Σ’ αγαπώ και για σένα στον θάνατο μέσα θα μπω
μια δική μας μικρή αιωνιότητα θα σου χτίσω
να σου τραγουδώ
Είναι ακόμα με το αόρατο σώμα της η Μαργαρίτα. Σκέτη ψυχή. Και τη νιώθει να δονείται ολόκληρη από την ερωτική συγκίνηση, τη νιώθει ζωντανή όσο ποτέ, ζωντανή και παρούσα, υπαρκτή. Ο Ορφέας δεν την έχει δει ακόμα. Τραγουδά μόνο. Τραγουδά με τη μαγεμένη φωνή του και παίζει τη λύρα. Εκείνη τον πλησιάζει αργά. Από τα μάτια της κυλάνε τα δάκρυα. Δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτό το ξεχείλισμα της αγάπης.
Προσπαθεί να ξεχωρίσει τα λόγια τραγουδιού:
Σ’ αγαπώ και για σένα στον θάνατο μέσα θα μπω
μια δική μας μικρή αιωνιότητα θα σου χτίσω
να σου τραγουδώ
Σκιρτά ως τα βάθη του είναι της. Δεν είχε ακούσει τα λόγια πριν. Δεν ήξερε πως το τραγούδι μιλούσε για την ίδια αιωνιότητα που εκείνη την είχε κάνει κιόλας πάπλωμα και την κουκουλωνόταν για να μπορεί να αγρυπνά και να τον περιμένει.
Μαζεύει τη σκιά της τρέμοντας από τον πόθο και στέκεται μπροστά του με το ερωτευμένο σώμα της που ριγεί. Φοράει ένα ανάλαφρο φόρεμα σαν από ομίχλη, που αφήνει ως ψηλά να φαίνονται τα γυμνά πόδια. Τα μαλλιά της είναι λυτά στον ώμο, μαλλιά χρυσαφένια, και το πρόσωπό της φλογισμένο.
Τη βλέπει εκείνος και αφήνει τη λύρα. Απλώνει τα χέρια του που τρέμουν από τον πόθο. Κι εκείνη φωλιάζει στην αγκαλιά του.
Με κομμένη ανάσα προσπαθούν κι οι δυο να χωρέσουν μέσα τους την ευτυχία. Να την χωρέσουν στη στιγμή που ζουν, στο μόριο του χρόνου που τους περιέχει. Στο Αχώρητο. Κι ας ξέρουν πως ο χρόνος παλιρροεί και χάνεται την ίδια στιγμή αφήνοντας μια μεγάλη κηλίδα έρεβος που το είπαν μνήμη. Ο χρόνος. Και προσπαθούν να τον κρατήσουν ακίνητο, να μη γίνει ποτέ παρελθόν, ποτέ θάνατος ή μνήμη. Ένα αδιάκοπο παρόν μόνο μέσα στην ατελεύτητη ροή του.
Και η μέρα γέρνει η κελαινή. Πόσες ώρες έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι με κομμένη ανάσα, δεν κατάλαβαν. Τα σώματά τους ευτυχισμένα, μόνον αυτό. Τα σώματά τους είχαν βρει τους δικούς τους δρόμους της ευτυχίας που είναι η γνώση του απολύτου.
Εκείνη ανασηκώθηκε πρώτη. Λίγο πριν είχε πει πως και μόνο αυτό το αγκάλιασμα θα έφτανε για να πάρει βαθιά στο κυλιόμενο έρεβος την αφή του κορμιού του και τη μνήμη του έρωτα. Όμως ποτέ στον έρωτα δεν είναι αρκετή η ευτυχία. Πάντα μοιάζει λίγη. Και πάντα περισσεύει ο θάνατος. Κι εκείνος την έσφιγγε πάνω του ολοένα και πιο παράφορος. Μια σκοτεινή διαίσθηση του έλεγε πως ποτέ ξανά δεν θα ζούσε αυτό το τέλειο δόσιμο, αυτή την ευδαίμονα δίψα.
Ήταν η δίψα του έρωτα και η χαρά της δίψας που μεταμορφώνει τα σώματα σε πηγές άφατης ευδοκίας. Εκεί στην αμμώδη όχθη, που η προέκτασή της είναι ένας δύσβατος βαλτότοπος, οι δυο εραστές έζησαν τη μικρή τους αιωνιότητα – μάλλον, έχτισαν τη μικρή τους αιωνιότητα, για να μπορέσουν να υπομείνουν, καθένας από τη δική του μεριά, την συντέλεια μιας δεδομένης συντριβής.
Τα σώματά τους είχαν γίνει εύθραυστα και ευάλωτα στον πόνο που ξυπνούσε αργά και σταθερά. Εκείνη κοίταξε με αγωνία το ρολόι της. Κι εκείνος τρόμαξε. Ένιωσε πως ο χρόνος άρχισε και πάλι να κυλά ανάμεσά τους. Ο χρόνος είχε γίνει ξανά υπαρκτός. Και σαν απειλητικός.
«Νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα σε χάσω…» λέει ο Ορφέας, με τα πρώτα σημάδια της αγωνίας. «Πες μου πως ποτέ… ποτέ…» λέει πάλι, και τη σφίγγει πιο παράφορος, σαν να ζητά να την προστατέψει από τον απειλητικό χρόνο. Ή, ίσως από την απειλητική στιγμή. Γιατί εκείνο που φοβάται η αγάπη είναι η εύθραυστη ευάλωτη στιγμή που μπορεί να κομματιάσει την ευτυχία σαν γυάλινη μακέτα μιας ψευδαίσθησης, να την κάνει χίλια κομμάτια αιχμηρά που ξεσκίζουν.
«Αυτές οι στιγμές της ευτυχίας που ζήσαμε εδώ, πλάι στον ρόχθο του ποταμού, του λέει εκείνη, είναι πιο μεγάλες και πιο δυνατές από όλους τους άβατους λειμώνες της αιωνιότητας που θα μας εξουσιάσουν σε λίγο. Μην κλάψεις και μην πενθήσεις, αγαπημένε… Εδώ πλάι στον ρόχθο του ποταμού ζήσαμε όλη μας τη ζωή, όλες τις χαρές και όλον τον πόνο που φύλαγε για μας η μοίρα μας. Κι εγώ σε λίγο πρέπει να φύγω…»
Πετάχτηκε πάνω ο Ορφέας τρελαμένος.
«Μια φορά γλίστρησες από τα χέρια μου με το σώμα σου ματωμένο… Δεν θα σ’ αφήσω ξανά… δεν θα σ’ αφήσω…»
Η σκέψη του ελλιπής. Οι αισθήσεις του ελλιπείς. Τόση η αγάπη του που μόνη κυριαρχούσε στο πονεμένο μυαλό του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως η Μαργαρίτα που κρατούσε στην αγκαλιά του ήταν το κορίτσι που σκότωσε με τη μοτοσικλέτα. Κι ούτε είχε τη δύναμη να αναρωτηθεί πώς γινόταν να είναι εκεί, μαζί του, τόσο ζωντανή και τόσο ερωτευμένη.
Η Μαργαρίτα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε συντριμμένη.
«Μην κλάψεις και μην πενθήσεις, μόνο αυτό σου ζητώ, μην καταραστείς τον εαυτό σου που με σκότωσε… μην το κάνεις, αγαπημένε μου, αυτό που ζήσαμε ήταν πιο μεγάλο από την ευτυχία μιας ολόκληρης ζωής… Εκεί θα σε περιμένω, να ξέρεις, εκεί θα μετρώ τα φθινόπωρα και τους κύκλους της σελήνης… σκαρφαλωμένη στο χείλος της αιωνιότητας θ’ αγναντεύω τους δρόμους…»
Σιγά σιγά έβγαινε ο Ορφέας από τους βυθούς του ταραγμένου μυαλού του… Σιγά σιγά έπαιρνε συνείδηση της κατάστασης που ζούσε και που με καμιά λογική δεν μπορούσε να αποδεχτεί.
Έσκυψε και τη φίλησε. Παράφορος τη φίλησε παντού σε όλο το σώμα της που ήταν ζεστό ακόμα, ζεστό και ζωντανό και τον ποθούσε αγιάτρευτα.
«Και πώς… πώς…» ψέλλισε μόνο.
Του έκλεισε εκείνη το στόμα με τα δάχτυλα.
«Μη ρωτήσεις τίποτα… σ’ αγαπώ, μόνον αυτό να θυμάσαι…»
Το πρόσωπό του σκληρό τώρα. Ένα πρόσωπο σκοτεινό και βίαιο ξαφνικά.
«Πότε;» λέει με φωνή τραχιά. «Πες μου πότε…»
Η Μαργαρίτα κοιτάζει τον ουρανό που σκοτείνιασε κιόλας. Το υγρό ασπριδερό τοπίο το τυλιγμένο με ομίχλες άρχισε να χάνει τα σχήματά του. Και μια ψύχρα βγήκε από τα νερά του ποταμού. Λογάριασε το χρόνο που έκανε για να βγει και υπολόγισε πως πρέπει να φύγει αμέσως αν θέλει να μην έχει φασαρίες με τον Φύλακα. Η μία ημέρα που της δωρίθηκε να ζήσει είχε τελειώσει.
«Τώρα, λέει δειλά, πρέπει να φύγω τώρα…»
Πώς καμιά φορά η νεροποντή αφήνει ένα τοπίο ερημωμένο με την πνιγμένη αγριόπαπια στην άκρη, έτσι ένιωσε ο Ορφέας. Η ζωή του ολόκληρη πια θα ήταν ένας τόπος ερημωμένος με την πνιγμένη αγάπη του στην άκρη.
