Το ονόμασα ταξίδι προς το αθέατο. Προς εκείνο που δεν φαίνεται.
Το ονόμασα ακόμα: Ένα μαγικό ταξίδι από την ψυχή προς την ψυχή.
Και γιατί μαγικό.
Γιατί αυτά που συμβαίνουν είναι πέρα από την κοινή λογική. Εκτυλίσσονται με όλη τους την φυσικότητα στον χώρο του αόρατου, του υπερφυσικού, στον χώρο του μυστηρίου. Είναι η άλλη αλήθεια. Αυτή που την γνωρίζεις λιγότερο με την εμπειρία και περισσότερο με την διαίσθηση. Με την μύηση.
Σήμερα που βλέπω το μυθιστόρημα από μια απόσταση, λέω, είναι μια πορεία προς την εσωτερική αποκάλυψη, προς την αυτογνωσία.
Τα πρόσωπά μου δοκιμάζονται μπρος στο υπερφυσικό που τους συμβαίνει. Η καθημερινότητά τους ανατρέπεται. Παγιδεύονται από το αόρατο που τους περιβάλλει και που είναι πιο πραγματικό από όλες της απτές πραγματικότητες. Παγιδεύονται από την μαγεία που ασκεί επάνω τους ο περιπλανώμενος άγιος με το ματωμένο ράσο, που τα οστά του θα τα βρει ο ήρωάς μου ύστερα από δική του υπόδειξη. Και θα τα βρει τη μέρα που θα βρέχει, όπως το είπε.
Οι ήρωές μου είναι πρόσωπα καθημερινά, ανυποψίαστα, που ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σε ένα θεόρατο δίλημμα, να πιστέψουν σε αυτά που τους αποκαλύπτονται ή να συνεχίσουν τη ζωή τους σαν να μην έγιναν. Όμως έτσι κι αλλιώς, παγιδεύονται πια από το Ανεξήγητο. Ξαφνικά, βρίσκονται μπρος στο ανεξήγητο. Μπρος στο ακατανόητο.
Και τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από το Ανεξήγητο.
Γίνεται ορατό μπρος στα μάτια τους εκείνο που ουσιαστικά δεν φαίνεται.
Εκείνο που υπάρχει πέρα από την καθημερινότητά μας.
Και που δεν θέλουμε να το αγγίξουμε γιατί θα μας κάνει να σκεφτούμε. Θα ενεργοποιήσει τις μέσα δυνάμεις τις άγνωστες.
Για να μας πάει πιο πέρα. Έστω, λίγο πιο πέρα. Στην περιοχή της γνώσης.
Όμως πέρα από όλα αυτά, ο Ιερός Ποταμός είναι ένα μυθιστόρημα αγάπης. Αγάπης όχι μόνο των δυο εραστών. Του Νάρκισσου και της Περσεφόνης. Είναι μια αγάπη πιο βαθιά, που γίνεται σχέση με τον εαυτό μας, μας απελευθερώνει. Γίνεται σχέση με τον κόσμο. Μας συμφιλιώνει. Σχέση με το Θεό, με τους ανθρώπους. Η αγάπη ως σχέση ζωής.
Όταν η αγαπητή φίλη και ποιήτρια, Ελένη Γκίκα, μου μίλησε για την εκδήλωση αυτή — εκδήλωση για το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Ο Ιερός Ποταμός», η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν : Το τραγούδι του νεκρού αδερφού. Δεν μπορούσα ακόμα να ξεπεράσω τον “Άγγελο της Στάχτης”, και σκεφτόμουν να μιλήσω για αυτό το μυθιστόρημα, γι’ αυτό το μυθιστορηματικό πρόσωπο, αφού σε όλα τα κατοπινά μου μυθιστορήματα κυριαρχούσε. Να μιλήσω για τις περιπλανήσεις του στα ασφοδελά μονοπάτια της ομίχλης, με μοναδική μνήμη από τον κόσμο που άφησε, την αγάπη, την παντοδύναμη αγάπη, αυτή που πάνω της δεν πιάνει ο χρόνος ή ο θάνατος. Αυτά ήθελα να πω. Για το πώς κατάφερε να φτάσει στο φως, να γίνει φως, Άγγελος, ο Κωνσταντίνος του δημοτικού τραγουδιού.
