ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο εξώκοσμος καλπασμός
Το σπίτι των χίλιων χρόνων
τον περίμενε
ΕΒΡΕΧΕ ΑΚΟΜΑ, όταν ο Φοίβος Δαλέζιος έφτασε στις Αιδές, τη μικρή πόλη κοντά στο ποτάμι με τους νάρκισσους.
Φορά γρήγορα το αδιάβροχό του και στέκεται στο πλακόστρωτο του σταθμού, με τη βαλίτσα στο χέρι. Ένα σύννεφο ομίχλης τον τυλίγει, μια καταχνιά, δεν βλέπει τίποτα. Τα δέντρα τυλιγμένα στις υδάτινες ροές μοιάζουν να χορεύουν στον ρυθμό της καρδιάς του. Ανυπομονεί να φτάσει μια ώρα αρχύτερα σ’ εκείνο το πέτρινο σπίτι, το μοναχικό, που τρία χρόνια πριν το ’χε δει κι ένιωσε μια παράξενη έλξη – ένα σπίτι που έμοιαζε περισσότερο με σωρό ερειπίων. Όμως τον είχε μαγέψει το τοπίο. Νάρκισσοι και ασφοδελοί και λεύκες πανύψηλες και νερά μιλητικά αναριγούμενα, που χύνονταν από τρεις ποταμούς σε μιαν απέραντη λίμνη. Ένα τοπίο υγρό και μαλακό, εύθρυπτο, που το τύλιγαν ονειρικά οι κινούμενες δέσμες της ομίχλης. Εκεί, έρημο σαν εγκαταλειμμένο ήταν το σπίτι. Και το αγόρασε ευθύς. Αυτό θέλω, είπε, εδώ θα έρθω να μείνω μια μέρα, όταν θα είμαι απελπισμένος ή ερωτευμένος.
Τρομάζει. Είμαι και τα δυο.
Ή μήπως μόνον κουρασμένος;
Το σώμα του πονάει ακόμα από τις ερωτικές νύχτες.
Πονάει από θυμό και πόθο.
Εδώ θα ξαναβρώ τη χαμένη ψυχή μου, μουρμουρίζει και προσπαθεί ν’ αποδιώξει τη σκέψη. Δεν θέλει τώρα, μούσκεμα στη βροχή, σ’ έναν σταθμό επαρχιακό στην άκρη του κόσμου, να θυμάται τη Μόιρα και την τελευταία νύχτα μαζί της στις όχθες του Σηκουάνα. Κι ούτε τον αγαπητό του Έκτορα θέλει να σκέφτεται, τον επιστήθιο φίλο και συνεργάτη, που τον πρόδωσε.
Η σκέψη ακίνητη. Πονάει. Ε, ναι, ήταν προδοσία να προτιμήσει άλλον μουσικό για την καινούρια ταινία του.
Ένας αόριστος φόβος ξαφνικά. Μήπως αρχίζω να γερνώ;
«Θέλει ταξί ο κύριος; Καρότσι; Προς τα πού πάτε;»
Η φωνή μετέωρη.
“You are English? French?”
Στρέφει το κεφάλι και βλέπει έναν άνδρα ψηλό, πρόσωπο τραχύ και ευγενικό μαζί, μάτια καθαρά. Τινάζει γρήγορα τη βροχή από πάνω του, και προσπαθεί να δείξει λιγότερο αφηρημένος.
«Στο σπίτι κοντά στο ποτάμι με τους νάρκισσους…» λέει, σε άπταιστα ελληνικά.
Οι γονείς του ήταν Έλληνες, και την παιδική ηλικία του την είχε ζήσει χαμηλά προς τον Κολωνό, σε μια φτωχική συνοικία.
Ο ίδιος ένιωθε ως το κόκαλο Έλληνας, κι ας είχε ανδρωθεί μέσα στις επαναστάσεις των παρισινών Μαΐων. Σήμερα θα έλεγε πως πατρίδα του είναι η μουσική.
«Μα πώς… πώς… αυτό το σπίτι δεν κατοικείται…»
Στο βλέμμα του η δυσπιστία.
«Το επιδιόρθωσαν… φαντάζομαι πως οι εργασίες έχουν τελειώσει».
