Στα ίχνη ενός καινούργιου οράματος
Όσο κι αν προσπαθούμε να οριοθετήσουμε την περιοχή όπου θα κινηθεί το λογοτεχνικό έργο, όσο κι αν τις προθέσεις μας χαράζουν με σαφήνεια οι κανόνες της μορφολογίας, όσο κι αν ο δημιουργός ξεκινάει με πίστη ότι ο οραματισμός του θα βρει την κατάλληλη διέξοδο στο κανάλι της ποίησης, του πεζού λόγου ή οποιουδήποτε άλλου μέσου λογοτεχνικής έκφρασης, δεν είναι λίγες οι φορές που ξεστρατίζει ή αστοχεί στις προδιαγραφές του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αποτέλεσμα είναι κατώτερο από τις προσδοκίες του. Συχνά μάλιστα η συγκινισιακή φόρτιση είναι τέτοια που, ανίκανη να πειθαρχήσει σε ένα λογικό προγραμματισμό, βρίσκει από ένστικτό πολύ πιο καίριους πολύ πιο γνήσιους τρόπους για να διαδηλώσει την παρουσία της. Ίσως κάπου εκεί θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες στο φαινόμενο της σύζευξης των τεχνών και την δημιουργία κάποιων ερμαφρόδιτων, θα λέγαμε κάποτε, λογοτεχνικών μορφών, όπως η πεζολογική ποίηση, ή ποιητική πρόζα, το ποητικό θέατρο ή το λυρικό δοκίμιο.
Στην τελευταία αυτή κατηγορία θα πρέπει να κατατάξουμε και την δεύτερη δοκιμιακή εργασία της Μ.Λ.Π. «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου», ύστερα από το βιβλίο της για τον Samuel Beckett «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» (1980). Γιατί η πρόθεσή της να φτάσει στα υπερβατικά τοπία της ποίησης του πρώτου και να καταδυθεί στο σκοτεινό αδιέξοδο του δεύτερου είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία δυο ποιητικά εξομολογητικών κειμένων. Αλλά πολύ περισσότερο από την ιδιοτυπία της γραφής, που στηρίζει το βάρος της στις ποιητικές καταβολές της μελετήτριας, ένα άλλο στοιχείο κυριαρχεί, που δίνει τα ειδικά χαρακτηριστικά του έργου, ενώ παράλληλα το οδηγεί σε περιοχές που κάνουν αμφισβητήσιμή τη νομιμότητά του. Και σε αυτό ακριβώς το στοιχείο αξίζει τον κόπο να σταθούμε πρισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Αν για τον απλό θεατή, ακροατή ή αναγνώστη το έργο τέχνης, πέρα από την όποια συγκίνηση που προσφέρει και τις προσωπικές ερμηνείες που επιδέχεται, είναι το ερέθισμα για παραπέρα οραματισμούς και προεκτάσεις που ούτε καν διανοήθηκε ο δημιουργός, για έναν άλλο συγγραφέα ή καλλιτέχνη είναι κάποτε μια πηγή αναδημιουργίας, είναι το φύτρο που θα δώσει και άλλο καρπό με τον ίδιον, ίσως συγκινησιακό πυρήνα, αλλά με ολότελα διαφορετικά χρώματα και ολότελα δική του γεύση. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φορά στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που ένα έργο θα βλαστήσει μέσα από τον κορμό ενός άλλου ή που ο μελετητής στην περιπλάνησή του θα ανασύρει από κάποια πτυχή του έργου που ανιχνεύει προσωπικά του οράματα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει – όπως άλλοτε ομολογεί και η ίδια – με το έργο της Μ.Λ.Π. Ύστερα από μια τέλεια απόγνωση που επιδείνωσε μια ακόμα πιο πολύ μια οδυνηρή αλλά τόσο εύστοχη κατάδυσή της στην υπαρξιακή αγωνία του μπεκετικού έργου, αισθάνθηκε την ανάγκη να λυτρωθεί μέσα στα ποιητικά νάματα ενός – όπως πιστεύει – «Μυστικού» του Οδυσσέα Ελύτη:
«… Το βιβλίο τούτο είναι ένα δράμα για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Ένα δράμα και μαζί μια διαίσθηση. Το βιβλίο τούτο μοιάζει με ένα ενοραματικό ταξίδι μέσα στα υπερβατικά τοπία της ποίησής του. Ο αποσυμβολισμός των χρησμικών φθόγγων του ήταν για μένα πριν απ’ όλα μια αναζήτηση μέσα μου. Αναζητώντας το δικό του όραμα, αναζητούσα πρώτα το δικό μου. Στο βιβλίο αυτό αναζητώ πρώτα το δικό μου όραμα και την δική μου αίσθηση για τον κόσμο…»
Περισσότερο για να παγιώσει μια στάση ζωής, για να διατυπώσει ένα μηχανισμό σκέψης, για να ορθώσει έναν αντίποδα σε μηδενιστικές φιλοσοφικές τάσεις της Δύσης, θα καταφύγει στην διαλεκτική της Ιωνικής φιλοσοφίας κι όλ’ αυτά θα βγούν στο φως με την προσπάθεια μιας κανούργιας ερμηνείας στο έργο του νομπελίστα ποιητή. Αλλά γιατί σε αυτό το έργο; Γιατί για την Μ.Λ.Π. «…μέσα από το έργο του (Ελύτη) βγαίνει ένα νέο δυνατό φιλοσοφικό όραμα, που ανοίγει μια νέα μεταφυσική διάσταση στην υπαρξιακή φιλοσοφία του καιρού μας, καθώς φωτίζει την υπερβατικότητα της ανθρώπινης υπόστασης. Και οπωσδήποτε, το φιλοσοφικό αυτό όραμα είναι νέο, αλλά και πολύ παλαιό. Αναναιώνει τα Ιωνικά οράματα των μεγάλων εκείνων φιλοσόφων…»
Ας μην ξεχνάμε ότι η νεότητα της μελετήτριας (πάντα σύμφωνα με την ομολογία της) πέρασε κάτω από την μαγεία αυτής της ποίησης, ότι με τους «Προσανατολισμούς» της άνοιξε η Ποίηση την στενή της πύλη κι ότι η πρώτη της συλλογή «Συναντήσεις» πάτησε πάνω σε αυτά τα αχνάρια. Η μεγάλη, η φωτεινή αυτή ώρα, στενά συνυφασμένη με την αίσθηση της ύπαρξής της είναι φυσικό, ύστερα από τους κλονισμούς μιας διαδρομής, λυτρωτικά να την καλεί και πάλι. Και είναι φυσικό από κάποια στοιχεία της ν’ αντλεί την δύναμη για ένα καινούργιο λυρικό ξέσπασμα.
Έτσι, όσο τολμηρό κι αν είναι το εγχείρημα μιας τέτοιας ερμηνείας, πέρα από το γεγονός ότι προσθέτει μια αξιοπρόσεχτη απόψη στην πλούσια βιβλιογραφία για το έργο του Ελύτη, πλουτίζει το ίδιο το έργο της Μ.Λ.Π. με μια πολύτιμη μαρτυρία: πως μια ποιήτρια στέκεται απέναντι στο έργο ενός άλλου ποιητή, πως δέχεται την ακτινοβολία του και πως αυτή την θέρμη και συγκίνηση μπορεί να την σφυρηλατήσει στο δικό της μυστικό εργαστήρι, για να πλάσει ένα ολότελα δικό της όραμα.
Περιοδικό Επίκαιρα, 11 Φεβρουαρίου 1982