεχάσω
» Ο κόσμος ήταν το λαβωμένο χέρι μου
» … και το σώμα σου γυμνό εκείνο το βράδυ
» Ο κόσμος ήταν…
» Μη μιλάς
» … μια εικόνα παλιά από δέντρα και ποτάμια κι ανθρώπινο
ζεστό αίμα που αχνίζει ακόμα όπως η μνήμη :
» Τα ποντίκια στην ξύλινη σκέπα του σπιτιού μου
με την γκρίζα μαλακιά κοιλιά τους στα σαρίδια
» … κι η “Έρημη Χώρα” κάτω απ’ το μαξιλάρι μου τις νύχτες
«Προτιμώ μια φούχτα χώμα από μια στέρνα δάκρυα…»
( –Ωστόσο, Εσύ θα πρέπει ακόμα να τριγυρνάς στη Νομαρχία
της Πρέβεζας «Μάλιστα κύριε Διευθυντά… Μάλιστα…
Μάλιστα…» Και κάθε βράδυ θα χαράζεις με κιμωλία ή
με αφρό μια χαμένη μέρα
Χωρίς να σκέφτεσαι… Χωρίς… )
» Ο κόσμος ήταν ένα κάλπικο νόμισμα
» Ο κόσμος ήταν μια πήλινη στέρνα
» … κι ο χρόνος: η λέπρα του κόσμου…
» Χωρίς χέρια Χωρίς μύτη Χωρίς…
» Ακρωτηριασμένος
» Ο κόσμος
» Περίγραμμα της δικής μου νόησης
» Γεια χαρά γεια γεια
» Ιζελίνα, Στέφα, γεια
«Κάποτε με λέγαν Σήφη»
Είναι αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο, και δε χωράει στις στήλες, γιατί σημασία έχει το σύνολο, και, περισσότερο από το σύνολο, η σύλληψη και η ιδέα (υποσυνείδητα ασφαλώς ) που κάμαν τη Λαμπαδαρίδου να το γράψει. Η ίδια δεν υποψιάζεται τη σημασία του, όχι μόνο την ποιητική. … Αυτό το ποίημα είναι ένας σαρκασμός, ένα αποκαλυπτήριο παραληρηματικής αυτοδιάλυσης, είναι ένα είδος χαριστικής βολής, που μέσα από τη Λαμπαδαρίδου, την ρίχνει στο κρανίο της η ίδια η ποίηση.
(…) Ένα ποίημα ακέραιο, που σπαράζει κι αυτό από την αγωνία της ακινησίας και της ροής μαζί του ομοιοτελεύτητου χρόνου, πλαίσιου της φθοράς μας. Όλη μαζί η στιχουργική της Λαμπαδαρίδου, μας εμπνέει την εικόνα μιας τρεχάλας σε μιαν ακρογιαλιά πανέρημη, σε μια απέραντη πλατεία. (…) Σε μια ευλογημένη στιγμή επιστροφής, μπορούμε ν’ ακούσουμε, σαν αγαπημένη, παλιά και απλή φωνή, ρομβίας ή ζητιάνου, τούτο το ζεστό, ανθρώπινο μίλημα:
Οι ποιητές
Δεν ξέρουν πια να τραγουδούν
Γι’ αυτό γεμίζουνε τις κόλες
Με ρυτίδες.
Η πρώτη ποίηση
Ήταν το σαπισμένο ξύλο που έτριξε
Καθώς ανέβηκα την παλιά σκάλα.
Το σπίτι ήταν από καιρό ακατοίκητο
Κι εγώ ζητούσα την πρώτη μου ποίηση
Σίγουρη πως την άφησα εκεί
Όταν ακόμα τα πουλιά τραγουδούσαν
Δε βρήκα παρά τα χέρια της μητέρας
Γαντζωμένα στο παλιό περβάζι
Κι ένα χαμόγελό της ξεχασμένο για πάντα
Στα εικονίσματα.
Για την ποίηση “Το Φως του Προσώπου σου”
“Όλη μαζί η συλλογή έχει τη σύνθεση ενός βιβλικού ψαλμού. Είναι η συλλογή αυτή ( Το φως του προσώπου σου ) ένα ακόμη “Άσμα Ασμάτων”.
(…) Αυτή η μέθη της μητρότητας, αυτή η εσώτατη αποκάλυψη, έδωσε στο στίχο της Λαμπαδαρίδου μια αβίαστη ροή, μια ήρεμη κίνηση, μια “ανεπίσημα τελετουργική επισημότητα” και την ανάγκασε να μην προσφύγει σε σπασμωδικές και περίτεχνα νεολογικές εκφράσεις, αλλά να χρησιμοποιήσει την παμπάλαιη και απλή διάλεκτο της ποίησης που μ’ αυτήν ψιθύρισαν τη λατρεία τους οι ψυχές οι παθιασμένες μπροστά στην αποστολική, στη βιβλική και ευαγγελική απλότητα των εγκοσμίων”.
Σε γύρευα μέσα στον κήπο με τα συντριβάνια
Έπαιρνα την πνοή σου απ’ τα πέταλα των ρόδων
Τα δάχτυλά σου
Απ’ τις αχτίδες πάνω στο νερό!
Σε γύρευα
Μέσα στους σιωπηλούς κάλυκες
Γύρη από τα χέρια του θεού
Και μάζευα τα διαστήματα
Ουρανοί συγκλίνοντες στα σπλάχνα μου.
Τόμος “Ποίηση ( Κριτικά κείμενα ), εκδόσεις Νικόδημος.
Ο Ανδρέας Καραντώνης είναι κριτικός