Ευχαριστώ την πολύ άξια πρόεδρο της Τέχνης Κιλκίς, κα Κική Παπαδοπούλου Πάγκου, που, όπως μου είπαν, είναι και γιατρός, γιατρός και ο σύζυγός της, και βρίσκουν χρόνο, με θυσίες ίσως, να αφιερώσουν στην Τέχνη, κάνοντας έτσι την όμορφη πόλη σας εστία πνευματική, στους ισοπεδωμένους και αντιπνευματικούς καιρούς μας.
Εξίσου ευχαριστώ και την Κριτική Επιτροπή, ιδιαίτερα την πρόεδρο κα Ζωή Σαμαρά, που, σημαντική και αληθινή ποιήτρια η ίδια, αφιερώνει σκέψη και χρόνο πολύτιμο για να δώσει στην πόλη σας, μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής, το κύρος που απαιτεί ένας τέτοιος θεσμός.
Σε ένα συνέδριο των φιλολόγων Καρδίτσας, γνώρισα πρόσφατα την κα Σαμαρά. Άκουσα την ομιλία της που έγινε παράλληλα με μια έξοχη ομιλία του γιου της, και με άγγιξε βαθύτατα. Ο λόγος της, που είχε κάτι από την υδάτινη ανάδυση του Μπασλάρ. Και η διεισδυτικότητα της σκέψης της, εκείνη η πολύ ιδιαίτερη, που διεγείρει απάτητα στρώματα της ψυχής, να αυτονοηθεί. Και ύστερα, όταν διάβασα την ποίησή της και τον ποιητικό της δοκιμιακό λόγο επιβεβαίωσα όσα από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα.
Το αναφέρω αυτό για έναν απλό λόγο. Σκέφτομαι πως, δεν είναι τυχαίο που η κα Σαμαρά έφερε την ποίησή μου στην Κριτική Επιτροπή. Στην ποίησή της βρήκα τον Μπασλάρ και τον ορφικό λόγο και την αγωνία μιας μεταφυσικής υπέρβασης, έτσι όπως εγώ η ίδια τα βίωσα. Σαν να περπατήσαμε κάποιους ίδιους δρόμους της ψυχής, για να βγούμε στο ποιητικό ξέφωτο.
Γι’ αυτό και την ευχαριστώ ιδιαίτερα. Που με διάβασε. Και που μου έστειλε την δική της ποίηση. Σήμερα δεν διαβάζουν πια. Προπαντός, δεν διαβάζουν ποίηση.
Γι’ αυτό και η συγκίνησή μου είναι ξεχωριστή. Γιατί πάντα αισθανόμουν, από την πρώτη μου νεότητα, πως αυτό που είχα να πω, αυτό που, υπαρξιακά, μου έδινε μια ανθρώπινη δικαίωση, ήταν η ποίηση. Ο ποιητικός λόγος. Οι ορφικοί δρόμοι της ψυχής. Έγραψα μυθιστορήματα, θέατρο, έγραψα άπειρα κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ποίηση ήταν πάντα για μένα ο πόνος της εφημερότητάς μου. Η διαίσθησή μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη, μόνο μέσα από την ποίηση περνούσε.
Ίσως αυτό να είναι ποίηση: Ο πόνος της εφημερότητάς μας.
Κανείς δεν μπορεί να πει τι είναι αυτό το απίστευτα σαγηνευτικό που είναι μαζί πόνος και υπέρβαση του πόνου, είναι μυστήριο και θεϊκή πνοή, και λάμπει στα βάθη της ψυχής σαν το νόημα της ζωής μας. Το άρρητο.
Κανείς δεν μπορεί να πει τι ακριβώς είναι η ποίηση. Αυτό το βαθύ μυστικό που λάμπει ανεξιχνίαστο στα αρχετυπικά βάθη της ψυχής μας. Και ούτε ανήκει αποκλειστικά στους προνομιούχους ποιητές. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ο ποιητής των στιγμών της ζωής του. Είτε γράφει την ποίηση. Είτε τη ζει. Τη βιώνει με τους προσωπικούς του κωδικούς. Πέρα από το λόγο, η ποίηση είναι μια τελετουργία ζωής.
