Λήμνος, η αγαπημένη των ξενιτεμένων παιδιών της
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω».
Αυτός ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη υπηρχε στη σκέψη μου, καθε φορα που με βασάνιζε το πώς θα μπορούσε να γίνει μια στέγη για τους μεγάλους ευεργέτες του νησιού πριν χαθούν και τα πρόσωπά τους ακόμα.
Ήταν εκείνοι που έφυγαν παιδιά από την σκλαβωμένη ακόμα Λήμνο, για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη αλλά και για να βοηθήσουν τους φτωχούς γονείς. Και δεν ήξεραν τότε ακόμα πόση δύναμη είχε ο τόπος αυτός ο βασανισμένος και πάμφωτος, που τον άφηναν πίσω τους με το πουρνάρι και την ακόνιζα. Και ούτε ήξεραν πως ο άνεμος εκείνος του βουνού του χωριού που μέσα του μεγάλωσαν θα φύσαγε για πάντα στην ψυχή τους τον μεγάλο νόστο, θα γινόταν ο μυστικός δεσμός ο ιερός με την μακρινή λαβωμένη πατρίδα.
Ο νόστος ο αγιάτρευτος, το νόστιμον ήμαρ του Ομήρου, που εκφράστηκε έμπρακτα με μια αγάπη τεράστια γεμάτη εκκλησίες και σχολειά.
Και σήμερα ακομα προκαλεί τον θαυμασμό το γεγονός πως όλοι σχεδόν οι τότε ξενιτεμένοι, όταν η Λήμνος ζούσε ακόμα τον αμίλητο πόνο της σκλαβιάς, αλλά, και μετά την απελευθέρωσή της, το 1912, όταν ζούσε την στέρηση και την φτώχια, τα παιδιά εκείνα τα ξενιτεμένα της αγωνίστηκαν σκληρά, πάλεψαν ποιος ξέρει πόσο επώδυνα, ποιος ξέρει με πόσες στερήσεις, όμως με αμετακίνητο στόχο να βοηθήσουν την πατρίδα τους. Ίσως και πέρα από την προσωπική τους ζωή. Ο όρκος της αγάπης για τον τόπο ήταν πιο δυνατός.
Λεει ο ποιητης, ο τόπος όπου ονειρευτήκαμε παιδιά, ο τόπος όπου ζήσαμε τον πρώτο μας πόνο, την πρώτη μας μοναξιά, δένεται παράφορα με την ηλικία της ωριμότητας. Και είπε ακόμα, όσο πιο ταπεινός ο τόπος της παιδικής ηλικίας, τόσο πιο παράφορος ο πόθος ο πόνος της επιστροφής, επιστροφής πραγματικής ή και νοερής, να επιστρέφουν εκεί με τη σκέψη για να ξεκουραστούν.
Και για περισσότερο από έναν αιώνα έγιναν «οι γενναίοι ή εις σμικρόν γενναίοι» ευεργέτες της πάμπτωχης τότε Λήμνου της βυθισμένης σε άφεγγα σκοτάδια.
“Χωρις το σχολείον, περιπατούμεν εις το σκοτος”, έλεγε ο Κοσμας ο Αιτωλός
Κι υστερα, όποτε δούλευα ή προσπαθούσα για την Αίθουσα, άλλος ενας στιχος του Ελυτη, με βοήθησε, οταν σκεφτόμουν εκείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, με τους φτωχούς τυραγνισμένους ανθρώπους του νησιού να παλεύουν για το ψωμί και να κρύβουν σε σεντούκια βαθιά τα όπλα και τις σημαίες.
Τώρα λέω, πόσο ευεργετική είναι η ποίηση, πόσο σε βοηθά να ξεπερνάς κάποιες φορές τον όποιο πονο. Λοιπόν ο στίχος αυτός έβγαινε από μέσα μου, προπαντός τις μέρες εκείνες, όταν η φιλόλογος Δέσποινα Παπαδοπούλου, από την ομάδα εργασίας, είχε έρθει στην Αθήνα, πέρισι τον χειμώνα, για να τελειώσουμε τα κείμενα των βιογραφιών, μήπως και δεν πρόφταινα – μην έμενε η Αίθουσα αυτή χωρίς να ολοκληρωθεί.
“Μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο”
Αυτός, ο στίχος.
Ξανα και ξανα τον έλεγα σαν να ήθελα να ταυτιστώ με τον ανελέητο ήλιο στο μεροκάματο των ανθρώπων εκείνων – που ήταν δούλοι στο τσιφλίκι του τούρκου.
