Το μισό της λουλούδι
Ένα εξαίσιο δείγμα ορφικής ποίησης μας χαρίζει η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου στο τελευταίο μυθιστόρημά της. Ήδη στον Άγγελο της στάχτης, η μουσική του Ορφέα υμνεί τον τάφο εν ζωή, το φαντασιακό ως Πραγματικό, ανασυνθέτοντας το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Στον Ιερό ποταμό ο μύθος ρέει από και προς τις πηγές του Άδη, ενώ η συγγραφέας συνεχίζει προηγούμενα έργα της, τα ξαναγράφει με το διάφανο μελάνι της, και ακολουθεί την ίδια πάντα πορεία προς τη μύηση, με μία ποιητική πεζογραφία όλο και πιο τελετουργική.
Στον Άγγελο της στάχτης ο Φοίβος, διάσημος μουσικοσυνθέτης, αγοράζει το παλιό αρχοντικό στις Αιδές, κοντά στις «Πύλες του αρχαίου Άδη». Στο νέο έργο, ο Νάρκισσος, επιτυχημένος ψυχίατρος, επιστρέφει στην Αδωνίδα, τοπίο της παιδικής του ηλικίας και των επαναλαμβανόμενων ονείρων του, για να πουλήσει το κτήμα που κληρονόμησε από τον παππού του. Ανεξέλεγκτα συμβάντα ακολουθούν το ένα το άλλο και μας δείχνουν ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα από την εποχή των μύθων, και συγκεκριμένα του Πλούτωνα και της Περσεφόνης.
Ο Νάρκισσος είναι σημαδεμένος με το μισό λουλούδι που φέρει το όνομά του. Με το άλλο μισό γεννήθηκε η Περσεφόνη, η κοπέλα που έβλεπε από μικρός στα όνειρά του, χωρίς να την έχει συναντήσει. Όταν αντιλαμβάνεται ότι είναι πραγματική, ο χρόνος του μεταμορφώνεται συνάμα σε ιερό ποταμό που κυλά και βέβηλη στιγμή που τον παγιδεύει.
Η έννοια της παγίδας επανέρχεται συχνά. Ωστόσο, παγίδα δεν είναι μονάχα η συμπαντική μνήμη ή το πεπρωμένο· δεν είναι μονάχα ο χρόνος που τρέχει ή στέκεται ακίνητος. Είναι κυρίως η γραφή που κινείται μέσα στο χρόνο, για να γίνει μυστική, μυητική. Ο γραπτός λόγος της Λαμπαδαρίδου είναι «ο αρχαίος ποταμός Ιέρως» (ο τωρινός «Αμίλητος»), που διασχίζει το κτήμα του Νάρκισσου, κάνει έρωτα με τα λουλούδια στις όχθες του, φουσκώνει, γίνεται φιλντισένιος, γεμίζει τα κενά της διάρκειας και υπόσχεται να μην στερέψει ποτέ.
Στην αρχαιότητα ο νάρκισσος συνδεόταν με τελετές μύησης στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Η πρώτη αναφορά στην Περσεφόνη γίνεται εδώ ως κόρη του Κοσμά, άρα κοσμική (συμπαντική) Κόρη, που ταξιδεύει από τη γη στον Άδη. Στη μυθολογία το άρωμα του νάρκισσου μαγεύει την Περσεφόνη και την παρασύρει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί ο Πλούτων της προσφέρει έναν κόκκο ροδιού, εξωτική αλλά ασήμαντη τροφή εκ πρώτης όψεως, για να την ξεγελάσει και να την κρατήσει στο δικό του βασίλειο. Στη μέση ενός ιερού γκρεμού, κοντά στο σημείο που ο Νάρκισσος θα ανακαλύψει τα οστά των αγίων, μια αγριοροδιά γεμάτη ρόδια περιμένει τους δύο ήρωες να τους θυμίσει ότι ξέφυγαν από την αρχαία λατρεία και ότι αρχίζει ένας νέος πόλεμος ανάμεσα στις δύο θρησκείες.