Μόνον έτσι μπορεί να νοηθεί σαν ύψιστη αξία και σαν άγραφος κώδικας αρχετυπικής εγχάραξης των πιο επώδυνων και μαζί λυτρωτικών υπαρξιακών ερωτημάτων.
Όταν ήμουν παιδί, εκεί, στην απομονωμένη τότε Λήμνο, που και τα βιβλία λιγοστά, ήταν ένας αγρότης που δούλευε τα χωράφια μας. Ένας μοναχικός άνθρωπος, υπερήφανος. Ο Σώζος. Τότε που η σχέση της γης με τον άνθρωπο κρατούσε ακόμα την ομορφιά μιας δημιουργίας. Μια μέρα, τον ρώτησα, πόσες ώρες δουλεύει. Και εκείνος μου απάντησε : άστρα με άστρα. Θυμούμαι ακόμα πόση εντύπωση μου έκανε ο λόγος του. Είχε μια δύναμη. Τη δύναμη μιας κοσμικής ποίησης. Κάτι από την αρχέγονη στιγμή του κόσμου. Άστρα με άστρα. Σαν να έδινε μια έννοια οντολογική στον ανθρώπινο κάματο. Ύστερα, όταν αναζητούσα τους δρόμους της δικής μου ποίησης, τον θυμόμουν. Σκεφτόμουν πως ο λόγος του εκείνος είχε μέσα του και μια ευχαριστία. Γιατί αξιώθηκε να ζει τις μέρες του, σε μια σχέση ζωντανή με τα μυστικά της φύσης αλλά και με το μυστήριο του κόσμου. Και ένα πρωί, άστρα ακόμα, μας πήρε με τον αδερφό μου μαζί του στο μεροκάματο του μόχθου. Μέχρι σήμερα θυμούμαι τη μυρουδιά του όρθρου, το απίστευτο εκείνο άρωμα της κοσμικής ώρας, με τα άστρα να αργοσβήνουν. Και πολλές φορές το έχω περιγράψει στα μυθιστορήματά μου. Αυτή την υγρή οσμή του όρθρου, οσμή κοσμική του πρωινού άστρου. Και εγώ ξέρω πως αυτό το έζησα τότε, σε εκείνη την παιδική ηλικία.
Γι’ αυτό λέω. Η ποίηση δεν είναι των ολίγων που πήραν το κοντύλι στα χέρια τους και είχαν το χάρισμα να γράφουν. Η ποίηση είναι οι στιγμές των απλών ανθρώπων την ώρα που τους φέρνει κοντά στο Θεό. Ή, να το πω αλλιώς. Την ώρα που διαισθάνονται το μυστήριο του κόσμου. Και αν ακόμα έχουν χάσει το Θεό, το μυστήριο του κόσμου είναι ένας δρόμος που οδηγεί σε εκείνον. Η επαφή με το μυστήριο.
Θυμούμαι, όταν είχα επισκεφθεί τον Σάμουελ Μπέκετ, στο πολύ ταπεινό διαμέρισμά του, είχα μια τέτοια συζήτηση μαζί του. Στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο μπρος σε κάτι ξύλινα απλά ράφια με τα βιβλία του και πολλές φορές είπε: Δεν έκανα τίποτα, δεν είναι τίποτα όλα αυτά, ο πόνος υπάρχει και ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος να αποτρέψει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου.