Η μακριά διαδρομή μου αλλά και η εμπειρία μου γραφής και σκεψης με δίδαξε πως στον βίο μας, κάποια πράγματα έρχονται από μόνα τους και μας βρίσκουν.
Μας βρίσκουν. Για να τα βοηθήσουμε να υπάρξουν. Να γίνουν. Σαν να είναι γι’ αυτά η ακριβής στιγμη τους, η διορισμένη από τον χρόνο. Κι εσύ δίνεις όλο το είναι σου γιατι τα αγάπησες, γιατί σε παγίδεψαν τα ίδια τα γεγονότα που ετοιμάζονται στις δικές τους διαστάσεις και ζητούν να γίνουν ζωή και μνήμη και όνειρο στην καθημερινότητά της ζωής μας.
Η ανάγκη να πραγματοποιηθούν γίνεται πια ένα δικό σου όνειρο.
Κάπως έτσι πιστεύω ήρθε και με βρήκε το έργο που σήμερα γιορτάζουμε τα εγκαίνια του, Η Αίθουσα Των Μεγάλων Ευεργετών της Λήμνου. Σημερα γινεται κομμάτι ζωής στην καθημερινότητα του νησιού.
Στο κείμενο που ανάρτησα στην Αίθουσα των Ευεργετών, λέω:
Σήμερα που τόσο έχει απαξιωθεί ο άνθρωπος,
η ανθρώπινη ζωή,
αξίζει, περισσότερο από ποτέ, η Λήμνος
να τιμήσει τους ευεργέτες της.
Και ας είναι ύστερα από έναν αιώνα.
Βεβαια σήμερα μας βρηκε και η πανδημία.
Δεν ειναι μονον η απαξίωση του ανθρωπου από τον άνθρωπο.
Ομως πιστεύω πως, έτσι που η πανδημία, ουσιαστικά, ο φόβος, μας εφερε πιο κοντά σε ό,τι ειναι πολυτιμο στη ζωη μας, κανει πιο πολυτιμη και την τιμη αυτη στους Μεγαλους μας Ευεργετες, γιατί, ό,τι υπηρξε στη ζωή υπαρχει για παντα και περιμενει την δικαιωση του.
Έχοντας πάντα μια ιδιαιτερη αγαπη για τον τοπο μου – αγαπη που την εδωσα σε ολα μου τα βιβλια – χρόνια κοίταζα την εγκατάλειψη κάποιων ιστορικών κτηρίων και βαθιά λυπόμουν που όλα εκείνα τα σημαντικά πρόσωπα αυτές οι θαυμάσιες δωρεές βυθίζονταν σιγά σιγά μέσα στη λησμονιά, τα σκέπαζε ο πανδαμάτωρ έτσι σαν ξεχασμένα χωρίς την τιμή που τους έπρεπε.
Σήμερα λέω, έτσι με μια οπτική κάπως μεταφυσική, λέω πως ισως, η σημερινη ημερα να ειναι η χρονική σύγκλιση, αυτη η διορισμένη από τον χρόνο ώρα, για να εκφραστεί από το νησί μια ελάχιστη ευγνωμοσύνη προς εκείνους που το είχαν ευεργετήσει στα τετρακόσια τόσα χρόνια της σκλαβιάς.
Ετσι, σαν μια συλλογικη ανάγκη του Λημνιού να εκφράσει αυτη την ελάχιστη ευγνωμοσύνη, κι ας ειναι έναν αιώνα μετά.
Σύγκλιση της χρονικής στιγμής και της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Έτσι που ο Δημαρχος της Λήμνου, ο κύριος Δημήτριος Μαρινάκης, αγκάλιασε και βοηθησε το εργο αυτό, το ειδε ως ενα πνευματικο εργο συλλογικης Μνήμης του νησιού, αυτό μόνο μπορώ να πω: Πως ήταν η σύγκλιση της χρονικής στιγμής και της ανθρώπινης ευαισθησίας.
Γιατί οι Μνήμες αυτές είναι από εκείνες που τις καθιστά ιερές στην ψυχή μας ο χρόνος.
Όσο για την δανειστική Βιβλιοθήκη, η ιδέα αυτή ήταν καθαρά δική του. Ήθελε να δημιουργήσει, είχε πει, μια δανειστική βιβλιοθήκη στο Σαχτούρειο, και από αυτή ξεκίνησε και η σκέψη μου να στείλω τα δικα μου βιβλια. Επτακόσια. Και χαιρομαι που μπορεσα να τα αποχωριστω. Αν και όχι όλα ακόμα.