Τους ήξερε τους ανθρώπους εκεί με τη δυσπιστία στα μάτια. Θυμάται και τότε, όταν το αγόρασε, την ίδια δυσπιστία αντιμετώπισε, «όχι αυτό το ερείπιο… μην αγοράζετε αυτό το σπίτι…» και παρόμοια. Έλεγαν πως ήταν ένα σπίτι χίλιων χρόνων και πως έκρυβε μια ιστορία που κανείς δεν ήξερε.
Ήταν μαζί με τον Έκτορα, όταν έψαχναν χώρους για την τελευταία ταινία τους, «Oι εραστές της κόκκινης κοιλάδας», που τους έκανε διάσημους και τους δυο – εκείνον για τη μουσική του και τον Έκτορα για τη σκηνοθεσία. Τα θέματα τα έψαχναν πάντα μαζί. Έβρισκαν μαζί το «υλικό», ύστερα ο
Έκτωρ το ανέλυε, το έστηνε σε σκηνές και εικόνες, το επεξεργαζόταν. Όταν έφτασαν στις Αιδές και στα ποτάμια που κλείνουν την κοιλάδα και σχηματίζουν τη λίμνη, μαγεύτηκαν. «Εδώ μια μέρα θα γυρίσουμε την καλύτερη ταινία μας…» Γέλασε.
Όμως ο Φοίβος βαθιά μέσα του πίστευε πως εδώ θα έγραφε κάποτε την πιο αστραφτερή μουσική του.
Τότε, σ’ εκείνο το ταξίδι, αγόρασε το σπίτι. Ήταν πάντα έτσι γρήγορος στις αποφάσεις του. Ένιωθε πως αυτοσχεδίαζε, πως η ζωή ήταν στα χέρια του το υλικό μιας απροσδόκητης ταινίας, όπου έπρεπε να παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο, τον πιο ριψοκίνδυνο.
Τα προβλήματα ήρθαν όταν αναζήτησε μηχανικό να το επιδιορθώσει. Όλοι κρατούσαν μια μυστικότητα που τον παραξένευε. Τελικά, βρήκε κάποιον νέο αρχιτέκτονα, που του υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί. Ο Φοίβος του έδωσε μια πλούσια επιταγή και του είπε ότι δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτε από το σπίτι, να μείνουν όλα όπως είναι, οι παλιές πόρτες και τα παράθυρα –όσα είχαν σωθεί–, οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, τα τρύπια πατώματα, οι πέτρινοι τοίχοι, όλα, όλα, να επισκευαστούν μόνο με μεγάλη προσοχή.
Από το παράθυρο του μικρού τζιπ βλέπει το τοπίο σε μιαν ατέλειωτη φυγή και προσπαθεί να συγκρατήσει τις εικόνες στο μωβ και στο γκρίζο, να βρει τα σημεία που είχαν αγγίξει τότε την ψυχή του. Τα μάτια της Μόιρας παντού, χωνεμένα μέσα στα εύθρυπτα σχήματα. Τα μάτια της Μόιρας πίσω από τις νερένιες δέσμες που σέρνονται στη γη, σχηματίζοντας άτσαλα αυλάκια και παράξενες βαθιές ρωγμές. Και πίσω από τα μάτια της Μόιρας, το χαμόγελο της Άλμας. Πρώτη φορά, ύστερα από τόσα χρόνια, ξυπνά μέσα του το χαμόγελο της Άλμας, και σκιρτά. Πώς νόμισε ότι την είχε ξεχάσει… Όσες γνώρισε, από τότε, μόνο στον πόθο του κορμιού μιλούσαν. Την ψυχή του την άφηναν ανέγγιχτη.