συν δυο συν τρεις δεν κάθονται
συν δέκα δεν κοιμούνται
κι όπό βρουν γάργαρο νερό πίνουν να ξεδιψάσουν.
Δεν θυμάμαι τι μπόρεσα να πω από όλα αυτά και πώς τα είπα. Και ούτε θυμάμαι ακριβώς τις ερωτήσεις. Θυμάμαι πως ήταν και ο δήμαρχος Κορωπίου εκεί, και τον ενδιέφερε απίστευτα το ταξίδι της ψυχής στον Άδη. Έτσι που η συζήτησε έγινε μέσα σε ένα τεράστιο ενδιαφέρον.
Ο Ιερός Ποταμός γράφτηκε αμέσως μετά από το μυθιστόρημά μου «Ο Άγγελος της Στάχτης», τους εξήγησα, και ήμουν ακόμα βυθισμένη σε εκείνα τα μουχλιασμένα μονοπάτια της μεγάλης μοναξιάς. Γιατί περπάτησα βήμα βήμα μαζί με τον Κωνσταντίνο στους μοναχικούς λειμώνες του άλλου κόσμου.
Για κάποια μυθιστορήματα είναι δύσκολο να μιλήσει ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας ή προπαντός αυτός. Και ένα τέτοιο μυθιστόρημα είναι ο Ιερός Ποταμός. Το πώς τα βασικά μου πρόσωπα, που είναι ο Νάρκισσος Μαυρολέων και η Περσεφόνη, θα παγιδευτούν από υπερφυσικά φαινόμενα και θα οδηγηθούν σε κάποιες άλλες αλήθειες, αυτό μόνον ο αναγνώστης μπορεί να το βιώσει διαβάζοντας το βιβλίο.
Δεν είναι από τα πράγματα που μπορεί κανείς να ερμηνεύσει ή να περιγράψει. Γίνονται. Ξεδιπλώνονται με μια εσωτερική διαλεκτική και οδηγούν τα βήματά μας.
Δεν μπορώ να περιγράψω τις στιγμές που φανερώθηκε ο περιπλανώμενος άγιος με το ματωμένο ράσο, αυτός που τα οστά του θα βρει ο Νάρκισσος τη μέρα που θα βρέχει, σύμφωνα με τον χρησμό, γιατί αυτά μόνον να τα διαβάσεις μπορεί – ή να τα ζήσεις – έτσι όπως γίνονται, έτσι όπως το υπερφυσικό εισβάλλει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και την ανατρέπει.
Στο μυθιστόρημα αυτό δεν με οδήγησαν γεγονότα ούτε ιστορικά ούτε ανθρώπινων σχέσεων, αλλά γεγονότα υπερφυσικά που δεν πιάνει απάνω τους εξήγηση καμιά.
Τώρα που κοιτάζω από μιαν απόσταση το μυθιστόρημα, λέω, ίσως και να ήθελα να βεβαιωθώ για το πόσο ευάλωτη είναι η ζωή μας από το υπερφυσικό. Πόσο ο αμέριμνος καθημερινός άνθρωπος μπορεί να βρεθεί σε μια παρόμοια υπερφυσική παγίδα, που, σίγουρα, θα τον πλουτίσει, θα τον οδηγήσει σε μια προσωπική του αυτογνωσία.
Γιατί κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει από τη ζωή του την ύπαρξη του υπερφυσικού στοιχείου, κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει.
Καθένας έχει μια προσωπική εμπειρία, ένα σημάδι, κάποιο μυστηριακό όνειρο, «τα όνειρα είναι οι πλοηγοί της ψυχής» λέει ο ήρωάς μου στο μυθιστόρημα.
Και ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου στηρίζεται στα όνειρα.
Με το υπερφυσικό επικοινωνείς με μια διαίσθηση έξω από τη λογική διαδικασία, επικοινωνείς με τα σύμβολα που η ψυχή αναγνωρίζει ή κουβαλά η ίδια στα βάθη της. Και αυτό το διαπίστωσα από τα γράμματα των αναγνωστών που έλαβα.
Από την συζήτηση σε παρουσίαση, Οκτώβριος 2008