Ομολογώ πως δεν μπορώ να το πιστέψω πως όλο αυτό που χρόνια απασχολεί τη σκέψη μου και την ψυχή μου σημερα γινεται πραγματικότητα. Πως σημερα γινονται, με την βοήθεια του Θεού, τα εγκαίνια για τα δύο αυτά έργα. Και εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, μαζί και για τη δική μου Αίθουσα – τρία έργα αγάπης στο Σαχτούρειο Μέγαρο – εύχομαι να μην τα πιάσει βάσκανο κανένα. Να ανθίσουν και να φωτίσουν και να βρούνε μια ελάχιστη ακρούλα στη σκέψη του Λημνιού, έτσι σαν αντίσταση στη λήθη, να υπάρχουν και να ομορφαίνουν την καθημερινότητα της ζωής.
Ένα μεγάλο απέραντο ευχαριστώ να πω μόνο στον Δήμαρχο Λήμνου, τον κύριος Δημήτριο Μαρινάκη για όλη την γενναιόδωρη υποστήριξή του την ηθική και οικονομική. Αλλά περισσότερο γιατί μας εμπιστεύτηκε. Σήμερα το όνειρο της προσπάθειάς μας γίνεται πραγματικότητα.
Θέλω να αναφέρω ένα ένα τα ονόματα όσων μας βοήθησαν και ιδιαίτερα της εθελοντικής ομάδας εργασίας που δημιουργήσαμε και συλλογικά δουλέψαμε για να γίνει το έργο αυτό.
Είναι όλα σημειωμένα στην ανάρτησή μας “Ευχαριστίες”
Η φιλόλογος Δέσποινα Κωνστάντιου, τ. Δήμαρχος Μυριναίων, η φιλόλογος Δέσποινα Παπαδοπούλου- Πατσαρίσου. Η δημοσιογράφος του Δήμου Κατερίνα Φίκαρη, η διακοσμήτρια εσωτερικού χώρου Θέκλα Φιλίππου, η φιλόλογος Χαριτίνη Φωτοπούλου, η Καίτη Σαπέρα, τ. δημοτική υπάλληλος, η Φωτεινή Ετμεκτσόγλου και η Ελένη Τσιπουρίδου, σε επίπεδο συμβουλευτικό. Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, με «αρετήν και τόλμην», όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος.
Εξαιρετικά μας βοήθησε ο αγαπητός φίλος της Λήμνου Θεόδωρος Μπελίτσος, καθώς μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε την έρευνα των βιογραφικών στοιχείων, που είχε κάνει, αλλά και ο συμπατριώτης φίλος Γιώργος Κωνσταντέλλης που μας χάρισε τους δύο τόμους, Ιστορική και Πολιτιστική Κληρονομιά της Λήμνου και μας επέτρεψε επίσης να χρησιμοποιήσουμε σε ψηφιακή μορφή το κείμενο του Θεοδωρου Μπελίτσου και όσες φωτογραφίες υπήρχαν εκεί των Μεγάλων Ευεργετών.
Μας βοήθησε επίσης το λεύκωμα ιστορικών και σπάνιων φωτογραφιών της Λήμνου του συμπατριώτη μας Μάρκου Ψαράκη, καθώς και το ζωγραφικό κόσμημα του φίλου Λημνιού ζωγράφου Ανδρέα Κοντέλλη, με το οποίο κοσμήσαμε τις βιογραφίες μας.
Όπως γράψαμε και στις Ευχαριστίες μας, παρακαλούμε τον Επισκέπτη της Αίθουσας να μη σταθεί στα πιθανά λάθη μας, στις μικρές ελλείψεις ή παραλείψεις μας.
Να την δει ως μια ελάχιστη έκφραση ευγνωμοσύνης και τιμής προς τους Μεγάλους Ευεργέτες του νησιού, έστω και ύστερα από έναν αιώνα.
Και ευχόμεθα, νέοι άνθρωποι, σε καλύτερους εύπλοους καιρούς, να συμπληρώσουν τα τυχόν υπάρχοντα κενά και να προσδώσουν στην Αίθουσα την λειτουργικότητα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Εμείς τόσο μπορέσαμε.
Θέλω να τελειώσω με τον λόγο του ψαλμωδού “ότι τα χίλια έτη ως η ημέρα η εχθές”
Αναφέρθηκε η δημιουργία “Λέσχης Ανάγνωσης”- φιλαναγνωσίας. Και έγινε αποδεκτή με μεγάλο ενδιαφέρον.