Μαζί με το ταξίδι μέσα στον ελληνικό χρόνο, ο ψυχίατρος εμπλέκεται σε ταξίδι στην ίδια την ψυχή του που τον οδηγεί στη γνώση. Ο Άγγελος της στάχτης περιέγραφε ένα αέναο παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και στη γνώση. Ο Κωνσταντίνος, ο νεκρός αδελφός του δημοτικού τραγουδιού, ζει την προ χιλιετίας αλήθεια ως παρόν, καθώς την ανα-γινώσκει στα σύμβολα γύρω του, και μιλά στο μουσικοσυνθέτη με αποδομητική διαδικασία, αναβάλλοντας συνεχώς το νόημα των όσων λέγει. Και εδώ, κανείς δεν αποκαλύπτει την αλήθεια στον Νάρκισσο: ο μοναχός Αυγουστίνος πεθαίνει πριν την άφιξη του ήρωα· το χειρόγραφο του παππού του διαλύεται μόλις το πιάνει στα χέρια του· η Ισαβέλλα τού μιλά με χρησμούς· η Περσεφόνη τού κρύβει το δικό της μισό του λουλουδιού. Τη γνώση την κατακτά μόνος του, αντλώντας από τη σοφία που κρύβει αιώνες μέσα του. Η γραφή ανάγεται έτσι σε μύηση στα μυστήρια της Γνώσης και ενεργοποιεί την απόλυτη αλήθεια (<α-λήθη), που μας προσκαλεί να ενωθούμε μαζί της.
Ο ήρωας μετακινείται από τη μνήμη του συλλογικού παρελθόντος στη σύγχρονη τεχνολογία, από το νερό της Λήθης στο delete του υπολογιστή, ενώ φτάνει στην ψυχή του μέσα από το σώμα του. Σώμα, θυμήσου…είναι ο καβαφικός τίτλος ενός άλλου μυθιστορήματος της συγγραφέως. Εντούτοις, στο νέο βιβλίο το σώμα δεν θυμάται απλώς: άρρηκτα δεμένο με το σύμπαν, γνωρίζει το μέλλον. Ο ψυχίατρος χάνει την ψυχαναλυτική διάσταση της δικής του ψυχής μπροστά στην κοσμική της διάσταση. Το σώμα του μοιάζει να ζει στους αιώνες και να σκέφτεται. Οι ερωτικές σκηνές είναι όλες μια τελετουργία: μνήμη και ποίηση του σώματος.
Ο αφηγηματικός λόγος της συγγραφέως ακολουθεί τη ροή του ιερού ποταμού. Με την πρωτότυπη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου διατηρεί την ιδιότητα του «αμίλητου», αλλά και του άρρητου, και ενώ χτίζει μια ολόκληρη θεατρική σκηνή μέσα στη σκέψη του ήρωα, δημιουργεί μια ψυχαναλυτική διαδικασία που φτάνει ως τα βάθη του εγώ, ως τα βάθη της πρωταρχικής σκέψης. Τα πράγματα επανέρχονται στις αρχετυπικές τους ρίζες. Τα παράθυρα γίνονται τα μάτια του σπιτιού και βλέπουν το μυστήριο, μεταβάλλονται σε άνοιγμα στο άγνωστο. Μια μαύρη λεύκα βρίσκεται έξω από το σπίτι από την αρχή του χρόνου, παραπέμποντας στο μύθο του Ηρακλή, που συνδέεται με κατάδυση στον Άδη. Το ιερό ποτάμι κυλά αντίστροφα, αλλά και, μέσα στο ποτάμι, οι ήρωες βαδίζουν προς τα πίσω, σαν να θέλουν να επιστρέψουν σε μια ιερή πηγή ή ακόμη και στην αρχή του σύμπαντος.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου ξαναζωντανεύει και ανανεώνει το ελληνικό φαντασιακό από τα χρόνια του μύθου μέχρι την εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Αντικείμενα και ονόματα με συμβολική ισχύ φορτίζουν το λόγο της και τον μεταμορφώνουν σε ποταμό που ρέει συνεχώς για να φτάσει σε μια ήρεμη θάλασσα (τον αναγνώστη) και να την αναταράξει. Τα βιβλία της, καθώς συμπυκνώνουν τη σοφία των αιώνων και τη δική της, είναι γραμμένα για να ξαναδιαβαστούν.
Η πρωτότυπη δημοσίευση (σελίδα 1 & σελίδα 2)
Το Βήμα της Κυριακής, 14 Μαρτίου 2014