Προπαντός η Μόιρα Μουρ. Το είδωλο της παραφροσύνης, που ενσάρκωνε τη γερασμένη αντίληψη…
Το δωμάτιο έβλεπε στον Σηκουάνα, εκεί που διασταυρώνεται η Αλμπέν Μισέλ με τη Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε, μια πολυτελής σουίτα, κι εκείνη μισόγυμνη στα μεταξωτά σεντόνια, ένα σώμα που ήξερε καλά να κρύβει τα ραγίσματα της σάρκας. Ήταν η διάσημη πρωταγωνίστρια στους «Εραστές της κόκκινης κοιλάδας», που έκανε τα πλήθη να παραληρούν. Κι ήταν το κύκνειο άσμα της δόξας της, το ήξερε. Τις έβλεπε τις ρυτίδες που κατέβαιναν ως τον λαιμό, κι αυτό την έκανε να διψά τον έρωτα περισσότερο από τη δόξα, να τον ζητά όλο και πιο παθιασμένα. Εκεί, στα μεταξωτά σεντόνια τον περίμενε κάθε βράδυ, ύστερα από τις φωταψίες της μέρας. Κι εκείνος ζούσε μαζί της το πάθος, ζούσε πρωτόγονα την έμπνευση της μουσικής του. Κι ούτε που έβλεπε τις χαρακιές του χρόνου πάνω της και τον τρόμο της φθοράς. Μόνο το λευκό της διψασμένης σάρκας έβλεπε, κι αυτό του έφτανε για να τρέφει τη μουσική του. Μπορεί και ν’ αγαπούσε στο σώμα της την ηρωίδα της ταινίας, το πάθος που ζούσε στα πλατό. «Απόψε πρέπει να φύγεις νωρίς», του είπε την τελευταία νύχτα, «έχω μια συνεργασία». Απόρησε. «Συνεργασία τέτοια ώρα;»
Ήταν από σύμπτωση που τους είδε. Είχε ξεχάσει το τετράδιο με τις σημειώσεις της μουσικής του και, καθώς είχε δικό του κλειδί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Τη βρήκε μισόγυμνη, γαντζωμένη πάνω σ’ έναν νεαρό ανερχόμενο ηθοποιό.
Η βροχή έχει σταματήσει σχεδόν, μια ψιχάλα ρίχνει μόνο, και το φθινοπωρινό τοπίο λάμπει καθαρό.
«Φτάσαμε…» η φωνή του οδηγού.
Σηκώνει τα μάτια και βλέπει το σπίτι επιβλητικό. Το είχαν επιδιορθώσει, ευτυχώς, κι η καρδιά του σκίρτησε σαν μικρού παιδιού. Εδώ θα μείνω, λοιπόν, εδώ θα σκεφτώ, θα ονειρευτώ και, προπαντός, θα ξεχάσω.
Θέλω να ξεχάσω.
«Πώς σε λένε;»
«Νικόλα».
Του δίνει ένα καλό φιλοδώρημα, και ο Νικόλας παίρνει τη βαλίτσα και τον βοηθά να περάσει μέσα από τα ρυάκια των νερών και τα αμμόκρινα.
Απάτητο μονοπάτι, αφιλόξενο.
Σαν έφτασαν στην πόρτα, ο Φοίβος τον παρακάλεσε να πάει στις Αιδές να του αγοράσει τρόφιμα και διάφορα είδη ανάγκης. «Κι αν μπορείς, να έρχεσαι καμιά φορά να φροντίζεις το σπίτι…» Δέχτηκε. Τον είχε κιόλας συμπαθήσει αυτόν τον παράξενο επισκέπτη που έμοιαζε αγαθός και λίγο παράξενος.
Κοντά στη λίμνη
με τους νάρκισσους
ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙ…
Είχε ανάγκη να ξεχάσει ο Φοίβος Δαλέζιος. Να ξεχάσει τη Μόιρα, τον Έκτορα, τα αίματα στη Βοσνία, τις διοξίνες, την τηλεόραση, τα απειλητικά γονίδια, τις προφητείες που ζωντάνευαν και τη νέα χιλιετία που ερχόταν ακάθεκτη, σέρνοντας μια μεγαλειώδη ουρά από κοσμογονίες.
Να ξεχάσει, ναι.
Θα υποδεχόταν εδώ μόνος τη νέα χιλιετία. Θα έφτιαχνε έναν καφέ και θα κοίταζε από το παράθυρο τους νάρκισσους στις όχθες της λίμνης. Ύστερα, θα έπαιζε κάποιο κομμάτι της μουσικής του. Ανατρίχιαζε και στη σκέψη ακόμα πως μπορεί να συμμετείχε –έστω και ως τηλεοπτικός θεατής– στις τελετουργίες που από τώρα ετοίμαζαν για να υποδεχτούν τον νέο κόσμο. Ποιον νέο κόσμο; Μόνο παλιός ήταν ο κόσμος αυτός, γέρικος και κουρασμένος. Σάπιος από τις αρρώστιες και την έπαρση. Από την αλαζονεία μιας απειλητικής τεχνολογίας.
Ένας κόσμος γεμάτος από παράφρονες ψευτοπροφήτες, που οραματίζονταν μια μεγαλειώδη συντέλεια.
Ούτε τηλεόραση, είπε. Ούτε ειδήσεις. Εδώ, μόνος στην άκρη της γης, θα πω το δικό μου όχι.