Εγώ τότε έγραφα μια μελέτη πάνω στο έργο του. Και μόλις είχα τελειώσει τη μετάφραση του θεατρικού του «Ω, οι ωραίες μέρες». Και ήμουν γεμάτη από τη σκέψη του. Το έργο του ήταν μια ποίηση διαφορετική, ποίηση της αγωνίας του κενού και της ανυπέρβατης αβύσσου. Έτσι, του έλεγα τις σκέψεις μου, γιατί ήμουν γεμάτη από αυτές. Και σε κάποια στιγμή του είπα ότι όλο το έργο του έχει μια μεταφυσική διάσταση που οδηγεί στο μυστήριο του κόσμου.
Μου είπε πως δεν πιστεύει σε καμιά μεταφυσική και ούτε στο Θεό. Τότε, θυμούμαι, του είπα μια φράση που την έχω γράψει και στο βιβλίο εκείνο, πως: όποιος δεν έχει χάσει την επαφή του με το μυστήριο δεν έχει χάσει το Θεό.
Δεν μίλησε. Ύστερα, είπε, οι άλλοι γράφουν για τα έργα μου. Όπως στην αρχή, όταν του είπα πως είναι ένας οραματιστής του αιώνα, γιατί οραματίστηκε τη γυμνότητα και την κοσμική μοναξιά του ανθρώπου, εκείνος απάντησε, οι άλλοι λένε. Σήμερα, οι καινούριες θεωρήσεις του έργου του μιλούν για τους δρόμους που οδηγούν στον δικό του Θεό.
Γιατί, εν τέλει, αυτή είναι η αγωνία του ανθρώπου: να βρει την υπέρτατη νόηση και να αποθέσει στους ώμους της τον πόνο της εφημερότητάς του. Να την προσεγγίσει έστω, αυτή την υπερβατική νόηση, που την είπαν Θεό, ή αλήθεια, και να γαληνέψει την αγωνία του. Αυτή είναι, πιστεύω, η πιο βαθιά, η πιο επώδυνη αναζήτηση του ανθρώπου. Η υπαρξιακή αγωνία του. Και η αγωνία αυτή δεν ανήκει μόνο στον ποιητή ή στον φιλόσοφο. Αλλά και στον πιο ταπεινό. Σε εκείνον που δεν ξέρει να μιλήσει ή να γράψει. Αλλά μπορεί να αισθανθεί. Να διαισθανθεί όσα κείνται έξω από το λόγο. Και τα πιο ουσιώδη κείνται έξω από το λόγο. Γι’ αυτό είπα πως η ποίηση είναι μια λειτουργία υπάρξεως. Μια τελετουργία ζωής.
Αυτό είναι το βαθύ μυστικό που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος. Ένα μυστικό που λάμπει απρόσιτο στα άρρητα της ψυχής. Και είτε λέγεται ποίηση ο δρόμος που θα τον βγάλει στα υπαρξιακά του ερωτήματα, είτε επιστήμη ή τέχνη ή οτιδήποτε άλλο, αξίζει τον ίδιο σεβασμό. Γιατί η αγωνία είναι η ίδια. Και γιατί το ουσιαστικό νόημα της ζωής θα το βρει κανείς μόνον αφού περπατήσει σε εκείνα τα μονοπάτια της ψυχής του, εγείροντας τη μέσα γνώση και όραση.
Και πόσο δύσκολη μια τέτοια αυτογνωσία στις ταραγμένες μέρες μας με τις συνεχείς εξαγγελίες του τρόμου και της παγκόσμιας απειλής. Πόσο τραυματισμένη και απειλούμενη η καθημερινότητά μας. Πόσο ματωμένη από την παγκόσμια βία. Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό και πολύτιμο αυτό που γίνεται σήμερα εδώ, και που γίνεται κάθε χρόνο, σαν μια άμυνα, μια αντίσταση, ενάντια στα διαβρωτικά και άκρως φθοροποιά μηνύματα των καιρών μας.
Η τιμητική εκδήλωση έγινε στο Κιλκίς, Ιούνιος 2011
Πρόεδρος της επιτροπής βράβευσης η ποιήτρια και καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Ζωή Σαμαρά