Πήρε τη λύρα του και άρχισε να τραγουδά. Ως μέσα στα άσπρα νερά του ποταμού αντήχησε το τραγούδι του. Ήθελε να αποχαιρετήσει την αγάπη του, να αποχαιρετήσει το όνειρό του. Από τα μάτια του κυλούσαν τα δάκρυα κι εκείνος τραγουδούσε.
Και τα λόγια του τραγουδιού αλλού τον πήγαιναν.
Αντί να αποχαιρετήσει την αγάπη του, αποχαιρετούσε τον κόσμο τον μάταιο που άφηνε πίσω του. Και η Μαργαρίτα άκουγε το τραγούδι του και απορούσε. Όμως δεν ήθελε να τον ρωτήσει. Μάντευε την απόφασή του να την ακολουθήσει στο ποτάμι και η αγωνία την έπνιγε. Τόσο πολύ την αγαπούσε;
Δεν κλαίω και δεν πενθώ την αγάπη μου
γιατί μαζί μου την παίρνω και πάω
πάω εκεί που ο μεγάλος νόστος φυσάει εκεί
που η μουσική τις ερημιές ημερώνει
να ημερώσω τον χρόνο τον άσωτο που
μετράει τα φθινόπωρα και τις αστροφεγγιές
που αξιώθηκα αντί θανάτου
Δεν κλαίω αγάπη μου και δεν πενθώ την άνοιξη
που χωρίς εσένα θ’ ανθίσει
γιατί εγώ μαζί σου τώρα τον θάνατο τραγουδώ
να ευμενίσω τα πέρατα τα άβατα μονοπάτια
να ανθίζει η άβυσσος στο πέρασμά μας
το έρεβος το αχειροποίητο
και στα μάτια σου άκτιστο το φως
ο Ήλιος ο άλλος
να φωτίζει την νέκυια“εν νεκύεσι φαείνη… εν νεκύεσι φαείνω…»
Αγκαλιασμένοι χάθηκαν πίσω από τις ομίχλες. Τίποτα δεν τόλμησε να του πει εκείνη. Από τα μάτια της μόνο κυλούσαν τα δάκρυα. Και, όσοι τους είδαν, είπαν πως, ώσπου χάθηκαν πάνω στα άσπρα ομιχλώδη νερά, εκείνος έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε.
Είπαν ακόμα…
Είπαν ακόμα πως, όλη εκείνη τη νύχτα, τα νερά του ποταμού ήταν ανήσυχα, με φλούα φλαφς αόρατων μορφών να κινούνται πάνω στην επιφάνεια.
Και κανείς δεν έμαθε τι έγιναν τα σώματά τους. Όσο κι αν έψαξαν, κανείς δεν τα βρήκε πουθενά. Και είπαν πως μ’ αυτά πέρασαν τον άσπρο ποταμό. Πως τους είδαν αγκαλιασμένους να σκίζουν τα νερά και ν’ ανοίγουν δρόμο.
Όμως δεν ήταν μόνον αυτό το παράξενο.
Από τότε, λένε, κάθε χρόνο, τον Απρίλη, ένα λαμπερό φως αιωρείται πάνω από τις ομίχλες του άσπρου ποταμού. Κι όσο πλησιάζει στον βαλτότοπο της όχθης, διακρίνει κανείς μέσα του δυο πρόσωπα αγκαλιασμένα. Λένε ακόμα πως κάποιες φορές, όταν επικρατεί νηνεμία τις μέρες εκείνες, ακούγεται και το τραγούδι του Ορφέα με τη μουσική του. Πολλοί, λένε, κατεβαίνουν στον ποταμό και κατασκηνώνουν εκεί τις νύχτες, περιμένοντας να δουν τους δυο ερωτευμένους που δεν τους χώρισε ο θάνατος. Στην πραγματικότητα ζητούν μια επιβεβαίωση. Γιατί η αλήθεια κρύβει πολλά αινίγματα. Και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από τα αινίγματα, όσο μυστηριώδη κι αν είναι, γιατί φοβούνται την αλήθεια.
Μόνο που ο φόβος αυτός ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, μια σαγήνη, σε όσους έτυχε να βρεθεί στο δρόμο τους μια παρόμοια ιστορία.
Και η ιστορία των δυο ερωτευμένων, που πέρασαν με τα σώματά τους τον άσπρο ποταμό, είναι από τις πιο αγαπημένες.
Πολλές φορές, έρχονται κι από άλλες πόλεις και ξενυχτούν στο ποτάμι περιμένοντας να τους δουν.
Κάποιοι προσπάθησαν να ηχογραφήσουν το τραγούδι του Ορφέα και τη μουσική του. Όμως ο ήχος εκείνος δεν έπιασε πάνω στις ψηφιακές τους συσκευές.
Και το είπαν τραγούδι ακατάδεχτο.
Ένα τραγούδι που μιλά για μια μικρή αιωνιότητα αγάπης.
Μύρινα Λήμνου, Αύγουστος 2011
Μέσα στην αγωνία της οικονομικής κρίσης, που παίδευε τη ζωή μας, εγώ ήθελα να γράψω για την αιωνιότητα μιας αγάπης