Ακόμα δεν έχει ανοίξει τη βαλίτσα. Θέλει να δει το σπίτι πρώτα, να το αγγίξει, να το μυρίσει. Άραγε θα συμφιλιωθεί μαζί του; Θα τον δεχτεί; Νιώθει μια παράξενη φόρτιση στον αέρα, ένα αδιόρατο ρίγημα, λες και η ζωή που πέρασε από εδώ άφησε τα σημάδια της.
Γεμίζει δυο ποτήρια κρασί, ένα για εκείνον κι ένα για τον Νικόλα, να ευμενίσει τα πνεύματα. Ύστερα παίρνει την μποτίλια και την αδειάζει στο πάτωμα σαν να έκανε σπονδή σε νεκρό.
Τα δωμάτια μεγάλα και αυστηρά, με πετρόκτιστα ανάκλιντρα και αψίδες από λαξευτή πέτρα, ένα πραγματικό παλιό αρχοντικό, με εξώστες και εσωτερικές αυλές.
Ευτυχώς, υπήρχαν κρεβάτια και σκεπάσματα, όλα τα είχαν φροντίσει ο δικηγόρος του με τον αρχιτέκτονα.
«Στην υγειά σου… καλορίζικος!»
Η φωνή του Νικόλα φιλική, και του άρεσε το «καλορίζικος». Του φάνηκε πως άρχιζε μια καινούρια ζωή – και στο κάτω κάτω αυτό ζητούσε.
Τριγύρισε από δωμάτιο σε δωμάτιο, με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Όλα ήταν στη θέση τους, το πιάνο, όπως το είχε παραγγείλει, οι βρύσες με τα καθαρά νερά της περιοχής, ακόμα και λουλούδια είχαν φυτέψει στα παρτέρια, βιόλες και ματζιοράνες, όπως τις έλεγαν στην ντοπιολαλιά.
Ο Νικόλας του ετοίμαζε ένα πρόχειρο φαγητό στην κουζίνα, κι εκείνος βγήκε στον πέτρινο εξώστη να θαυμάσει τη θέα.
Παρά την υγρασία, ο καιρός ήταν γλυκός, μια χλιαρή ατμόσφαιρα, με τις φθινοπωρινές αποχρώσεις του χρυσού.
Το σώμα του τη ζητούσε. Είχε συνηθίσει τις οσμές της, τις εξάρσεις της. Κι όταν την έβλεπε να κοιτάζεται στον καθρέφτη, ύστερα από μιαν αμαρτωλή νύχτα, περίμενε τα δάκρυα και τις υστερίες της. Δεν άντεχε τις ρυτίδες γύρω στα μάτια της, στο χνουδιασμένο στόμα, μια επιδερμίδα θαμπή και κουρασμένη που, εκείνες τις ιδιαίτερες ώρες, ένιωθε πως την απειλούσε. Και τότε γινόταν ανασφαλής και παράφορη.
Το σώμα του. Αυτό τη θυμόταν. Αυτό πονούσε.
Κάθε φορά που την αγκάλιαζε, ένιωθε πάνω στο δέρμα της τα χιλιάδες βλέμματα της επιθυμίας, τους ανεκπλήρωτους πόθους ενός πλήθους που ποτέ δεν έμαθε για τις ώρες της ανασφάλειας που γύμνωναν τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Και τι δεν θα ’δινε για να σμίξει άλλη μια φορά μαζί της, να χαθεί στους σκοτεινούς δρόμους του κορμιού της, να τρομάξει. Μπορεί ο πόθος του για εκείνη να ήταν μια ανάγκη υπαρξιακή, ένα βαθύ ξύπνημα του φόβου που κρύβει η δίψα για ζωή.
Ή, ίσως, δεν ήταν παρά μια ακόμα προσπάθεια να σβήσει μέσα του το πρόσωπο της Άλμας, αυτό που τόσο τυράγνησε τα στερημένα χρόνια της νιότης του. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του σ’ αυτόν τον τόπο, τα μάτια της Άλμας τον κοιτάζουν πίσω από κάθε γωνιά, ένα πρόσωπο που αναδύεται φιλντισένιο μέσα από τον θάνατο. Όλοι οι κατοπινοί έρωτές του δεν ήταν παρά μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεχάσει εκείνη.
«Φοίβο, το φαγητό σου έτοιμο…» Η φωνή του Νικόλα από την κουζίνα, και απορεί με την οικειότητα. Στο βάθος του αρέσει.
Τον βλέπει που βγαίνει στον εξώστη ευχαριστημένος.
«Λαζάνια ηπειρώτικα, με φρέσκια γραβιέρα από τις Αιδές…»
Τον κοιτάζει με ενδιαφέρον. Οι μυρουδιές ξύπνησαν την πείνα του.
Θα ήταν γύρω στα τριάντα, πολύ νεότερος από εκείνον, και φαινόταν ξύπνιος, με βλέμμα γρήγορο και φιλικό.
«Ξέρεις και μαγειρεύεις…»
«Σπούδασα δυο χρόνια μαγειρική, μα ποτέ δεν εξάσκησα το επάγγελμα, ευκαιρία τώρα…»
Το φθινοπωρινό αεράκι, που μπαίνει από τον ανοιχτό εξώστη, φέρνει τα αρώματα του τόπου, και παίρνει βαθιές ανάσες, σαν να ζητά να ξεπλυθεί από τις οσμές της πολιτείας.
Κοιτάζει ως πέρα το τοπίο τυλιγμένο σε μια λευκή κινούμενη ομίχλη, που το κάνει διάφανο και ονειρικό. Ασφοδελοί και ιτιές παντού και παράξενα ασπριδερά κυπαρίσσια και πελώριοι ανθισμένοι νάρκισσοι που καλύπτουν τις όχθες της λίμνης. Καινούριες οσμές, καινούρια θέα. Καινούριοι ήχοι. Πουλιά με παράξενη λαλιά και ήχος νερού και θροΐσματα των πανύψηλων δέντρων και μιλητικά συρίγματα στον αγέρα. Ακόμα δεν έχει προσδιορίσει –ο Έκτωρ θα έλεγε «αναλύσει»– την κάθε οσμή ξεχωριστά, τον κάθε ήχο, το κάθε δέντρο ή λουλούδι, την εξαίσια εικόνα που έχει μπροστά του.
Τρεις ποταμοί αγκαλιάζονται εκεί στο βάθος, με απέραντες αμμώδεις όχθες γεμάτες νερολούλουδα και ιτιές περιπλεγμένες με τις αγριοροδιές και τους νάρκισσους. Αγκαλιάζονται με μιαν ασίγαστη ροή νερών φερμένων από τα βάθη του χρόνου που χύνονται στην πελώρια λίμνη, την Αχερουσία. Τη Λίμνη Των Νεκρών. Το ξέρει αυτό ο Φοίβος. Ξέρει ακόμα και λίγα πράγματα για το πώς μετέφεραν με βάρκες τις ψυχές να τις πάνε στον Άδη. Όμως αυτά ήταν μύθοι.
«Όλη αυτή η περιοχή παλιά λεγόταν Οι Πύλες Του Άδη…»
Η ματιά γρήγορη. Λες και συμμετέχει στις σκέψεις του.
Του είχε φέρει το φαγητό στον εξώστη τού επάνω ορόφου και ο Φοίβος τον κάλεσε να τον φιλέψει τούτη την πρώτη μέρα, να του κάνει παρέα.
«Αυτά τα τρία ποτάμια που βλέπεις υπάρχουν από την αρχαιότητα. Το ένα λεγόταν Κωκυτός, από τους στεναγμούς των νεκρών, το άλλο Πυριφλεγέθων και το τρίτο Αχέροντας».
Ένα καινούριο ενδιαφέρον. Και του αρέσει.
«Δεν αποκλείεται να υπάρχουν και διάφοροι θρύλοι εδώ…»
«Λένε πολλά, ιστορίες παράξενες από τα παλιά χρόνια…
λένε και γι’ αυτό το σπίτι ακόμα…»
Το χαμόγελο βιαστικό.
«Τι λένε;»
«Άσε… μιαν άλλη φορά».
Μιαν άλλη. Παίρνει το πουλόβερ του. Βιάζεται τώρα να περιπλανηθεί στον τόπο, να τον αγγίξει, να τον μυρίσει από κοντά, να καθρεφτιστεί στα νερά σαν τον Νάρκισσο. Είναι απόγευμα και θέλει να προφτάσει πριν γείρει η μέρα.
«Θα σε περιμένω αύριο…»
Η βροχή έχει τελείως σταματήσει.
Μια γκριζοκόκκινη καταχνιά τυλίγει τον τόπο.
Κι ο ουρανός λάμπει τώρα με κόκκινες λουρίδες στον ορίζοντα.